Η Κάθριν Μπίγκελοου (η μοναδική γυναίκα που έχει κερδίσει Οσκαρ Σκηνοθεσίας με το «Hurt Locker») επιστρέφει στο Καλοκαίρι της Οργής, εμπνευσμένη από τα πρόσφατα γεγονότα ρατσισμού και μίσους στην καρδιά της Aμερικής του Τραμπ.
Μπορεί να έχουν μεσολαβήσει 50 χρόνια, όμως όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ στο Ντιτρόιτ, αλλά και στη δίκη που ακολούθησε, μοιάζουν δυστυχώς επίκαιρα, απαράλλακτα, ακλόνητα ριζωμένα στην κοινωνικοπολιτική παθολογία μίας χώρας που δεν έχει ποτέ γιατρέψει τις ρατσιστικές πληγές της.
Διαβάστε 5 πράγματα για την αληθινή ιστορία πίσω από το συγκλονιστικό «Detroit»:
To Kαλοκαίρι της Οργής, Ντιτρόιτ, 1967. Μέσα σε 5 μόνο μέρες, το «Καλοκαίρι της Αγάπης» ξεβράζει όλη το μίσος που σιγοέβραζε κάτω από την τακτοποιημένη αμερικανική επιφάνεια: 43 νεκροί, 1.200 τραυματίες, 7.000 συλλήψεις, 2.000 κατεστραμμένα από τις φωτιές και τους βανδαλισμούς κτίρια. Φορτισμένοι από δεκαετίες φυλετικών διακρίσεων, εξευτελισμού και καταπίεσης οι αφροαμερικανοί κατεβαίνουν οργισμένοι στους δρόμους σε μία εξέγερση που γράφει αιματηρή ιστορία. Στην 12η Οδό, ένας ελεύθερος σκοπευτής πυροβολεί και η αστυνομία μαζί με την Εθνοφυλακή του Στρατού του Μίσιγκαν εισβάλουν στο «Algiers Motel», κρατούν ομήρους δώδεκα επισκέπτες, τους «ανακρίνουν», τους βασανίζουν να ομολογήσουν, κι εκτελούν εν ψυχρώ 3 από αυτούς.
Βlack Lives Matter Η Μπίγκελοου θέλησε να κάνει αυτή την ταινία και να επιστρέψει σε αυτό το καλοκαίρι γιατί πιστεύει ότι η Αμερική έχει δυστυχώς γυρίσει πολλά χρόνια πίσω ξεθάβοντας έναν βαθύ ρατσισμό. Μετά το οσκαρικό «Hurt Locker» και το «Zero Dark Thirty», η οσκαρική σκηνοθέτης επιστρέφει για να ολοκληρώσει την άτυπη τριλογία της που τη θέλει να ξεφλουδίζει στρώματα υποκρισίας και να κοιτά κατάματα τα εγκλήματα που συμβαίνουν με τις ευλογίες των αμερικανικών θεσμών και κάτω από το παραπλανημένο βλέμμα των πολιτών που πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις τους εκδημοκρατίζουν τον πλανήτη: μάταιοι πόλεμοι στην άλλη άκρη της γης, ισοπέδωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη πρόφαση της τρομοκρατίας, εξόντωση λαών. Και στα χαρακώματα της ενδοχώρας, από το Φέργκιουσον μέχρι Σάρλοτσβιλ, να ξεπροβάλει συνεχώς η επιβολή της Λευκής Κυριαρχίας, με τις αφροαμερικανικές ζωές να αντιμετωπίζονται ακόμα με εξόφθαλμη ανισότητα από τη συλλογική συνείδηση, τους νόμους, τη δικαιοσύνη, και, σε μια θλιβερή καθημερινή επικαιρότητα, από την αστυνομία.
Γυρίσματα! Tα γυρίσματα έγιναν σε κατασκευασμένο σετ (στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης) – μόνο το εξωτερικό και η νέον ταμπέλα του ξενοδοχείου «Algiers Motel» γυρίστηκαν αυτούσια, όλα τα υπόλοιπα κατασκευάστηκαν. Η Μπίγκελοου γυρίζει τις ταινίες της με χρονολογική σειρά (ώστε οι ηθοποιοί να χτίζουν σταδιακά την ψυχολογική κατάσταση των χαρακτήρων τους), φωτίζει όλο το σετ (ώστε να μην ανησυχούν για σημάδια στο χώρο που πρέπει να στέκονται) και έχει 4 κάμερες που τραβούν τη σκηνή ταυτόχρονα (ώστε να τους επιτρέπεται να κινούνται ελεύθερα στο χώρο). «Ηθελα να επιτρέψω μία ντοκιμαντερίστικη σχεδόν ατμόσφαιρα για τις ερμηνείες τους, ώστε τα συναισθήματα να είναι όσο γίνεται ελεύθερα και ωμά. Οχι στημένα…»
Tι είναι οι πίνακες των τίτλων αρχής; Η Μπίγκελοου ξεκινά με τους «Great Migration» πίνακες του 1941 του Τζέικομπ Λόρενς, που εξηγούν την αφροαμερικανική μετανάστευση από τα καπνοχώραφα στα μητροπολιτικά εργοστάσια και τα γκέτο και συνεχίζει με αρχειακό υλικό από τα 60ς, όπου οι μαύροι αντιμετωπίζονται από πολιτικούς, αστυνομικούς, μίντια και γείτονες με δύο τρόπους: ή είναι εγκληματίες, ή εκεί για να τους ψυχαγωγήσουν (μη ξεχνάμε ότι το Ντιτρόιτ ήταν κι ο παράδεισος της Motown).
Eρμηνείες! Ανατριχιαστική αυτή του Γουίλ Πόλτερ στο ρόλο του ρατσιστή αστυνομικού με το παιδικό πρόσωπο. Το κάστινγκ του δίνει πραγματικά «πρόσωπο» σε μια ολόκληρη χώρα που το καλοκαίρι του 2016 έβγαλε το κεφάλι της από την άμμο και είδε στο Σάρλοτσβιλ της Τζόρτζια clean cut νεοναζί να παίρνουν τους δρόμους κρατώντας δάδες και φωνάζοντας ρατσιστικά μηνύματα. Εκρηκτική, του πρωτοεμφανιζόμενου Αλτζι Σμιθ (που ακουγόταν για Οσκαρ Β’ ρόλου), αφοπλιστική αυτή του Tζον Μπογιέγκα, σ’ ένα ώριμο πορτρέτο απόγνωσης, θλίψης – επώδυνης, κατάφωρης, αέναης αδικίας. Ας μείνουμε στο πολλών κιλοβάτ βλέμμα του και τον εμετό του έξω από τα δικαστήρια: black lives matter.