Έχοντας ο Ολυμπιακός ουσιαστικά εξασφαλίσει το πρωτάθλημα, η διοίκησή του αποφάσισε, μεσούσης της περιόδου, να φέρει στην Ελλάδα έναν προπονητή που θα αρχίσει να δημιουργεί το αύριο, σήμερα.

 
Δηλαδή, να μαθαίνει πρόσωπα και πράγματα στην ομάδα του Πειραιά, να εντοπίζει τα κακώς κείμενα, ώστε σε συνεργασία με τη διοίκηση να προχωρήσουν από κοινού στην ενίσχυση του ρόστερ στην καλοκαιρινή περίοδο.

Η προσωπική μας άποψη είναι πως αυτή η πολιτική της ηγεσίας των «ερυθρόλευκων» μπορεί να αποφέρει καρπούς, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστικός ο Ολυμπιακός στην Ευρώπη, με την έναρξη της επόμενης περίοδου. Έτσι, δε θα χάθει χρόνος για την προσαρμογή του νέου προπονητή. Χρόνος που θα ήταν αναγκαίος αν ο Μίτσελ ερχόταν στην Ελλάδα το καλοκαίρι.

Παρεμπιπτόντως, με το τρόπο αυτό είναι εφικτό να γίνει το όνομά του Ολυμπιακού πιο διεθνές, όπως είχε δεσμευθεί ο Μίτσελ κατά τη διάρκεια της παρουσίασής του από τον πρόεδρο της ΠΑΕ, Βαγγέλη Μαρινάκη.

Στα τρία παιχνίδια πρωταθλήματος στα οποία έχει καθίσει ο Ισπανός προπονητής στον πάγκο των νταμπλούχων, είδαμε τα πρώτα δείγματα της φιλοσοφίας του, με τις δύο αναμετρήσεις κόντρα στη Λεβάντε να αναδεικνύουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο τις αδυναμίες του Ολυμπιακού στην Ευρώπη.

Είναι αλήθεια πως σε σχέση με το συντηρητικό σχέδιο δράσης του Ζαρντίμ, οι «Πειραιώτες» αρχίζουν και πάλι να έχουν επιθετική φιλοσοφία, εντάσσοντας στο παιχνίδι τους πίεση έως και τις παρυφές της αντίπαλης περιοχής, αλλά και καλή κυκλοφορία της μπάλας. Στοιχεία τα οποία είδαμε ξεκάθαρα στο πρώτο ημίχρονο του αγώνα με τον ʼρη. Διάστημα κατά το οποίο η ομάδα του Πειραιά ικανοποίησε απόλυτα με την απόδοσή της.

Βεβαίως, στο δεύτερο ημίχρονο δεν κατάφερε να συνεχίσει στον ίδιο ρυθμό. Aλλωστε, θα ήταν και (ποδοσφαιρικά) παράλογο, αφού το ματς με τον Aρη ήταν ένας ακόμη κρίκος της αλυσίδας των συνεχόμενων αγώνων (κάθε τρεις – τέσσερις ημέρες) σε Ελλάδα και Ευρώπη.