Σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη προχώρησε ο Γιαν Εμβιλά, ο οποίος μίλησε για τη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, την κατάθλιψη που αντιμετώπισε, αλλά και την καριέρα του πως όπως αναφέρει στον τίτλο της η γαλλική Liberation “τελείωσε στα 22 του χρόνια”.
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο αμυντικός μέσος του Ολυμπιακού:
Tο εάν θα έκανε ταξίδι για να κάνει σκι στη μέση της σεζόν: “Όχι δεν κάνω σκι (χαμόγελα). Έχω 4 παιδιά οπότε…”.
Το ποδοσφαιρικό και όχι μόνο background του: “Ναι υπήρξε εποχή που έκανα τα πράγματα διαφορετικά: τα πάρτι, τους φίλους και το να παίρνω ένα αεροπλάνο να πάω οπουδήποτε. Τώρα όχι. Κοίτα είχα 2 παιδιά όταν ήμουν 20 και εκείνη την περίοδο είχαν γίνει διεθνής. Μετά μεγαλώνεις και βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Σήμερα όταν μπορώ να κάνω κάτι το κάνω με τα παιδιά μου και την οικογένειά μου. Και βέβαια τη μητέρα μου”.
Τη μητέρα του: “Πάντα ήξερα πως ότι και εάν συμβεί θα είναι πάντα εκεί για μένα”.
Το 2010-2012 που είχαν ανοίξει όλες οι πόρτες για εκείνον: “Δέκα μήνες μετά το πρώτο μου ματς με τη Ρεν ήμουν στην 30άδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δέκα μήνες! Κανείς δεν κάνει τέτοιο άλμα. Ήταν όλα πολύ γρήγορα για μένα. Θα έπρεπε να είμαι πιο συγκεντρωμένος και επικεντρωμένος και να είχα προστατευθεί πιο καλά. Ήμουν 20 ετών και ένα ιδιωτικό jet, ένα jet μόνο για μένα για ανάγκες του χορηγού με πήρε από τη Γαλλία και με πήρε στη Βαρκελώνη για φωτογράφηση και έπρεπε να είναι σαν φυσιολογικό για μένα. Ένιωθα τότε πως απλά ζούσα τη ζωή κάθε παίκτη. Και δεν με πείραζε”.
Τη συνάντησή του με τη μητέρα του Μπαπέ: “Γνώρισα τη μητέρα του στη Ρεν, που ήταν εκεί για τον Εκοκό (ετεροθαλή αδερφό του Μπαπέ). Τρομερή κυρία και πολύ δυνατή προσωπικότητα. Δεν ξεχνάω ποτέ πώς περνούσα τη ζωή μου στη Γαλλία. Τα σάντουιτς του Κουστερόν και τόσα άλλα. Πώς περνάγαμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς και όταν πηγαίναμε στη μητέρα μου που είχαμε ένα νόμισμα 10 φράγκων για να πάρουμε Coca Cola Freeway στα Lidl. Ακόμα και σήμερα το ίδιο κάνουμε με τα παιδιά μου με τα σάντουιτς και την Coca Cola. Ακόμα αγοράζω τη μπαγκέτα μου από τα Lidl στην περιοχή μου στη Γαλλία γιατί αυτή προτιμώ. Όταν ήμουν 14 ή 15 ετών η Ρεν μου έδινε 292 ευρώ τον μήνα. Και μετά ο πατέρας μου τα έπαιρνε όλα. Και επειδή τα χρήματα τα έπαιρνε 6 του μήνα πήγαινα στο ATM στις 5 για να πάρω τα χρήματα και να μας τα τραβήξει”.
Τις δυσκολίες του στα παιδικά του χρόνια: “Μία Παρασκευή ήρθε η αστυνομία να με πάρει από το σχολείο για να με πάει σε έναν χώρο για κακοποιημένες γυναίκες, που είχαν πάει τη μητέρα μου. Θυμάμαι είχα βάλει τηλεόραση και άκουγα πως το να χτυπάς τα παιδιά σου είναι λάθος. Ο πατέρας μου ήταν σκληρός άνθρωπος. Ήμουν 6 και μου έλεγε ‘πρέπει να τρέξεις για μία ώρα’ και έπρεπε να το κάνω. Στα 14 μου στη Ρεν μπορούσα να ανταποκριθώ στα πιο σκληρά φυσικά τεστ. Μετά για μένα το ποδόσφαιρο δεν ήταν χόμπι. Είχα έναν στόχο. Πήρα το μυαλό και τον χαρακτήρα της μητέρας μου. Χωρίς αυτά δεν θα ήμουν εδώ. Και παρότι ο πατέρας μου ήταν πολύ σκληρός και δύσκολος και χωρίς αυτόν δεν θα ήμουν εδώ. Τον πατέρα μου τον αγαπώ και τον έχω συγχωρέσει”.
Τα προβλήματα στην καριέρα του: “Όταν γύρισα στο Καζάν το 2016 η διοίκηση μου έδωσε το πιο μεγάλο συμβόλαιο που είχα ποτέ (σύμφωνα με τις τότε πληροφορίες ήταν στα 6 εκατ. συν μπόνους). Τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία. Το λέω γιατί το ξέρω: εκείνη την εποχή είχα πέσει σε βαθιά κατάθλιψη. Είχα κρίσεις παναικούς. Ένιωθα μοναξιά και είχα πρόβλημα με την απόσταση. Φοβόμουν ότι θα έχανα τα πάντα. Ξυπνούσα και έτρεμα. Νόμιζα ότι θα πεθάνω. Το είχα ψάξει ακόμα και στο Internet πως μπορείς να πεθάνεις έτσι”.
Το πως προσπάθησε να ξεπεράσει την κατάθλιψη: “Ο γιατρός της ομάδας μου έκανε ενέσεις κάθε βράδυ. Υπάρχει και ο κίνδυνος του εθισμού με φάρμακα. Να εθιστείς με φάρμακα όπως το Λεξοτανίλ ή το Ζάναξ. Πριν από τους αγώνες ένιωθα πως ξερνάω. Μετά στο γήπεδο: χάλια. Ένιωθα πως όλα θα τελειώσουν. Τα παιδιά μου και η μητέρα μου είχαν τη δύναμη να με βοηθήσουν και ήταν στο πλευρό μου αλλά έπρεπε εγώ να βγω από αυτό. Πρόσφατα διάβαζα και βιβλίο για αυτό το θέμα. Ένα βιβλίο που είχε γράψει ο ερασιτέχνης παίκτης Ίμπρα Εντό. Ότι έχει γράψει τα έχω ζήσει. Στα 14 σου σου λένε να προσέχεις τα πάντα. Από την κοινωνική σου ζωή μέχρι τα social media σου. Όμως στην πραγματικότητα δεν μιλάνε σε σένα. Μιλάνε για εσένα και το πώς πρέπει να είναι ένας παίκτης. Υπάρχουν παίκτες που περνάνε χρόνια στα προπονητικά κέντρα και μετά τους ‘κόβουν’ και βρίσκονται στο να κουβαλάνε παλέτες. Αυτή η ευαισθησία εμένα με έπιασε το 2016.
Το τέλος της διεθνούς του καριέρας και εάν ένιωσε αδικία μετά από εκείνο το ταξίδι Χάβρης – Παρισιού με ξενύχτι πριν από ματς: “Όχι δεν ένιωσα (εννοεί αδικία). Γιατί ήμουν ο πιο μεγάλος σε ηλικία. Εάν έλεγα ‘ότι κανείς δεν θα πάει στο Παρίσι’ κανείς δεν θα πήγαινε”.
Το ότι αποκλείστηκε από την Εθνική επειδή πέντε πήγαν για clubbing στο Παρίσι: “Όχι ούτε αυτό το λέω. Πήγαμε στο Παρίσι από το Σάββατο έως την Κυριακή και μετά παίζαμε με τη Νορβηγία την Τρίτη. Ήταν συνθετικός ο χλοοτάπητας και μας πίεσαν πολύ αλλά δεν θεωρώ ότι χάσαμε επειδή 5 παίκτες έκαναν ένα λάθος. Εάν είχαμε άλλη εξέλιξη κανείς δεν θα μιλούσε για αυτό. Θα έβγαινε η ιστορία αυτή έτσι και αλλιώς. Μπορεί να λέγαμε άλλη ιστορία εάν είχαμε πάει καλά. Μπορείς από τέτοιες εμπειρίες όμως θα ‘χτίσεις’ μία ομάδα, μία παρέα. Όταν ήμουν στη Ρούμπιν Καζάν μία φορά τον μήνα πηγαίναμε σε εστιατόριο και αγκαλιαζόμασταν, κάναμε παρέα και τραγουδάγαμε καραόκε, που αρέσει πολύ στους Ρώσους. Εάν θέλουμε να πάμε πίσω αυτό το ταξίδι του 2012 σίγουρα κριθήκαμε από το εκ των υστέρων αποτέλεσμα. Έτσι όμως είναι το ποδόσφαιρο και το παιχνίδι. Πριν από αυτό μιλούσα με τη Μάντσεστερ Σίτι που μου ετοίμαζε ήδη νούμερο φανέλας. Μετά…”.
Το ποδόσφαιρο: “Κοιτάξτε. Αγαπώ το ποδόσφαιρο. Στην Αθήνα πηγαίνω να δω ματς των μικρών του Ολυμπιακού διότι πολύ απλά μου αρέσει, όπως και το να βλέπω ματς στην TV. Βλέπω παίκτες που παίζουν στη θέση μου και το τι κάνουν όπως ο Ρόδρι. Μετά απ’ όσα έγιναν συνέχισα το ποδόσφαιρο. Παρόλα αυτά ζω με την ιδέα ότι η καριέρα μου, η καριέρα που με περίμενε σταμάτησε στα 22 μου. Σαν να… κόλλησα. Σαν μου έβαλαν μία ταμπέλα που δεν μπορούσα να βγάλω. Λίγοι προσπάθησαν πραγματικά να με γνωρίσουν. Είναι κάπως σκληρό”.
Τα συμβόλαιά του: “Έφυγα από τη Ρεν για τη Ρουμπίν Καζάν γιατί οι Ρώσοι έδιναν 12 εκατ. ευρώ στην ομάδα μου και η ΚΠΡ έδινε 10. Εγώ θα κέρδιζα περισσότερα στο Λονδίνο και η Premier League με έλκυε πολύ. Όμως η Ρεν με έκανε τον παίκτη και τον άνδρα που είμαι σήμερα. Ο 2ος γιος μου γεννήθηκε εκεί και είναι η ομάδα που στηρίζει. Σκεφτείτε πως ο προπονητής που με πήγε στο Καζάν, ο Κούρμπαν Μπερντίγιεφ, έβγαλε 2 εκατ. ευρώ από την τσέπη του (εννοεί για εκείνον). Εγώ ήθελα απλά να παίξω ποδόσφαιρο”.
Το τι πήγε μετά άσχημα: “Ο διάδοχος του Μπερντίγιεφ με έβγαλε εκτός ομάδας και η Ρούμπιν με έδωσε δανεικό στην Ίντερ, όπου εκεί επίσης δεν έπαιξα. Προτιμήθηκε ο Μεδέλ παρότι είχε μόλις γυρίσει από την Εθνική του ομάδα. Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι είχε διαδεχθεί μετά τον Ματσάρι, που με ήθελε στη Σίτι. Μετά βρέθηκα να κάνω προπόνηση με παιδιά 16 ετών και όχι με τους βασικούς. Ένιωσα έλλειψη σεβασμού. Έσπασα και είπα ‘θέλω να σπάσω το συμβόλαιό μου. Δεν μου χρωστάτε τίποτα’. Και αφού ανήκα στη Ρούμπιν που δεν με ήθελε πίσω δεν είχα πια μισθό. Δεν ήμουν τίποτα. Δεν ήμουν πια ένας παίκτης. Γύρισα στο Παρίσι και είχα πάρει οκτώ κιλά”.
Το εάν θα το ξαναέκανε: “Όχι. Θα έκλεινα το στόμα μου αλλά ήμουν νευριασμένος”.
Το πως έφυγε από τη δύσκολη κατάσταση τότε: “Μέσω των δικηγόρων μου. Μετά από λίγους μήνες μου βρήκαν τη Σάντερλαντ. Πήγα εκεί υπέρβαρος. Μου είχαν πει ότι δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από τη Premier. Είπα από μέσα μου ‘ναι, ναι'”.
Το εάν η Premier ήταν έτσι γενικά, όπως του είχαν πει: “Ήταν μαγικά. Στην Αγγλία το ποδόσφαιρο είναι τρόπος ζωής. Η χαρά της ζωής. Υπήρξε η μέρα με το 3-0 με τη Νιουκάστλ που σήμαινε πολλά για τον κόσμο μας. Στο τρίτο γκολ ο κόσμος μπήκε στο γήπεδο – μετά – και μας αγκάλιασε. Το παιχνίδι δεν είχε όμως τελειώσει. Οπότε γύρισαν πίσω στις εξέδρες για να συνεχιστεί το ματς. Μόνο εκεί υπάρχουν αυτά. Μου έγραψαν και τραγούδι! Η ομάδα ήθελε να με κρατήσει. Όμως όλα είχαν να κάνουν με τη Ρούμπιν όπου άνηκα ακόμα. Λίγες ημέρες μετά έμαθα πως έπαιρναν τον Εντόνγκ από τη Λοριάν με 17 εκατ. ευρώ. Έπαιζε στη θέση μου. Δεν θα πω ψέματα. Μου κακοφάνηκε πολύ. Το πήρα πολύ άσχημα. Είχα πάει στο Λονδίνο για να υπογράψω μαζί τους την τελευταία ημέρα και τους εμπιστευόμουν. Ακόμα και σήμερα πολύς κόσμος που με ακολουθεί στ Instagram είναι φανς της Σάντερλαντ. Είχα βρει τη θέση μου εκεί”.