Ο Ζαϊρζίνιο υπήρξε ένας από τους κορυφαίους επιθετικούς της Βραζιλίας, μέλος της «dream team» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, με το προσωνύμιο ο «Τυφώνας».

Ο Ζαϊρζίνιο υπήρξε ένας από τους κορυφαίους επιθετικούς της Βραζιλίας, μέλος της «dream team» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, με το προσωνύμιο ο «Τυφώνας».
Ο Βραζιλιάνος δεξιός ακραίος επιθετικός Ζαίρ Βεντούρα Φίλιο, περισσότερο γνωστός ως Ζαϊρζίνιο (Jair Ventura Filho, “Jairzinho”), γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1944, στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο «Furacão da Copa» (Τυφώνας του Κυπέλλου) των γηπέδων του Μέξικο, ο παίκτης-θαύμα μιας από τις κορυφαίες εθνικές ομάδες όλων των εποχών! Ένας γρήγορος και δυνατός εξτρέμ, υπήρξε μέλος της θρυλικής εθνικής ομάδας της Βραζιλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, όπου σκόραρε σε κάθε παιχνίδι που έπαιξε η «σελεσάο». Έγινε έτσι ένας από τους μόλις δύο παίκτες –ο άλλος είναι ο Ουρουγουανός Αλτσίντες Γκίτζια (Alcides Ghiggia)- στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου που έχουν σκοράρει σε κάθε παιχνίδι του τουρνουά και γι’ αυτό στη συνέχεια του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο τυφώνας»! Αναφέρεται στη θέση №27 στη λίστα του περιοδικού “World Soccer” με τους 100 Καλύτερους Παίκτες του 20ου Αιώνα, μία θέση μπροστά από τον Ζινεντίν Ζιντάν (Zinedine Zidane). Έπαιξε το μεγαλύτερο μέρος της συλλογικής του καριέρας στη Νότια Αμερική, όπου πέρασε έντεκα χρόνια στο Ρίο ντε Τζανέιρο για λογαριασμό της Μποταφόγκο. Ήλθε για να παίξει στην Ευρώπη κατά τα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Αντικατέστησε το ποδοσφαιρικό του είδωλο, τον Γκαρίντσα (Garrincha) και στη Μποταφόγκο, αλλά και τη εθνική ομάδα της Βραζιλίας, παίζοντας σε τρία συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα, αυτά του 1966, του 1970 και του 1974.

Σκόραρε σε κάθε μια από τις αναμετρήσεις εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ακόμα και στον θρίαμβο του τελικού κι αυτό ήταν μέρος μόνο του ποιος πράγματι ήταν ο ανεπανάληπτος Βραζιλιάνος. Κι αυτό όχι μόνο γιατί στην 20χρονη καριέρα του ο Ζαϊρζίνιο πήρε μέρος σε άλλα δύο Μουντιάλ (1966 και 1974), αλλά μπορούσε να παίξει σε πολλές θέσεις, μην ανήκοντας ωστόσο πουθενά! Ήταν μόνο μπροστά στο τέρμα που έβρισκε τη φυσική του θέση, με τους ιστορικούς μήνες του Μαΐου και του Ιουνίου του 1970 να σφραγίζουν την εικόνα του στους απανταχού ποδοσφαιρόφιλους του πλανήτη.

«Ήμουν πρώτα απ’ όλα επιθετικός, ένα καθαρόαιμο δεκάρι», ισχυριζόταν ο Ζαϊρζίνιο, «αυτό που συνέβη ήταν ότι η ομάδα του Ζαγκάλο (Mário Zagallo) το 1970 πέτυχε κάτι μοναδικό. Στην πλευρά μας είχαμε 5 παίκτες που είχαν ακριβώς τον ίδιο ρόλο στις ομάδες τους. Ήμασταν όλοι δεκάρια!». Και βέβαια η μαγική πεντάδα για την οποία έκανε λόγο ο Ζαϊρζίνιο περιλάμβανε ονόματα όπως του Τοστάο (Tostão), του Ριβελίνο (Rivellino) αλλά και του ανθρώπου που φόρεσε πράγματι τη φανέλα με το № 10 στο Μουντιάλ, του Πελέ!

Κι αν όλοι έπαιζαν όντως φουλ επίθεση, κανείς δεν ανέλαβε καλύτερα τον ρόλο του επιθετικού στο ιστορικό Παγκόσμιο του 1970 από τον Ζαϊρζίνιο, ο οποίος σκόραρε δύο τέρματα στο εναρκτήριο ματς με την Τσεχοσλοβακία και κατόπιν ένα σε καθένα από τα επόμενα 5 ματς, περιλαμβανομένου ενός και στον θρίαμβο του τελικού με 4-1 κατά της Ιταλίας! Η φανέλα με το № 7 που φορούσε ο Ζαϊρζίνιο ήταν στα σίγουρα παραπλανητική για τη θέση του…

«Ήξερα ότι ο Ζαϊρζίνιο θα είχε τεράστια επιτυχία», είπε γι’ αυτόν ο Ζαγκάλο και είχε δίκιο, καθώς κατάφερε να διακριθεί ως επιθετικός μέσα σε μια ομάδα θρυλικών κανονιέρηδων! Και μάλιστα αντικατέστησε στη Σελεσάο το μεγάλο του παιδικό ίνδαλμα, τον Γκαρίντσα (Garrincha)!

Ο πανάξιος διάδοχος του υπέροχου Γκαρίντσα, με τα καταιγιστικά ξεσπάσματά του και το φονικό του σουτ, ήταν ένα από τα απόλυτα highlight του Μουντιάλ του Μεξικού, γινόμενος σύμβολο ενός έθνους. Έχοντας κάνει το ντεμπούτο του στη Σελεσάο το 1964, πρόλαβε να παίξει στο Παγκόσμιο της Αγγλίας το 1966, αν και όλος ο κόσμος θα έπρεπε να περιμένει άλλα 4 χρόνια για τον απολαύσει στον κολοφώνα του.

Τα 7 γκολ του Ζαϊρζίνιο ήταν η δεύτερη καλύτερη επίδοση του εν λόγω Μουντιάλ, πίσω μόνο από τα 10 τέρματα του βομβαρδιστικού των Πάντσερ, Γκερντ Μίλερ (Gerd Müller). Και βέβαια το νικητήριο γκολ του κατά της Αγγλίας ήταν το πλέον αξιομνημόνευτο τέρμα του τουρνουά σε επίπεδο σημασίας! Ο στράικερ είχε μάλιστα επιστρέψει μόλις στις αγωνιστικές του υποχρεώσεις από σπασμένο πόδι, πάνω στην ώρα δηλαδή για το ιστορικό Μουντιάλ.

Το σκοράρισμα σε κάθε μουντιαλικό αγώνα έφερε τον Ζαϊρζίνιο σε μια εκλεκτή ελίτ δυο μόνο παικτών που έχουν καταφέρει τον άθλο. Είναι μαζί με τον Ουρουγουανό, Αλτσίντες Γκίτζια (Alcides Ghiggia -4 γκολ σε 4 ματς), οι μόνοι που έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο! Η Σελεσάο του 1970 είχε τον αστρονομικό μέσο όρο των 3,2 γκολ ανά ματς! Ο Ζαϊρζίνιο εμφανίστηκε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, όπου χωρίς τα μεγάλα ονόματα να τον πλαισιώνουν δεν αποδείχθηκε και τόσο απειλητικός. Σκόραρε δυο γκολ και ο αγώνας για την 3η θέση εναντίον της Πολωνίας ήταν και ο τελευταίος του, ουσιαστικά, με την εθνική Βραζιλίας. Μέτρησε, 81 συμμετοχές στη Σελεσάο, σκοράροντας 33 γκολ, με την τελευταία να έρχεται στα 38 του χρόνια, σ’ ένα αποχαιρετιστήριο παιχνίδι εναντίον της Τσεχοσλοβακίας, (1-1) στις 3 Μαρτίου του 1982.

Για να φτάσει σε αυτή την εθνική Βραζιλίας, ξεκίνησε από τα 15 του χρόνια σαν επιθετικός στην Μποταφόγκο. Ήρωάς του ήταν ο Γκαρίντσα τον οποίο αντικατέστησε τόσο σε συλλογικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Υπήρξαν και συμπαίκτες, με τον ίδιο να αγωνίζεται στο αριστερό άκρο της επίθεσης, παρότι δεξιοπόδαρος. Γύρισε στα δεξιά, στο ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα, στα 19 του χρόνια, σ’ ένα παιχνίδι εναντίον της Πορτογαλίας το 1964, όταν αντικατέστησε τον τραυματισμένο Γκαρίντσα.

Αγωνίστηκε από το 1959 έως το 1974 στην Μποταφόγκο. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το 1974, ήλθε στην Ευρώπη, για μια χρονιά στην Μαρσέιγ. Σύντομα επέστρεψε στη Βραζιλία για να παίξει για την Κρουζέιρο , με την οποία κατέκτησε το Κόπα Λιμπερταδόρες το 1976, όντας συμπαίκτης με τον Νελίνιο (Nelinho) και τον Ντιρσέου (Dirceu Lopes).

Τελείωσε ουσιαστικά την καριέρα του παίζοντας για την Πορτουγκέσα στη Βενεζουέλα, καθιστώντας την μία από τις μεγαλύτερες ομάδες στην ποδοσφαιρική ιστορία της χώρας. Μετά τη απόσυρσή του από την ενεργό δράση, έγινε προπονητής σε μια σειρά από ομάδες νέων στην πατρίδα του τη Βραζιλία. Εργάστηκε επίσης στην Ιαπωνία, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Το 1997, ξεκίνησε το πρώτο του ταξίδι ως πρώτος προπονητής, αναλαμβάνοντας την ομάδα της Καλαμάτας. Απολύθηκε εξαιτίας κακών αποτελεσμάτων και η ομάδα υποβιβάστηκε στο τέλος της σεζόν. Για 2 χρόνια, από το 2003 έως το 2005, ανέλαβε προπονητής της εθνικής ομάδας της Γκαμπόν. Ωστόσο, απολύθηκε μετά από μια συντριπτική ήττα από την Αγκόλα για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 .

Το μεγαλύτερο επίτευγμα του ως προπονητής ήταν ο εντοπισμός του 14χρονου Ρονάλντο σε μια προπόνηση της Σάο Κριστοβάο, προτείνοντάς τον στην Κρουζέιρο.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο.