Αναλυτικά:
«Τον Μίμη Παπαϊωάννου τον γνώριζα από τα χωριά μας, καταγόμαστε από την ίδια περιοχή. Ο Μίμης τότε έπαιζε στη Βέροια και εγώ έπαιζα μπουζούκι στα πανηγύρια. Μετά από τις νίκες που κάνανε ερχόντουσαν στα πανηγύρια που έπαιζα εγώ και τραγουδούσε. Συναντηθήκαμε αργότερα στην Αθήνα. Ήταν πολύ καλός μου φίλος. Στέκομαι στον άνθρωπο Μίμη, τον οποίο αγαπούσα πολύ. Έμενε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Όσο έπαιζε ποδόσφαιρο και τελείωνε την προπόνησή του ερχόταν σπίτι μου. Είχαμε ισχυρό δέσιμο. Θα μου λείψει πάρα πολύ. Δεν μπορώ να το περιγράψω».
Για το πώς γράφτηκε ο ύμνος της ΑΕΚ:
«Το 1965 συνέβη αυτό. Εγώ τον σύστησα στον Στέλιο Καζαντζίδη και εκείνο τον καιρό που αντιμετώπιζε τα προβλήματα με την ΑΕΚ που δεν μπορούσε να πάει στη Ρεάλ Μαδρίτης, του είπε ο Καζαντζίδης, δεν έρχεσαι τώρα που θα πάμε στη Γερμανία, μιας και τραγουδάς λίγο. Έτσι ήρθε μαζί μας στη Γερμανία που γινόταν χαμός. Τότε υπήρχαν οι νέοι μετανάστες στη Γερμανίας. Έβγαινε στην σκηνή μια φορεσιά της Εθνικής και μια μπάλα και τραγουδούσε 2-3 τραγούδια.
Φυσικά με πολλή αγάπη και συγκίνηση ο κόσμος τον υποδεχόταν, όπως και τον Καζαντζίδη. Εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι, ήμασταν μαζί στο συγκρότημα. Στη συνέχεια ήμασταν μαζί στην Αθήνα. Και τότε γεννήθηκε η ιδέα. Μου είπε ο Καζαντζίδης δεν του γράφεις ένα τραγούδι για την ΑΕΚ. Έτσι κάθισα και έγραψα τη μελωδία και στη συνέχεια φωνάξαμε έναν στιχουργό, τον Χρήστο Κολοκοτρώνη και έγραψε τον στίχο. Έτσι γεννήθηκε το τραγούδι αυτό, το οποίο παίζεται και θα παίζεται στους αγώνες της ΑΕΚ.
Προλάβαμε πριν από έξι – οκτώ χρόνια και πάθει το πρόβλημα που είχε το μακροχρόνιο. Το τραγούδησε ξανά και κάναμε νέα ενορχήστρωση με τραγούδια σημερινά. Θα έχει ακόμα ζωή αυτό το τραγούδι με τη φωνή του αγαπημένου μου φίλου, του Μίμη».
Για το πώς επέστρεψε στο ποδόσφαιρο:
«Η τελευταία σεζόν που δούλεψε ο Καζαντζίδης ήταν το 1965 σε ένα κέντρο το “Φαληρικό” που είναι το νυν “Κύτταρο”. Εκεί τον χειμώνα ερχόταν και τραγουδούσε ο Μίμης. Έκανε εμφάνιση νωρίς και έφευγε για να κοιμηθεί για την προπόνηση.
Τραγούδησε και τρία – τέσσερα τραγούδια σε δίσκους, δικά μου. Δεν ήταν η δουλειά του αυτή. Η δουλειά ήταν το ποδόσφαιρο. Ήταν συνεπής στις προπονήσεις. Ερχόταν στο εξοχικό μου δύο-τρεις μέρες να καθίσει και το ωράριο ήταν αυτό των προπονήσεων. Έτρωγε νωρίς, κοιμόταν νωρίς. Ανήκε στο ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό είχε γεννηθεί. Είχε ταλέντο και ένστικτό για το που θα στείλει την μπάλα».
Για το τι θα θυμάται από τον Μίμη Παπαϊωάννου:
«Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Συναντιόμασταν συχνά. Σχεδόν κάθε δύο – τρεις μέρες. Τα χωριά μας ήταν κοντά. Ήταν πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος, πολύ κοινωνικός με πολύ χιούμορ. Ήταν μοναδικός φίλος. Ήταν από τους ανθρώπους που φεύγουν από αυτή τη ζωή και πάνε κατευθείαν στην αγκαλιά των αγγέλων.
Αρκετά βράδια μαζευόμασταν μαζί και τραγουδούσαμε. Το αγαπημένο του τραγούδι ήταν το ‘Νυχτερίδες και αράχνες”, ενώ στη Γερμανία τραγουδούσε το “Τελευταίο βράδυ μου”. Του το παραχώρησε ο Καζαντζίδης για να το πει ο Μίμης».