Ο Παύλος Γερουλάνος ήταν καλεσμένος του Γιάννη Καραλή στην «Ώρα των Πρωταθλητών». Ο Υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού μίλησε για το όραμα που έχει για την εξέλιξη του αθλητισμού στη χώρα μας, για τη μάστιγα της βίας αλλά και του ντόπινγκ και αναφέρθηκε επίσης στον… περιβόητο νέο αθλητικό νόμο που θα επιτρέπει σε μη Ευρωπαίους πολίτες να αποκτήσουν μετοχές σε ανώνυμες εταιρείες της Ελλάδας.
Αναλυτικά τα όσα είπε:
Για τη μάστιγα της βίας και του ντόπινγκ: «Πρέπει να έχεις ένα πλαίσιο για να αντιμετωπίσεις τα πράγματα αλλά και να έχεις μια Πολιτεία που εφαρμόζει τους κανόνες. Πολλές φορές τα πράγματα αυτά δεν έγιναν όπως έπρεπε. Το νομοσχέδιο είναι ένα βήμα. Η εφαρμογή του είναι το πιο σημαντικό».
Για τον αθλητισμό στη χώρα μας γενικότερα: «Ο αθλητισμός πρέπει να αρχίσει να εμπνέει κόσμο πάλι. Έχουμε περισσότερους πρωταθλητές σε αναλογία με τους αθλούμενους. Υπήρχαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και έπρεπε να βγάλουμε μια καλή εικόνα προς τα έξω. Τώρα όμως πρέπει να ασχοληθούμε λίγο με τα δικά μας. Στην Ελλάδα έχουν γίνει υποδομές. Όμως όχι σε όλες τις περιοχές. Παρατηρήσαμε το φαινόμενο άλλες περιοχές να παρουσιάζουν ανάπτυξη και κάποιες άλλες καθόλου».
Για τα έργα πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες έγιναν μια σειρά από επενδύσεις. Ηταν φυσιολογικό να φτιαχτούν Στάδια εν όψει των αγώνων. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Τα Λιόσια. Το κόστος για τη συντήρηση του γηπέδου είναι 2 εκατομμύρια. Η οικονομία που κάναμε ανοίγοντας το Στάδιο ήταν λανθασμένη. Αντί να το δώσουμε στην Ομοσπονδία, το κλειδώσαμε, ήταν λάθος αυτό».
Για την αξία του αθλητισμού στην Ελλάδα: «Δουλειά του Συμβουλίου είναι να δει τις ανάγκες για Στάδια για γυμναστήρια σε όλες τις περιοχές. Πρέπει να αποφασίσουμε όμως τι είδους αθλητισμό θέλουμε σαν χώρα. Πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες είχαμε πει πως θέλουμε μετάλλια. Και δεν τα πήγαμε και άσχημα. Τώρα όμως επαναλαμβάνω πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία. Να περάσουμε στις αξίες που πρέπει να εκπέμπονται από τον αθλητισμό σαν Ελλάδα. Μια χώρα που έχει προβλήματα σε βία, ντόπινγκ κτλ δεν εκπέμπει τέτοια μηνύματα. Πρέπει να έχουμε στόχο την επόμενη δεκαετία να δυναμώσουμε τις βάσεις πάνω στις οποίες στεκόμαστε, να πολεμήσουμε αυτά τα φαινόμενα».
Για τη βία: «Με την υπάρχουσα κατάσταση μας είναι αδύνατο να φανταστούμε τα ελληνικά γήπεδα γεμάτα με οικογένειες. Είναι δύσκολο να πείσεις όλους τους φορείς να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει να κάνουμε εμείς σαν Πολιτεία τους υπόλοιπους πως πρέπει να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν οι οπαδοί ομάδων σχηματίζουν στρατούς, ακόμα και έξω από τα γήπεδα, δεν μπορείς να περιμένεις πως θα πας με το κασκόλ της αντίπαλης ομάδας στην έδρα μιας άλλης. Οι κυρώσεις είναι θέμα της Πολιτείας. Το πρόβλημα σήμερα είναι πως συνδέεται η ομάδα, αλλά μόνο τα φυσικά πρόσωπα με τις ποινές. Έχουμε ένα θέμα εφαρμογής στην Ελλάδα. Πάντα υπήρχαν ‘παραθυράκια’ που δεν επέτρεπαν στη δικαιοσύνη αλλά και την αστυνομία να κάνουν τη δουλειά τους. Υπάρχουν στο νέο νομοσχέδιο σκληρά μέτρα. Το κόστος για τα ηλεκτρονικά εισιτήρια θα τα καλύψουμε εμείς. Το συγκεκριμένο θέμα δεν αφορά μόνο τη βία αλλά και τη φοροδιαφυγή. Πρώτη προτεραιότητα της Πολιτείας είναι να ξέρει ποιοι άνθρωποι φυλάσσουν τα γήπεδα. Από και πέρα και η Πολιτεία και η Ομοσπονδία και οι Φορείς πρέπει να συνεργαστούμε. Πρέπει να φανταστούμε πως θα είναι τα γήπεδα γεμάτα με οικογένειες για να πετύχουμε τον σκοπό μας. Πρέπει να πειστεί η οικογένεια πως το παιδί στο γήπεδο θα αισθάνεται ασφάλεια».
Για τις αυστηρές ποινές: «Έχουμε κάνει μια αρχή. Ο πρώτος που θα τιμωρηθεί αισθάνεται αδικημένος. Σου λέει γιατί εγώ;. Π.χ έχω ακούσει ανθρώπους από τον Βόλο να μου λένε ‘μας υποτίμησες’. Δεν ήμασταν εμείς το πρόβλημα αλλά οι άνθρωποι που υπήρχαν σε αυτές τις ομάδες. Πρέπει οι σύλλογοι να αντεπεξέρχονται σε αυτά που απαιτούν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Πρέπει να υπάρχει κοινωνική απαίτηση, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τους συλλόγους να αντεπεξέρχονται σε αυτά που απαιτούνται. Η πραγματικότητα είναι πως δεν θα υπήρχε περίπτωση να σταματήσουμε κάπου ακόμα και αν πρόκειται για μεγάλη ομάδα. Απλά η μεγάλη διαφθορά γίνεται σε μικρούς αγώνες, όπου μπορούν να στοιχηματίσουν πολλά λεφτά με μικρό κόστος. Από τις 13 ομάδες που έχουν υποβιβαστεί, οι περισσότερες ομάδες έχουν τιμωρηθεί από την αθλητική δικαιοσύνη. Είναι ιδιαίτερα λυπηρό να πιστεύει η κοινωνία μας πως όλα αυτά τα πράγματα γίνονται κάτω από το τραπέζι. Εμείς αυτό που είπαμε είναι πως θα εμπιστευτούμε τους θεσμούς. Αυτό είναι το ουσιαστικό. Να λειτουργήσουν οι θεσμοί. Όταν είδαμε πως υπάρχει μια ανακολουθία στην ΕΠΟ, διακόψαμε την χρηματοδότηση μέχρι να δούμε πως τα πράγματα βαίνουν καλώς. Αν το δούμε αυτό τότε θα έχουμε κάνει ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η σχέση μου με την ΕΠΟ είναι καθαρά θεσμική και έτσι θέλω να την κρατήσω. Έχουμε πάρα πολύ δουλειά μπροστά μας».
Για τη χρηματοδότηση στο ποδόσφαιρο από την Πολιτεία: «Η παρέμβαση του ΟΠΑΠ στο πρωτάθλημα ήταν να υποστηρίζει μια ομάδα έναντι κάποιας άλλης. Και αυτό είπαμε πως πρέπει να σταματήσει. Ο ΟΠΑΠ δεν έχει λόγο να στηρίζει ομάδες που μπλέκονται σε μη νόμιμες διαδικασίες. Μέχρι τώρα με τα λεφτά είτε της NOVA είτε της Πολιτείας, γίνονταν δυνατοί ορισμένοι άνθρωποι και νόμιζε ο κόσμος πως αυτοί βάζουν τον οβολό τους και χρηματοδοτούν τις ομάδες. Δεν μπορεί ο Έλληνας φορολογούμενος να βλέπει αυτό το θέαμα στα γήπεδα».
Για τις συγχωνεύσεις: «Θεωρήσαμε πως πρέπει να προστατέψουμε την ιστορία και την παράδοση της κάθε ομάδας στην πόλη της από την ισοπέδωση».
Για το… μεγάλο εύρος του επαγγελματικού αθλητισμού: «Είναι ένα θέμα που θα συζητήσουμε στη Βουλή. Και εγώ είμαι ανοιχτός σε νέες προτάσεις».
Για το… περιβόητο νέο νομοσχέδιο: «Υπήρχε ένα αναχρονιστικό μοντέλο. Αν είχε την ομάδα Έλληνας σημαίνει πως είναι καλός επενδυτής αν ήταν ξένος όχι. Το λέω με ακρίβεια. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελέγξουμε αυτόν τον οποίο επενδύει. Ο μέτοχος που μπαίνει πια σε μια ομάδα, πάνω από 2% πρέπει να δείξει το οικονομικό εύρος, να μην είναι π.χ ‘μαύρα’ τα χρήματα που βάζει στον κάθε σύλλογο. Θα κάνουμε και λάθη, όμως είναι ένα βήμα προς την εξέλιξη. Έχει μπει το νέο νομοσχέδιο στη Βουλή. Εξαρτάται πότε θα τελειώσει και από τη γραφειοκρατία, όμως είναι μέσα στις πρώτες προτεραιότητες».