Στο πρώτο ημίχρονο ο Κέντρικ Ναν είχε κάνει μια τρύπα στο νερό. Δέκα σουτ, δύο μέσα, λάθη και μουρμούρα. Έψαχνε με ντρίμπλα τα σημεία του, τον οδηγούσαν λίγο πιο βαθιά, σε δύσκολες, άστοχες επιλογές. Η άμυνα του Καλαϊτζάκη και του Χουάντσο έδωσε το δικαίωμα στη σπατάλη και ο Παναθηναϊκός ήταν μπροστά.
Δεύτερο ημίχρονο, να παίρνει το ένα πικ μετά το άλλο. Έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται, «τώρα θα τη δώσει, δεν μπορεί, δεν γίνεται». Ο τύπος έπαιξε 18 pnr και δεν πάσαρε ποτέ. Ούτε μία φορά. Εντυπωσιακό.
Το παιχνίδι του μου θύμισε ανοιχτό γήπεδο, όπως όταν μια παρέα τεσσάρων ψάχνει πέμπτο για να κλείσει η ομάδα και να παίξουν. Ο «ξένος» αποδεικνύεται άλλο επίπεδο, baller. Δεν την δίνει ούτε από το δεξί στο αριστερό και δεν τον νοιάζει κιόλας, δεν είναι ότι θα τους ξαναδεί τους υπόλοιπους. Απλώς θα κάνει το δικό του. Όταν πάρει μπρος, θα κερδίσει μόνος του. Οι υπόλοιποι ας ζεσταθούν από την άμυνα και ας κοιτάξουν να φέρνουν και πέμπτο από το σπίτι.
Η ευρωπαϊκή κουλτούρα του αθλήματος δεν είναι αισθητικά συμβατή με τέτοια one man show, είναι πολύ «αμερικάνικα» για τα γούστα μας (ή όχι). Έχει φυσικά να κάνει και με το ταλέντο: ελάχιστοι είναι τόσο καλοί που να μπορούν να το υποστηρίξουν. Ο Ναν είναι παιχτάρα, τελεία.
«Δεν είναι και κανένα σπουδαίο επίτευγμα να σκοράρεις 23 πόντους με 25 σουτ, 3 βολές και 3 λάθη». Όχι, δεν είναι, για αυτό και βάσει στατιστικής ο πολυτιμότερος του αγώνα ήταν ο Ματίας Λεσόρ. Είναι όμως απίθανα δύσκολο να σκοράρεις 18 πόντους σε ένα ημίχρονο χωρίς τρίποντα και με μόλις τρεις βολές, ειδικά όταν αυτοί οι πόντοι είναι τόσο προσωπικοί, θαρρείς ακρωτηριασμένοι από το υπόλοιπο γκρουπ.
Άρτιος τεχνικά και με δυνατό κορμό που του επιτρέπει να αντέχει τις επαφές, ο Ναν έζησε χθες όχι τόσο πολύ γύρω από τη γραμμή των βολών, στο λεγόμενο elbow, αλλά πήγε πιο βαθιά και τελείωσε φάσεις γύρω ή μέσα στη ρακέτα, σε ένα βεληνεκές 2-3 μέτρων. Κάθε καλάθι του προϋπόθετε ενέργεια, δεν ήταν κάποιο άνιωθο pull up ή ένα αλαζονικό side step μπουμπουνητό από το τρίποντο τύπου Σβεντ, για να καταλαβαινόμαστε. Μετά το pick έπαιρνε τις περισσότερες φορές ένα ανεπαίσθητο προβάδισμα μισής ανάσας, είναι όμως τόσο καλός που του αρκούσε για να το εξαργυρώσει. Ο τρόπος του είναι πολύ διαφορετικός από την άπιαστη ταχύτητα του Σέιν Λάρκιν ή την κατά μέτωπο επίθεση του Τζέιμς (ειδικά πιο παλιά), εξετάζοντας τον τρόπο των άλλων σούπερ σκόρερ της λίγκας. Παρακολουθώντας τον να ντριμπλάρει φαινομενικά αργά αλλά στην πραγματικότητα χειρουργικά μέχρι να φτάσει στο σημείο που θέλει, το μυαλό μου πήγε στον Κιθ Λάνγκφορντ, αν και αυτός προτιμούσε να ζει ένα μέτριο πιο πίσω, στα pull ups των 4 μέτρων από τα φτερά.
Το ζήτημα για τον Παναθηναϊκό δεν είναι αισθητικό, αλλά το κατά πόσο αυτός ο τρόπος παιχνιδιού μπορεί α) να διατηρηθεί ως επιλογή και β) να είναι αποτελεσματικός σε βάθος χρόνου τόσο εντός, όσο και εκτός έδρας. Ας δούμε τι έχει συμβεί ως τώρα.
Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ο Ναν εκτέλεσε 25 φορές εντός παιδιάς φέτος, με την πρώτη να είναι στην ήττα από τη Μπασκόνια στη Βιτόρια. Σύμφωνα με τον μετρ της στατιστικής Γιάννη Ψαράκη, μόνο αυτός και ο Τζέι-Αρ Χόλντεν έχουν δύο παιχνίδια με 25+ σουτ σε μία σεζόν. Βάσει στατιστικής δοκιμάζει 9 δίποντα ανά παιχνίδι με 44.8% ακρίβεια και 4.25 τρίποντα με 31.8% ευστοχία, ενώ πηγαίνει λίγο στη γραμμή για γκαρντ με αυτή την ποσότητα προσπαθειών (2.25 ανά παιχνίδι). Ο Παναθηναϊκός έχει υποστεί δύο ήττες τις ισάριθμες φορές που έχει ξεπεράσει τους 25 πόντους (Μπασκόνια, Κάουνας), σε δύο χαρακτηριστικά παιχνίδια στα οποία ο Ναν έχει χειραγωγήσει το επιθετικό παιχνίδι της ομάδας του σε επίπεδα usage που προσεγγίζουν το «δικτατορικό» 40%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τέσσερις καλύτερες, από άποψη σκοραρίσματος, βραδιές του Ναν στην Ευρωλίγκα ως τώρα η παραγωγικότητα των πράσινων κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα. Στη Βιτόρια σκόραραν 73 πόντους, στο Κάουνας 68, κόντρα στη Φενέρμπαχτσε 74. Στη Ρεάλ έβαλε 24, όλος ο Παναθηναϊκός σταμάτησε στους 78. Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη: στο 88-63 εντός έδρας κόντρα στη Μονακό είχε 21 πόντους με 3 χαμένα σουτ, ενώ μία αγωνιστική μετά είχε άλλους τόσους στο 84-71 επί της Παρτίζαν, επίσης στο Μαρούσι.
Στο προκείμενο: η θεωρία που λέει πως η επιστροφή του Σλούκα θα εξισορροπήσει την κατάσταση έχει ποσοτική, αλλά όχι ποιοτική ανάγνωση. Πάει να πει ο Ναν θα συνεχίζει να παίζει με τον ίδιο τρόπο, απλώς θα διαχειρίζεται λιγότερες μπάλες. Η εναλλακτική θεώρηση λέει πως ο Παναθηναϊκός μπορεί να βγει πολλαπλά κερδισμένος αν καταφέρει να διοχετεύσει το απαράμιλλο επιθετικό ταλέντο του Αμερικανού μέσα από τους αγωγούς της ομάδας, φροντίζοντας να κρατά και τα υπόλοιπα μέρη ενεργά. Με αυτό τον τρόπο η επίθεση του θα γίνει λιγότερο μονοδιάστατη (και ως εκ τούτου πιο δυσανάγνωστη από τον αντίπαλο) και την ίδια στιγμή θα «επιβραβεύονται» και αυτοί που κάνουν τη διαφορά στην άμυνα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Χουάντσο Ερνανγκόμεθ, ο οποίος έκανε ένα τερατώδες αμυντικό παιχνίδι απέναντι στη Φενέρμπαχτσε αλλάζοντας μαζί με τον Καλαϊτζάκη το μομέντουμ του αγώνα στη δεύτερη περίοδο, πήρε 2 σουτ όλα κι όλα (5 ο Κρητικός γκαρντ-φόργουορντ). Θεωρητικά μιλώντας, αν η επίθεση βρει τρόπο να εμπλέξει στις δράσεις της περισσότερους παίκτες που θα αποτελούν απειλή, τότε είναι και περισσότερες οι πιθανότητες να επιστρέψει η μπάλα στα χέρια του Ναν με μια άμυνα που έχει εξαντληθεί από τις περιστροφές και είναι έτοιμη να καταρρεύσει.
«Αφού η άμυνα δεν παίρνει αιχμαλώτους, τι τρώγεσαι τώρα; Η ομάδα κερδίζει».
Αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια απλή ή απλοϊκή ανάγνωση των πραγμάτων, μόνο που ο ίδιος ο Έργκιν Αταμάν είναι αυτός ο οποίος έχει θέσει πολύ ψηλότερα το επιθετικό ταβάνι της ομάδας του. Η απουσία του Σλούκα, του πιο έμπειρου και εγκεφαλικού γκαρντ της ομάδας προφανώς έχει ευνουχίσει τις επιθετικές διαστάσεις του παιχνιδιού του και το έχει κάνει πολύ λιγότερο πολυσυλλεκτικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι σκόπιμο να αναζητηθούν κι άλλοι τρόποι (ή πως κάποια στιγμή η άμυνα απλά δεν θα αρκεί).
Ο Κέντρικ Ναν είναι καθαρόαιμο, πραγματικό πυρηνικό όπλο, αυτός που συχνά λέμε προφορικά «δεν τους βλέπει». Έχει φέρει φρεσκάδα και ενθουσιασμό σε μια Ευρωλίγκα που έχει απελπισμένη ανάγκη από μετάγγιση νέων σούπερ σταρ, ειδικά λόγω της συχνής αποστράγγισης του ΝΒΑ. Είναι ίσως υπερβολικό να ζητάει κανείς από έναν 28χρονο Αμερικανό baller που ζει μόλις 3 μήνες στα μέρη μας να προσαρμοστεί σε αυτό τον βαθμό στην Ευρώπη και στην ομάδα του. Αν όμως το κάνει, οι πιθανότητες για τον Παναθηναϊκό θα γίνουν συναρπαστικές.