Ο Maurice Ravel γεννήθηκε σε μεσοαστικό σπίτι στις 7 Μαρτίου 1875 από Bάσκα μητέρα, στα Κάτω Πυρηναία, στο Cibourne, κοντά στο Biarritz. Ο πατέρας του, μηχανικός και εφευρέτης, φιλόμουσος ελβετικής καταγωγής, για επαγγελματικούς λόγους οδήγησε την οικογένεια στο Παρίσι τρεις μήνες μετά τη γέννηση του γιου του. (Χρησιμοποιώντας με χιούμορ την ελβετική του...

Ο Maurice Ravel γεννήθηκε σε μεσοαστικό σπίτι στις 7 Μαρτίου 1875 από Bάσκα μητέρα, στα Κάτω Πυρηναία, στο Cibourne, κοντά στο Biarritz. Ο πατέρας του, μηχανικός και εφευρέτης, φιλόμουσος ελβετικής καταγωγής, για επαγγελματικούς λόγους οδήγησε την οικογένεια στο Παρίσι τρεις μήνες μετά τη γέννηση του γιου του. (Χρησιμοποιώντας με χιούμορ την ελβετική του καταγωγή για να περιγράψει, χρόνια μετά, την εμμονή του συνθέτη στη λεπτομέρεια, ο Στραβίνσκι έλεγε ότι “ο Maurice ξεπερνάει στη μανία για την τελειότητα ακόμη και τους Eλβετούς ωρολογοποιούς!”).

Ο συνθέτης πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 1937 στο Παρίσι. Με την προτροπή των γονιών του, ο μικρός Maurice ξεκινά στα πέντε του ιδιωτικά μαθήματα μουσικής. Πριν ξεκινήσει μαθήματα στο Ωδείο (1889) είχε ήδη δασκάλους κύρους, όπως ο Henry Ghys (1882-1883) στο πιάνο, ενώ είχε σκαρώσει και τα πρώτα του κομμάτια: ένα μέρος μιας σονάτας (1888), παραλλαγές σε θέμα από το Peer Gynd του Grieg, παραλλαγές σε θέμα του Schumann. Στο Ωδείο έγινε δεκτός στην τάξη πιάνου του Charles de Beriôt. Εκεί γνώρισε τον πιανίστα και μετέπειτα πολύτιμο συνεργάτη και επιστήθιο φίλο του, Ricardo Viñes. Οι μουσικές του προτεραιότητες εκείνη την εποχή είναι (εκτός από το παντοτινό του πρότυπο Franz Schubert), η μουσική του Richard Wagner και των Ρώσων. Τότε ανακαλύπτει και την παραδοσιακή μουσική των λαών. Γράφει κομμάτια που μοιράζεται με φίλους του μουσικούς και τα αξιοποιεί σαν “ασκήσεις συνθετικής τέχνης”, όπως το Menuet Antique.

Ο Emmanuel Chabrier, γνωριμία της ίδιας εποχής, επηρεάζει τον Ravel στον τρόπο γραφής κυρίως με τα Pièces Pittoresques, τον βοηθά να εκτιμήσει την ισπανική μουσική και να χρησιμοποιήσει σπανιόλικους ρυθμούς. Η Habanera για δύο πιάνα (1895) είναι εκδήλωση αυτής της επιρροής. Πολύ αργότερα, (1913 -1914) ο συνθέτης έγραψε για πιάνο και ορχήστρα τα Zaspiak Bat (Ασκήσεις σε βασκικά θέματα).
To 1896 αποφάσισε να στραφεί σοβαρά στη σύνθεση, αποκηρύσσοντας τον χαλαρό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ως τότε αυτό το ενδεχόμενο. Οι σημειώσεις στην Αυτοβιογραφία του (1928) είναι χαρακτηριστικές: Νιώθει “την ανάγκη να αναζητήσει πεισματικά το τέλειο”. Γράφει τη χρονιά αυτή την άσκηση μπαλέτου La Parade, πέντε ευφάνταστα κομμάτια, δύο βαλς, δύο εμβατήρια και μια μαζούρκα. Το 1897 επανέρχεται με τη σύνθεση για δύο πιάνα Entre Cloches, που μαζί με τη Habanera αποτέλεσαν το δίπτυχο για δύο πιάνα Sites Auriculaires (από τα άγνωστα σχετικά έργα), τραγούδια, τη Σονάτα για πιάνο και βιολί. Το 1898 συνθέτει το Valse για πιάνο. Το ότι ο συνθέτης έχει εν τω μεταξύ γίνει δεκτός στην τάξη των Gabriel Fauré (σύνθεση) όπου παραμένει μέχρι το 1903, και André Gedalge (αντίστιξη, ενορχήστρωση) αναπτερώνει τις φιλοδοξίες του. 
 
Είναι γνωστή η επιμονή του να νικήσει στον διάσημο την εποχή εκείνη Διαγωνισμό της Ρώμης. Το 1901 ο δυναμικός, φιλόδοξος νέος συνθέτης κατακτά το δεύτερο βραβείο, μη ενθουσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Θέλει όμως κάτι καλύτερο. Ξαναπροσπαθεί μέχρι το 1905 άλλες δύο φορές. Τον κρίνουν ανίκανο, αδιάφορο, ατάλαντο. Την τρίτη πια, τόση φαίνεται να ήταν η αδικία σε βάρος του, που ο μέγας και τρανός θεωρητικός Th. Dubois φτάνει να παραιτηθεί από τη διεύθυνση του Ωδείου των Παρισίων, μην μπορώντας να υπερπηδήσει το σκάνδαλο! 
Από το 1905 μέχρι το 1908 ο Maurice Ravel συνθέτει με αφοσίωση. Μέσα στα δέκα επόμενα χρόνια κερδίζει φήμη εντός και εκτός Γαλλίας. Δεν αποφεύγει βέβαια και τις αρνητικές κρίσεις, που τον θέλουν ψεύτικο, εγκεφαλικό, κρύο μουσικό, τεχνικό αλλά όχι καλλιτέχνη, φτωχό μιμητή της τέχνης του Debussy. Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε το θαυμασμό για τον μεγάλο ιμπρεσιονιστή, αλλά παρέμεινε λιγότερο καινοτόμος και περισσότερο “κλασικός” σε σύγκριση με αυτόν.

Στην αυγή του αιώνα, ο εκλεκτικός Ravel συνέθεσε μερικά από τα γνωστότερα και αγαπητά πιανιστικά έργα καθώς και κομμάτια που παρέμειναν άγνωστα ή χάθηκαν. Στα πρώτα συγκαταλέγονται η Pavane(1899, ενορχ. 1910), τα Jeux d’Eau, οι Miroirs. Στα δεύτερα, μια σειρά από φούγκες που γράφτηκαν για το Διαγωνισμό της Ρώμης, ένα πρελούδιο και τετράφωνη φούγκα (1900), ένα Μενουέτο σε ντο δίεση ελάσσονα κ.α. Η Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα είναι η σύνθεση με την οποία – όσο κι αν κολακευόταν που παιζόταν τόσο πολύ στα σαλόνια του Παρισιού – συνειδητοποίησε την αδυναμία του στο να γράψει “προσωπικά”, ένεκα της δυνατής επιρροής που δεχόταν μέχρι τότε από τον Em. Chabrier. Παράλληλα με αυτό το κομμάτι, όμως, είχε συνθέσει το πρώτο από τα πιανιστικά αριστουργήματά του, που αφιέρωσε στον αγαπημένο του δάσκαλο Fauré, τα Jeux d’ eau, όπου απελευθερώνει επιτέλους τη φαντασία και τη γραφή δημιουργώντας μια “ρευστή ποίηση”, σύμφωνα με τα λόγια του πιανίστα Αlfred Cortot, μια “ατόφια δική του μουσική”. Το κοινό (στην άλλη πλευρά του λόφου…) αποκαλεί το αποτέλεσμα “κακοφωνία” και τον κρίνει αρνητικά.

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr