Δεν έχουν περάσει οι πρώτες 100 μέρες από την πανηγυρική εκλογή του Βαγγέλη Λιόλιου στην προεδρία της εθνικής ομάδας και ήδη έχουν ακουστεί πολλά. Ο νέος πρόεδρος της ΕΟΚ έχει επίσης ανοίξει τα χαρτιά του σε αρκετές μέχρι τώρα ομαδικές ή κατά μόνας συνεντεύξεις. Δικαίως έβαλε στο κάδρο και ως μέγιστη προτεραιότητα το θέμα του εθνικού προπονητή. Ήταν κοινό μυστικό –και πριν την εκλογή του- ότι ο Δημήτρης Ιτούδης αποτελεί τον διακαή πόθο του και οι συζητήσεις που έχουν γίνει δημοσιοποιήθηκαν. Απομένει να μάθουμε και επίσημα αν θα πάρει το πράσινο φως για την ανάληψη της εθνικής ομάδας από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Εικάζω ότι εφόσον ο ίδιος ο Ιτούδης θέλει να αναλάβει την εθνική οι όποιες ενστάσεις της Ρωσικής ομάδας εύκολα ή δύσκολα θα καμφθούν. Προφανώς, και η προηγούμενη πρόταση δεν γράφεται εκ του πονηρού αλλά δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι ο Ιτούδης επιθυμούσε την εμπλοκή του στην εθνική ομάδα παλαιότερα και υπό το καθεστώς Βασιλακόπουλου. Ένα καθεστώς που είχε αποδειχθεί ‘’προπονητοφάγο’’ και μετά από κάθε αποτυχία της εθνικής την τελευταία 12ετία είχε μεγάλη ευκολία στο να χρεώνει με τη μη επίτευξη των στόχων τον εκάστοτε ομοσπονδιακό. Και να τον στέλνει εύκολα στο σπίτι του. Με αυτές τις συνθήκες μου φαίνεται απόλυτα λογικό ο Ιτούδης και κάθε άλλος σώφρων προπονητής να μην έβαζε σε ένα παιχνίδι ‘’ρώσικης ρουλέτας’’ την καριέρα του. Πλέον, με ένα νέο καθεστώς στην ομοσπονδία εφόσον ο Ιτούδης νιώσει εμπιστοσύνη και ακούσει τα σωστά πράγματα θα βρει τον τρόπο να πάρει και το πράσινο φως του Βατούτιν.
Προφανώς και το θέμα του εθνικού προπονητή είναι υψίστης σημασίας για την εθνική ομάδα και κατ΄επέκταση για το ελληνικό μπάσκετ. Με κάποιο τρόπο όμως θα λυθεί και είναι φανερό ότι θα λυθεί στους επόμενους μήνες. Είτε η λύση ακούει στο όνομα Ιτούδης, κάτι που θα αποτελέσει το καλύτερο δυνατό σενάριο για την ομάδα, είτε τελικά επιλεγεί κάποιος άλλος.
Εκείνο που έπρεπε να μπει αποκλειστικά και στο πρώτο πλάνο των εξαγγελιών του νέου προέδρου κατά την ταπεινή μου άποψη είναι κάτι με πολύ μεγαλύτερη σημασία: Το θέμα της ανάπτυξης και το περιβόητο αναπτυξιακό πρόγραμμα της ομοσπονδίας μπάσκετ. Δυστυχώς, το θέμα είναι αντιεμπορικό, ‘’δεν πουλάει φύλλα’’, όπως λέγαμε στις παλιές καλές εφημερίδες για ρεπορτάζ που ναι μεν ήταν σημαντικά αλλά ήταν αντιεμπορικά. Το όνομα Ιτούδης συνδυασμένο με τις λέξεις εθνική ομάδα θα πούλαγε παλιά φύλλα και φέρνει πλέον εκατοντάδες ‘’κλικ’’ επισκεψιμότητας στο διαδίκτυο. Δυστυχώς, όμως είναι απείρως σημαντικότερο αφού εγγυάται την μακροημέρευση και την διαιώνιση του ελληνικού μπάσκετ και κατ΄ επέκταση των εθνικών ομάδων. Αυτή τη στιγμή η παραγωγή παικτών στην Ελλάδα έχει περάσει –άνευ σχεδίου και πλάνου- στα χέρια των συλλόγων με εξαιρετικά αμφίβολα αποτελέσματα.
Κεντρικό σχέδιο ανάπτυξης έχει πάψει ουσιαστικά να υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, ίσως και πάνω από δύο δεκαετίες. Ας μου επιτραπεί να γυρίσω το ρολόι του χρόνου αρκετά πίσω για να αντιληφθεί, όποιος συνεχίζει να διαβάζει, τι ακριβώς είναι ή μάλλον ήταν το αναπτυξιακό πρόγραμμα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ένας Έλληνας προπονητής της εποχής παρέδωσε στον πρόσφατα εκλεγμένο Γιώργο Βασιλακόπουλο μεταφρασμένο όλο το πλάνο ανάπτυξης του μπάσκετ στις μικρές ηλικίες που εφαρμοζόταν στην παλιά ενιαία Γιουγκοσλαβία. Ο προπονητής δεν πιστώθηκε ποτέ για την κίνηση του, ο Βασιλακόπουλος κάποια στιγμή μέσα στο μακρινό 1983 παρουσίασε ως επινόηση της ομοσπονδίας το όλο ζήτημα και όταν αποκάλυψα τι είχε συμβεί στην εφημερίδα ‘’ΦΙΛΑΘΛΟΣ’’ ήταν ο λόγος του πρώτου γενναίου καβγά στα γραφεία της ομοσπονδίας. Και δεν ήταν ο τελευταίος που είχα τα επόμενα 40 χρόνια με τον πρώην πρόεδρο της ομοσπονδίας.
Το Γιουγκοσλαβικό αναπτυξιακό πρόγραμμα που έγινε πολύ γρήγορα το ‘’καμάρι της ΕΟΚ’’ και διαφημίστηκε ως μια πρωτοποριακή κίνηση ήταν όντως μια εκπληκτική δουλειά. Ι Γιουγκοσλάβοι είχαν φτιάξει με κεντρικό άξονα τη δική τους ομοσπονδία ένα φοβερό δίκτυο ανεύρεσης ταλέντων που εκτεινόταν και διακλαδιζόταν σε όλες τις τότε δημοκρατίες τους και νυν αυτόνομες χώρες όπως η Κροατία, η Βοσνία, η Σλοβενία, τα Σκόπια κλπ. Βασιζόταν στην παρουσία ενός υπεύθυνου –κατά τόπους- προπονητή ο οποίος είχε την αποκλειστική ευθύνη σε συνεργασία με τους προπονητές των σωματείων για την ανακάλυψη και την αξιοποίηση των μπασκετικών ταλέντων. Με επακόλουθο τη σταδιακή προώθηση τους στις εθνικές ομάδες παίδων και εφήβων. Για αρκετά χρόνια το copy-paste σύστημα των Γιουγκοσλάβων λειτούργησε εξαιρετικά και στη χώρα μας. Τα τελευταία 15-20 χρόνια όμως υποβαθμίστηκε και οι λέξεις ‘’αναπτυξιακό πρόγραμμα’’ για τους γνωρίζοντες έγιναν σύντομο ανέκδοτο. Οι οικονομικοί πόροι της ΕΟΚ διοχετεύθηκαν αλλού και πλέον στα τελευταία χρόνια της εποχής που ονομάστηκε ‘’Βασιλακοπουλισμός’’ λειτουργούσε κάπως έτσι: Στις εθνικές ομάδες έπαιζαν 2-3 καλοί παίκτες που ξεχώριζαν και εκείνοι που θα τους υποδείκνυε ο προπονητής τους (επειδή είχε φιλικές σχέσεις με τον εκάστοτε υπεύθυνο της εθνικής παίδων ή εφήβων) ή ακόμη χειρότερα ο μάνατζερ τους. Κάπως έτσι, παιδιά 13-14 ή 15 ετών αποκτούσαν μάνατζερ με την υπόσχεση ότι ‘’έλα μαζί μου και θα παίξεις στην εθνική’’. Γνωστά πράγματα αυτά, όποιος γονιός έχει παιδί με μπόι πάνω από 1μ.90 που παίζει καλούτσικο μπάσκετ στα 15 του τα ξέρει και μπορεί να τα επιβεβαιώσει. Το δίκτυο εξεύρεσης ταλέντων έγινε μια απλή διαδικασία που δεν απαιτούσε ούτε χρόνο, ούτε πρόγραμμα, ούτε χρήμα: Ο φίλος του φίλου και ο γνωστός του γνωστού. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω πόσα αληθινά ταλέντα του μπάσκετ κατάπιε το μαύρο πηγάδι όλα αυτά τα χρόνια. Και δεν θα το μάθουμε ποτέ…
Ο Βαγγέλης Λιόλιος διαθέτει ένα τρομακτικό πλεονέκτημα και για αυτό ενδεχόμενα περίμενα ότι θα καταναλωνόταν αποκλειστικά και φορτικά σχεδόν σε αυτό το ζήτημα. Έχει την απόλυτη τεχνογνωσία επί του θέματος. Ο σύλλογος του, ο Προμηθέας, έχει επαινεθεί πολλάκις για την επιμονή του στους νέους παίκτες, για το σύστημα που διαθέτει, τις εγκαταστάσεις που έχει δημιουργήσει αλλά και την ικανότητα να βρίσκει παίκτες πολύ μακριά και έξω από τα στενά όρια της Πάτρας. Στην ουσία, ο Προμηθέας διαθέτει το ιδανικό πρόγραμμα ανάπτυξης, αυτό που έπρεπε να είχε η ίδια η ομοσπονδία. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο νεόκοπος πρόεδρος της ΕΟΚ θεωρεί πολύ εύκολη τη μεταφορά αυτού του προγράμματος στην ομοσπονδία, άρα θεωρεί ότι η συγκεκριμένη δουλειά είναι εύκολη. Περίμενα όμως να ακούσω δεκάδες αναφορές για το θέμα. Ένας ξένος που όμως έχει αγαπήσει και τη χώρα μας και το ελληνικό μπάσκετ, ο Ρικ Πιτίνο, μου έλεγε στην τελευταία μας συνάντηση πριν από ένα μήνα περίπου ότι ‘’δουλεύοντας για λίγο στην εθνική, έψαξα να βρω νεαρούς παίκτες και πραγματικά με τρόμαξε αυτό που είδα. Ανησυχώ πολύ για το μέλλον σας γιατί δεν διέκρινα παρά λιγοστό ταλέντο στις ηλικίες των παικτών που πρέπει να στελεχώσουν την εθνική σας ομάδα την επόμενη πενταετία’’. Ποια είναι η εικόνα; Ο Πρίντεζης είναι στη δύση της καριέρας του, Σλούκας-Καλάθης-Παπανικολάου τριαντάρηδες με λιγοστό ορίζοντα για την εθνική ομάδα μπροστά τους. Από τους επόμενους Παπαπέτρου και Παπαγιάννης είναι αυτοί που θα κληθούν να μπουν μπροστά. Ο Αντετοκούνμπο δεν είναι σίγουρη υπόθεση. Κάποια καλοκαίρια θα μπορεί να παίξει, κάποια άλλα αντικειμενικά δεν θα έχει τη δυνατότητα, όπως ακριβώς έγινε και στο φετινό Προολυμπιακό. Ψάξτε εξονυχιστικά στις ηλικίες παικτών που σήμερα είναι κάτω των 25 και δύσκολα θα βρείτε πάνω από 2-3 ονόματα που μοιάζουν ικανά να γεμίσουν τις τεράστιες τρύπες που θα ανοίξουν την επόμενη διετία. Υπό αυτό το πρίσμα καλό είναι να επικεντρωνόμαστε στο αν ο Ιτούδης θα μπορέσει να αναλάβει την ομάδα. Μόνο που ο Ιτούδης, όπως κάθε καλός προπονητής, δεν είναι ταχυδακτυλουργός, ούτε βγάζει λαγούς από το καπέλο του. Θέλει υλικό για να δουλέψει. Για αυτό ακριβώς τον λόγο η δημιουργία ενός νέου προγράμματος ανάπτυξης είναι μείζον θέμα για το ελληνικό μπάσκετ. Και η κουβέντα έπρεπε να ξεκινήσει….χθες και όχι….αύριο! Κάθε μέρα ή εβδομάδα που χάνεται είναι καθοριστική.