Ο Δημήτρης Παπανικολάου γράφει στο προσωπικό του blog για το πως μπήκε η ταφόπλακα στην ελληνική διαιτησία και απαντά στο ερώτημα «γιατί κάποιος θέλει να γίνει διαιτητής» μέσω καταγεγραμμένων δηλώσεων από τους ίδιους τους... παθόντες.

Όταν στις 27 Σεπτεμβρίου έγραψα το άρθρο με τίτλο «Όταν δεν ξέρουν που μένει ο κάθε Γκεστράνιους (δείτε εδώ) με αφορμή την κλήση του Φινλανδού διαιτητή για το ντέρμπι ΠΑΟΚ-ΑΕΚ στην Τούμπα, είχα στην άκρη του μυαλού μου τα δεκάδες κρούσματα με τις επιθέσεις σε βάρος διαιτητών που γίνονται στην… Κολομβία της Ευρώπης, χωρίς ποτέ να έχει εξυχνιαστεί μία έστω υπόθεση.

Τελευταίο θύμα, αλλά σίγουρα όχι έσχατο, ο Θανάσης Τζήλος από την Λάρισα και η παρωδία που εξελίχθηκε σε όλο της το μεγαλείο με τις ανακοινώσεις καταδίκης ενός περιστατικού, που ΟΛΟΣ ο κόσμος του ποδοσφαίρου ήταν σχεδόν ΒΕΒΑΙΟΣ ότι θα συμβεί.

Ίσως όχι στον Τζήλο, αλλά σίγουρα σε κάποιον διαιτητή ή βοηθό από εκείνους που σφυρίζουν αγώνες και ίσως καθορίζουν τα αποτελέσματά τους είτε ηθελημένα, είτε κάνοντας τα συνήθη ανθρώπινα λάθη.

Η διαιτησία στην Ελλάδα έχει τελειώσει εδώ και δεκαετίες. Η ταφόπλακα μπήκε πάνω της τον Μάρτιο του 1989 όταν ο τότε διαιτητής Κώστας Ακρίδας κατήγγειλε απόπειρα δωροδοκίας σε βάρος του για ευνοήσει τον Λεβαδειακό σε ένα ματς με την Λάρισα.

Η επιχείρηση από την τότε ΚΕΔ (τον ΣΕΔΕΠ) με την αστυνομία στήθηκε με επιτυχία, η σύλληψη έγινε επ΄αυτοφώρο και με τα χρήματα στα χέρια, αλλά ο Κώστας Ακρίδας βγήκε από τους πίνακες, δεν ξανασφύριξε στην Α΄ Εθνική και όταν έγινε η δίκη, βγήκε σχεδόν και… κατηγορούμενος!

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Newsbeast.gr ο Κώστας Ακρίδας απάντησε στο ερώτημα «γιατί κάποιος να θέλει να γίνει διαιτητής»;

«Είναι το μικρόβιο. Σαν τον εξαρτημένο από ουσίες άνθρωπο. Είναι να μην μπεις σε αυτόν τον χώρο. Όποιος μπαίνει, ειδικά εάν έχει παίξει ποδόσφαιρο κάποιος, είναι εξαρτώμενος. Νομίζει ότι έχει όλη την εξουσία στα χέρια του και ας μην έχει τίποτα στην ουσία», είπε.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Οι βίαιες επιθέσεις σε ανθρώπους της διαιτησίας ξεπερνούν τις 30.

Αλλά από τον Κώστα Ακρίδα του 1989 θα σας μεταφέρω στον διεθνή σήμερα Τάσο Σιδηρόπουλο, ο οποίος έδωσε κι αυτός πριν από 8 μήνες μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην ιστοσελίδα oneman.gr. Είπε λοιπόν, μεταξύ άλλων:

«Οι περισσότεροι διαιτητές ήταν πράγματι κακοί ή μέτριοι ποδοσφαιριστές. Κακός δεν ήμουν, αλλά σίγουρα ήμουν ένας μέτριος ποδοσφαιριστής, ο οποίος τραυματίστηκε».

Για το γεγονός ότι έχει πέσει θύμα απειλών και ξυλοδαρμού είπε:

«Τα έχω αφήσει πίσω μου και δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να τα θυμηθώ, προτιμώ να κρατάω τις όμορφες στιγμές κι όχι τις άσχημες. Σίγουρα με προβλημάτισαν, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ να τα σταματήσω, αγαπάω πολύ τη διαιτησία για να τους κάνω το χατίρι. Με δυνάμωσε πολύ σαν χαρακτήρα κι η αστυνομία, ένα επάγγελμα δύσκολο, με πίεση και αρνητισμό προς το πρόσωπό μας, ακόμα και στη διαχείριση ενός αγώνα με βοήθησε».

Ένας πιο παλιός από τον Σιδηρόπουλο και πιο νέος από τον Ακρίδα, ο Δημήτρης Ποντίκης, έδωσε τον Οκτώβριο του 2008 μια μεγάλη συνέντευξη στην «Καθημερινή», μιλώντας μεταξύ άλλων και για την εποχή της «παράγκας».

Η ερώτηση: «Αρα, κι εσείς που μπήκατε εκείνη την περίοδο στους πίνακες ήσασταν υπό την έγκρισή τους»;

Η απάντηση: «Αυτό είναι ξεκάθαρο. Ή είσαι μαζί τους ή δεν είσαι. Απλά πράγματα… Και τώρα το ίδιο γίνεται. Ή είσαι με τον Γκαγκάτση και παίζεις ή δεν είσαι με τον Γκαγκάτση και δεν παίζεις. Εχεις δει πολλούς διαιτητές να είναι στους πίνακες από ενώσεις που δεν ψηφίζουν Γκαγκάτση; Πάντα έτσι γίνεται. Ακόμη και μέσα στους συνδέσμους διαιτητών… Δεν προτείνεται διαιτητής για να μπει στους πίνακες αν δεν ψηφίσει τη διοίκηση. Ή είσαι μαζί με τη διοίκηση και τη στηρίζεις ή δεν είσαι και είσαι χαμένος».

Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί θέλει κάποιος να γίνει διαιτητής στην Ελλάδα;» μπορεί να ποικίλει από πρόσωπο σε πρόσωπο.

Αρκετοί πρώην διαιτητές που αρθρογράφησαν κατά καιρούς σε ιστοσελίδες του χώρου, έδωσαν τη δική τους ερμηνία:

«Το να βρεθείς στις τάξεις της Διαιτησίας μπορεί να προέλθει από πολλές αιτίες. Να είσαι παλιός ποδοσφαιριστής ή αθλητής γενικά, να σε πήγε κάποιος φίλος σου, να το έκανες για συμπληρωματικό εισόδημα ή κάποια άλλη αιτία. Σε κάθε περίπτωση, με την ένταξη στη διαιτησία εισάγεσαι σε μια ομάδα, σε ένα σύνολο. Σου δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχεις στο άθλημα, να αγωνίζεσαι, να κάνεις ταξίδια και να γνωρίσεις μέρη, να συναναστραφείς πολύ κόσμο, να προσπαθείς, να νιώθεις ικανοποίηση όταν πας καλά και να προβληματίζεσαι όταν έχεις κάνεις λάθος ή έχεις αμφιβολίες. Πιθανότατα η εξουσία συντελεί. Αλλά μην κάνουμε αφαιρετικές απλουστεύσεις. Δεν είναι δικτάτορες οι διαιτητές μες στο γήπεδο κι ούτε θέλει κανείς να γίνουν, παρ’ όλο που ορισμένες φορές θα εξυπηρετούσε. Δεν σε ικανοποιεί να διατάζεις, αλλά να βοηθάς ένα παιχνίδι να εξελίσσεται ομαλά. Να γίνεται ένα δίκαιο παιχνίδι, όπως επιβάλλει και το πνεύμα του κανονισμού».

Τα συμπεράσματα για το αν αξίζει να γίνει κάποιος διαιτητής στην Ελλάδα, δικά σας!