Ο Χρήστος Καούρης πετά από το παράθυρο τις οιμωγές περί ντροπής και προτιμά να αναλύσει ψυχρά την πραγματικότητα που έφερε το -24 του Παναθηναϊκού από την ΤΣΣΚΑ.

Μισό λεπτό, να τα βάλουμε κάτω. Ο Παναθηναϊκός είχε χάσει με 20 πόντους διαφορά στη Μόσχα. Τότε, στις 2 Δεκέμβρη, ήταν ανταγωνιστικός για μία περίοδο, έχασε την επαφή με το σκορ στο ημίχρονο, δέχτηκε 53 πόντους και η διαφορά ήταν στους 15. Το τελικό 97-77 ήρθε παρόντος του Γουίλ Κλάιμπερν με την ΤΣΣΚΑ να σκοράρει 14/28 τρίποντα.

Χθες βράδυ οι πράσινοι προέρχονταν από 20ημερη αγωνιστική απραξία, έπαιξαν έχοντας παίξει 1 (ολογράφως, ένα) προπονητικό διπλό, με έξι παίκτες να προέρχονται από κορωνοϊό. Απέναντι τους βρήκαν μια ομάδα που είχε αγωνιστεί εντός του 2022 (4/1 απέναντι στη Σάρατοφ) και κατά δήλωση όλων σε αυτήν είχαν στα πόδια τους 5 (ολογράφως, πέντε) πολύ δυνατές και ποιοτικές προπονήσεις.

Που ακριβώς είναι η έκπληξη σε αυτά που είδαμε στο ΟΑΚΑ, προσμετρώντας φυσικά την τεράστια διαφορά ποιότητας μεταξύ των δύο ομάδων που γιγάντωσε το πρόβλημα και έκανε το τριφύλλι παιχνιδάκι στα χέρια της αρκούδας;

Η απάντηση είναι προφανώς πουθενά. Ο Παναθηναϊκός είναι μια ομάδα με χαμηλό ταβάνι και αρκετά δομικά προβλήματα, ικανή να προκαλέσει σποραδικά προβλήματα όταν πλησιάσει το ταβάνι των δυνατοτήτων της. Η ΤΣΣΚΑ από την άλλη έχει επίσης τα δικά της δομικά προβλήματα, φανερά από το 10-7 ρεκόρ με το οποίο επισκέφθηκε το Ο.Α.Κ.Α., όμως ομάδες σαν τον Παναθηναϊκό δεν είναι, τις περισσότερες φορές, ικανές να τα αναδείξουν, ειδικά από τη στιγμή που στο γήπεδο επιτρέπεται η παρουσία εως 1.000 φιλάθλων.

Πρίφτης και παίκτες θα επιστρέψουν στο παρκέ για να προπονηθούν, να επιστρέψουν σε υποφερτή αγωνιστική κατάσταση και στη συνέχεια να σημαδέψουν πρώτα την αγωνιστική τους βελτίωση και στις συνέχεια της νίκες: ανάποδα δεν γίνεται.