Το τελευταίο που χρειαζόταν αυτή την περίοδο ο Παναθηναϊκός ήταν το Σούπερ Καπ. Με δέκα νέους παίκτες, φρέσκο προπονητή και τεχνικό διευθυντή, κάθε λογικός άνθρωπος θα έβλεπε ένα συναπάντημα με τον Ολυμπιακό Σεπτέμβρη μήνα ως μπελά από τον οποίο θα είχε λίγα να κερδίσει και πολλά να χάσει. Κάπως έτσι αποδείχτηκε, αφού το τριφύλλι ήταν απολύτως λογικά ανέτοιμο να δείξει κάτι περισσότερο από στιγμές αυτών που Ράντονιτς και Πεδουλάκης σχεδιάζουν. Εντούτοις στην Ελλάδα κάθε ήττα από τον «αιώνιο» επιδρά στο θυμικό της πλειοψηφίας των φιλάθλων και συχνά αφαιρεί ένα κανονάκι σε μια περίοδο που η ομάδα χρειάζεται χρόνο, υγεία και θετική ενέργεια.
Φαινόταν και στα χαρτιά, επιβεβαιώθηκε και στο παρκέ. Ο Παναθηναϊκός δε θέλει να είναι γοητευτικός: χτίστηκε στη βάση της δύναμης, της αγωνιστικότητας και της σκληράδας, κοιτώντας παράλληλα πως θα αντιμετωπίσει/ακυρώσει τα βαριά χαρτιά του αντιπάλου που υπερέχει (Λι – Σλούκας, Γκουντάιτις – Φαλ τα πιο προφανή). Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο Αργύρης Πεδουλάκης καλείται να φέρει σε πέρας μια τέτοια αποστολή – μαθημένος είναι στα δύσκολα. Το 2012-13 o Ολυμπιακός ήταν πρωταθλητής Ευρώπης. To 2016 έπρεπε να αναστηλώσει το ηθικό μιας ομάδας που έμοιαζε παραιτημένη. Το 2019 να τα βάλει με το φάντασμα του Πιτίνο. Τα πεπραγμένα του είναι γνωστά, δεν υπάρχει λόγος να αναλυθούν.
Η κυνική διαπίστωση λέει ότι το τελευταίο που θα πρέπει να ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή τον Παναθηναϊκό είναι το ρεκόρ της ομάδας το πρώτο δίμηνο. Ο οποιοσδήποτε ζει στην Ελλάδα καταλαβαίνει πως αυτό είναι ως και σενάριο επιστημονικής φαντασίας για έναν σύλλογο αυτής της δυναμικής και ιδιοσυγκρασίας, όμως άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Το μείζον για την ομάδα είναι το παρκέ: τι συμβαίνει, τι βελτιώνεται, τι δουλεύει, τι υπολειτουργεί. Που λάθεψε ο σχεδιασμός, ποιες προσαρμογές θα γίνουν, ποιος θέλει χρόνο και ποιος δεν τον αξίζει.
Η Ρόδος έδειξε πως οι πράσινοι δε φτιάχτηκαν για να θέλξουν με το παιχνίδι τους. Το άκρως ενθαρρυντικό πρώτο ημίχρονο του 34-37 έδειξε με ακρίβεια το δρόμο: πίεση στην μπάλα στα όρια του αποπνιγμού, επιδίωξη επαφών και σωματικό παιχνίδι, χαμήλωμα και έλεγχος του ρυθμού, έμφαση στην αποδιοργάνωση του παιχνιδιού του αντιπάλου και παιχνίδι στο ανοιχτό γήπεδο μετά τα λάθη του. Το γεγονός ότι κράτησαν τον Ολυμπιακό στους 67 πόντους δεν είναι μικρό πράγμα, ούτε έγινε τυχαία. Οι ερυθρόλευκοι είδαν τις ασίστ τους να μένουν σε υγιέστατο νούμερο (18) αλλά με υψηλότερο τίμημα (13), υποχρεώθηκαν να πάρουν αρκετά τρίποντα που δεν ήθελαν (7/29, Βεζένκοφ 2/7 με αρκετά πολύ μακρινά), δεν έκαναν «βαριά» ζημιά με πόντους δεύτερης ευκαιρίας (7) και ήταν ακίνδυνοι στο ανοιχτό γήπεδο (5π).
Ο αντίπαλος φυσικά είχε απαντήσεις: υποδειγματικό παιχνίδι μακριά από την μπάλα, τρόπους αξιοποίησης των ψηλών, γρήγορη προσαρμογή και διάβασμα της αντίπαλης άμυνας, περισσότερες λύσεις από τον πάγκο (18-29 οι πόντοι από τους αναπληρωματικούς), αποτελεσματική δική του άμυνα. Ο Παναθηναϊκός έβαζε προβλήματα σε μια ομάδα που είχε τον τρόπο να τα αναγνωρίζει και να τα υπερβαίνει: θα συμβεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της σεζόν στην Ευρωλίγκα απέναντι σε αυτούς που απαρτίζουν το γκρουπ της πρώτης ταχύτητας.
Το ζήτημα που χτύπησε άσχημα ήταν προφανώς η επίθεση, εκεί που οι 52 πόντοι χτύπησαν άσχημα σε ένα κοινό που δε θα του είναι εύκολο να προσαρμοστεί σε αυτά τα δεδομένα. Ο Παναθηναϊκός είχε υγιέστατη συγκομιδή 16 πόντων στο ανοιχτό γήπεδο, όμως πέτυχε μόλις 36 ακόμα σε κατάσταση 5v5. Όντας απογοητευτικός από μακριά (7/26 τρίποντα), επέτρεψε στον αντίπαλο του να κλείσει χαρακτηριστικά στο ζωγραφιστό και να μη χολοσκάει όταν κάποια σποραδικά σουτ των Λι, Μποχωρίδη ή Γουίλιαμς έβρισκαν στόχο. Όσο ο Γκριγκόνις αδυνατούσε να βρει τρόπο να απειλήσει, ο Παπαγιάννης να τροφοδοτηθεί (και μείνει μακριά από το επιθετικό ριμπάουντ) και οι Γουίλιαμς-Γκουντάιτις να πατήσουν κοντά στο καλάθι, η τακτική έμενε ίδια και απαράλλαχτη. Όταν στο δεύτερο ημίχρονο έκλεισε η κάνουλα του ανοιχτού γηπέδου η λυπητερή έγραψε 9+9 πόντους.
Ο Ράντονιτς ξέρει πως είναι να έχεις μια ομάδα χωρίς σουτέρ: τέτοια ήταν και πέρσι ο Ερυθρός Αστέρας και τα έφερνε βόλτα, άλλες φορές με επιτυχία και άλλες όχι. Είχε όμως ταυτότητα, αρχές και οργάνωση, ήξερες πως όταν τους έβρισκες απέναντι σου, την επόμενη ημέρα θα μέτραγες μελανιές. Πως αν είχες ένα σημείο που μπορούσαν να σε πονέσουν, θα το πίεζαν μέχρι να ακούσουν την κόρνα της λήξης. Θαύμαζες την επιμονή, τον τσαμπουκά, σεβόσουν το μέταλλο και τον τρόπο τους, αλλά αν δεν ήσουν ένας από αυτούς, δε θα τους έβλεπες συχνά στον ελεύθερο χρόνο σου.
Το φετινό πείραμα στον Παναθηναϊκό δεν αφορά μόνο τη φετινή σεζόν: είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ηλίου φαεινότερον πως είναι προτιμότερο να θυσιαστούν ακόμη και όλοι οι φετινοί τίτλοι στον βωμό της δημιουργίας μιας στοιχειώδους συνέχειας, τόσο στο ρόστερ όσο και στο τεχνικό/διοικητικό επιτελείο. Αυτό δε σημαίνει πως κανείς πετά λευκή πετσέτα από τον Σεπτέμβρη, αλλά πως δίνει στο γκρουπ τον χρόνο που απαιτείται προκειμένου να δημιουργήσει κάτι.
Στο παραπάνω τρακάρουν αρκετά: η κόπωση του κόσμου μετά από μια αδιέξοδη διετία, η μερική ασυμβατότητα του νέου μοντέλου με τον χαρακτήρα του συλλόγου, η επανάληψη προσώπων που μπορεί να έχουν τα προσόντα αλλά όχι και το καθαρό μητρώο που τα νέα ξεκινήματα χρειάζονται, η ανυπομονησία και οι παρορμητικές αποφάσεις με τις οποίες ο ιδιοκτήτης συνηθίζει να αντιμετωπίζει τις κρίσεις και τις απώλειες των στόχων.
Με απλά λόγια: ο Παναθηναϊκός έδειξε τι περίπου θέλει να κάνει. Τα περιθώρια βελτίωσης του είναι πολλά, το πρόγραμμα δύσκολο και ο ανταγωνισμός δεν συγχωρεί τους ανέτοιμους. Υπάρχει πίστη στο πλάνο; Ο χρόνος θα το δείξει.
Για τον Ολυμπιακό, αύριο.