Ο Νέστορ Κομπέν, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους επιθετικούς της Γαλλίας αν και γεννημένος στην Αργεντινή, ψηλός, δυνατός και ταχύτατος, ο οποίος έμεινε γνωστός με το προσωνύμιο η «Αστραπή».
Ο Γάλλος επιθετικός Νέστορ Κομπέν (Néstor Combin), γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1940, στο Λας Ρόσας της επαρχίας Σάντα Φε, στην κεντρική Αργεντινή. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στη Γαλλία, αγωνιζόμενος ως επιθετικός, κυρίως με την Ολιμπίκ Λιόν και της γαλλική εθνική ομάδα.
Είχε τα παρατσούκλια «La Foudre» (Η Αστραπή) στη Γαλλία, για την ταχύτητά του, και το «Il Selvaggio» (Ο Άγριος) στην Ιταλία, για το αγωνιστικό του πνεύμα. Σε ένα παιχνίδι μεταξύ της Μίλαν και της αργεντίνικης Εστουδιάντες για το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1969, αντιμετωπίστηκε με επιθετικότητα από τους αντιπάλους του, έχοντας σπάσει τη μύτη του, στη περίφημη “Σφαγή του Μπομπονέρα”. Όταν έφευγε αιμόφυρτος από το γήπεδο, συνελήφθη με την κατηγορία της λιποταξίας και μετά από διεθνή πίεση και διογκούμενη αγανάκτηση, αφέθηκε ελεύθερος!
Γεννημένος στην Αργεντινή από Γάλλους γονείς, έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στην Κολόν ντε Σαν Λορέντζο. Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1959, με την Λιόν, ως μεσοεπιθετικός, σκοράροντας 68 γκολ σε 131 παιχνίδια. Την τελευταία του χρονιά, το 1964, η Λιόν κατέκτησε το Κύπελλο Γαλλίας, νικώντας την Μπορντό με 2 δικά του γκολ στον τελικό. Ήδη στις αρχές του 1964 είχε αγωνιστεί για πρώτη φορά στην εθνική ομάδα. Την ίδια περίοδο έφτασε μέχρι τον ημιτελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων αλλά αποκλείστηκαν από το Αμβούργο.
Τα επόμενα έξι χρόνια αγωνίστηκε στο ιταλικό πρωτάθλημα ξεκινώντας την περίοδο 1964/65 με την Γιουβέντους, κερδίζοντας για πρώτη φορά το Κύπελλο Ιταλίας. Συμμετείχε σε 38 αγώνες της «Κυρίας» σημειώνοντας 10 γκολ. Μετά από ένα χρόνο στη Βαρέζε, επέστρεψε στο Τορίνο για λογαριασμό της ομώνυμης ομάδας με την οποία αγωνίστηκε έως το 1968, κατακτώντας το Κύπελλο Ιταλίας της τελευταίας περιόδου του εκεί. Στη συνέχεια μεταγράφηκε στη Μίλαν. Το 1969 κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με τους «ροσονέρι», παρόλο που ο ίδιος δεν αγωνίστηκε στον τελικό. Ήταν από τους πρωταγωνιστές, αργότερα το ίδιο έτος στην κατάκτηση του Διηπειρωτικού Κυπέλλου, εναντίον της αργεντίνικης Εστουδιάντες Λα Πλάτα (3-0 και 1-2).
Σκόραρε το δεύτερο γκολ στον πρώτο αγώνα, αλλά στον επαναληπτικό, στην περίφημη «Σφαγή του Μπομπονέρα» ήταν το θύμα ενός πρωτοφανούς σκανδάλου και ο αποδέκτης απίστευτης βίας. Κατηγορήθηκε ως «προδότης», λόγω της γέννησής του εκεί και κατά την διάρκεια του αγώνα, σε μια διεκδίκηση της μπάλας, χτυπήθηκε σκοπούμενα από τον τερματοφύλακα Αλμπέρτο Πολέτι (Alberto Poletti) και τον Ραμόν Σουάρεζ (Ramon Aguirre Suárez) τόσο βίαια, με το κεφάλι και τον αγκώνα, ώστε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αιμόφυρτος τον αγώνα. Η αργεντίνικη αστυνομία αντί να τον βοηθήσει, τον συνέλαβε με την κατηγορία της λιποταξίας, επειδή δήθεν δεν ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία για την Αργεντινή, κάτι εντελώς παράλογο, δεδομένου ότι ο Κομπέν ήταν Γάλλος πολίτης εκ γενετής. Μετά από διεθνή πίεση και αγανάκτηση, αφέθηκε ελεύθερος την επόμενη μέρα, και οι δύο δράστες τιμωρήθηκαν με μεγάλες ποινές. Ήταν ο πρώτος Γάλλος που κατέκτησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Το 1970 επέστρεψε στη Γαλλία για λογαριασμό της Μετς, έως το 1973, παίζοντας 59 παιχνίδια στην Λιγκ 1. Συνέχισε να σκοράρει και να τερματίζει στις πρώτες θέσεις του πίνακα των σκόρερ. Τελευταία επαγγελματική του στάση του ήταν ο Ερυθρός Αστέρας του Παρισιού, στην Β’ γαλλική κατηγορία, τον οποίο ανέβασε αμέσως στην πρώτη σκοράροντας 24 γκολ. Κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου 1974/75, παρά τα 15 γκολ σε 31 παιχνίδια δεν μπόρεσε να εμποδίζει τον εκ νέου υποβιβασμό του Ερυθρού Αστέρα και στο τέλος της αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Είχε τα παρατσούκλια «La Foudre» (Η Αστραπή) στη Γαλλία, για την ταχύτητά του, και το «Il Selvaggio» (Ο Άγριος) στην Ιταλία, για το αγωνιστικό του πνεύμα. Σκόραρε συνολικά 117 γκολ στην γαλλική Λιγκ 1, τα 68 με την Λιόν.
Συμμετείχε σε 8 παιχνίδια της εθνικής Γαλλίας από τον Απρίλιο του 1964 έως το 1968, πετυχαίνοντας 4 γκολ. Οι λίγες συμμετοχές του με τους «τρικολόρ» οφείλονται σε δύο παράγοντες. Ο ένας είναι η παρουσία των Φιλίπ Γκοντέ (Philippe Gondet) και Ερβέ Ρεβελί (Hervé Revelli) την ίδια περίοδο στην γαλλική εθνική ομάδα και ο άλλος ότι πάνω από μία φορά αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους ιταλικούς συλλόγους και να αγωνιστεί για την εθνική. Συμμετείχε με την γαλλική ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1966, αγωνιζόμενος στον αγώνα κόντρα στο Μέξικο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και για πολλά χρόνια είχε ένα κατάστημα ρούχων στην Τουλόν. Αργότερα μετακόμισε στην περιοχή του Μονπελιέ, όπου παρείχε εθελοντική εργασία στο τοπικό σύλλογο σε διάφορες θέσεις, μεταξύ άλλων και ως σκάουτερ.