Ο Ότο Ρεχάγκελ γίνεται Legend στα κανάλια Novasports. Ο Γερμανός αρχιτέκτονας, υποδέχτηκε στο Έσσεν τους Γιάννη Φουρνάρο, Αποστόλη Λάμπο και μίλησε για όλα όσα τον βάζουν στον πάνθεον του ελληνικού και όχι μόνο ποδοσφαίρου.

Δέκα χρόνια μετά το έπος της Πορτογαλίας, ο Ότο Ρεχάγκελ, υποδέχτηκε τους Γιάννη Φουρνάρο και Αποστόλη Λάμπο στην γεννέτειρά του, το Έσσεν και συνομίλησαν για όλες εκείνες τις μαγικές στιγμές του 2004 και όχι μόνο.

Ο Γερμανός αρχιτέκτονας της ελληνικής ποδοσφαιρικής ταυτότητας, διηγείται ανέκδοτες ιστορίες, αποκαλύπτει το πώς άλλαξε τα κακώς κείμενα που ταλάνιζαν το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και εξηγεί το μυστικό που οδήγησε την Εθνική Ελλάδος στην κορυφή της Ευρώπης.

Ο δικός μας Όθωνας, κάνει αναδρομή στο παρελθόν του και για πρώτη φορά μιλά για τον άνθρωπο που τον ενέπνευσε ώστε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Η βόλτα στο γήπεδο της Τους Ελένε, όπου για πρώτη φορά έπαιξε ποδόσφαιρο του ξυπνά όμορφες αναμνήσεις και μιλά για τα παιδικά του όνειρα.

Όλα αυτά σε μια απολαυστική συνέντευξη στην οποία ο Ότο Ρεχάγκελ μιλά:

Για το πώς προέκυψε η συνεργασία με την ΕΠΟ.
«Έκανα διακοπές στην Αμερική όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα. Ήταν ο Οικονομίδης, ο γενικός γραμματέας της ΕΠΟ. Η μεγάλη τύχη ήταν ότι είχα δει μία φορά την εθνική ομάδα της Ελλάδας, επειδή στους προκριματικούς  του Μουντιάλ του 2002 ήταν αντίπαλος της Γερμανίας. Δεν τους είχα παρακολουθήσει για πολύ καιρό, αλλά  είχα δει ότι υπήρχαν καλοί παίκτες. Αυτό ήταν το ερέθισμα για να κανονίσω ένα ραντεβού στην Αθήνα.
Είναι ξεκάθαρο ότι στην αρχή έπρεπε να γνωριστούν οι δύο πλευρές. Ο μεγαλύτερος απολογισμός της ζωής μας είναι η συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους. Γνωρίζεις και ο ίδιος ότι στην αρχή προσπάθησα να κερδίσω τους άλλους με τις ιδέες μου. Εσένα, το διοικητικό συμβούλιο και την ομάδα. Όμως στο ποδόσφαιρο τα πάντα υποτάσσονται στην επιτυχία.»

Για τις πρώτες κινήσεις του στην ομάδα όταν την ανέλαβε.
«Βάλαμε στο περιθώριο κάποια πράγματα που βγήκαν στην επιφάνεια. Προσωπικές αποφάσεις όπως το να φέρουμε στην Εθνική τον Δέλλα που είχε παίξει στη Ρόμα. Πήραμε κάποιες προσωπικές αποφάσεις και μετά άρχισαν οι άλλοι να τις πιστεύουν. Φέραμε πίσω και τον Νικολαΐδη. Ο Ντέμης ήταν εξαιρετικός παίκτης. Στο τέλος τα πήγαμε πολύ καλά. Είχαμε ως προπονητές την τύχη να έχουμε μια καλή γενιά.

Αν και υπήρχαν τριβές με το διοικητικό συμβούλιο. Κάποιοι είχαν αντιρρήσεις, αλλά στο τέλος συμφωνήσαμε. Μετά πρέπει κανείς να νικήσει. Όταν νικά κανείς όλα γίνονται σωστά. Για να νικήσεις όμως πρώτα πρέπει να ληφθούν κάποιες αποφάσεις. Είχα πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν.»

Για τα κακώς κείμενα του παρελθόντος που τα έβαλε στο περιθώριο.
«Πριν ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Τώρα κάνουμε το αντίθετο. Προσπαθήσαμε αμέσως ώστε όλοι να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Οι προσωπικότητες των παικτών μας μπαίνουν στην ομάδα. Πρέπει να λειτουργούμε ομαδικά.»

Για το αν διατηρεί επαφές με τους παίκτες και τους συνεργάτες του.
«Ακόμα είμαστε δεμένοι με τον Τάκη Φύσσα. Φυσικά πάντα ενδιαφέρομαι για την εθνική ομάδα. Θέλω πάντα να ξέρω τι κάνουν οι παίκτες μας με τους οποίους δουλέψαμε μαζί τόσο καιρό. Με τους παίκτες είχαμε θεαματικά αποτελέσματα στην εθνική ομάδα και πριν πάρουμε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Όπως τότε στο Μάντσεστερ αποκλειστήκαμε, αλλά είχαμε παίξει πολύ καλά. Είχαμε νικήσει και στην Ισπανία 1-0. Πάντα κάναμε θεαματικά πράγματα και τότε η ομάδα απέκτησε πίστη.»

Για το αν ήταν στόχος του να γίνει η Εθνική μια οικογένεια.
«Φυσικά αυτό είναι το ζητούμενο αλλά πήγαμε βήμα βήμα. Μέχρι σήμερα όλους μας ενώνει μια φιλική σχέση. Πάντα αυτός ήταν ο στόχος μου. Θα πετυχαίναμε κάτι αν όλοι συνεισέφεραν με τις ικανότητές τους ώστε να λειτουργήσουμε ως ομάδα. Φυσικά δεν ανεχόμασταν τα πάντα.
Είχαμε μια ομάδα με παίκτες του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ. Υπήρχαν πάντα εντάσεις μεταξύ Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού, ΑΕΚ. Σε κάποια παιχνίδια γινόταν της κακομοίρας. Καταφέραμε όμως από τις τρεις αυτές ομάδες να γίνουμε μία οικογένεια, ένας σύλλογος, μία ομάδα.»

Για τα κακώς κείμενα του παρελθόντος με παραδείγματα.
«Την πρώτη φορά που παίξαμε στη Ρωσία είχαν έρθει και οι παράγοντες με τις συζύγους τους, μαζί με τους παίκτες. Βάλαμε τέλος σε αυτό. Οι παίκτες πρέπει να μένουν ήσυχοι. Εμείς μένουμε σε ένα ξενοδοχείο και οι παράγοντες με τις συζύγους μένουν αλλού. Αυτά τα πράγματα βρήκαν απήχηση και στην ομάδα. Λέγαμε ότι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό. Όταν πηγαίναμε στο εξωτερικό δεν κάναμε οικογενειακή εκδρομή. Θα παίζαμε ποδόσφαιρο.

Το καλύτερο παράδειγμα ήταν στην Πορτογαλία. Ο Γκαγκάτσης, ο πρόεδρος της ΕΠΟ, μου είπε “οι παράγοντες έχουν δυσαρεστηθεί”. “Για ποιο λόγο;”  του είπα. “Θέλουν να είναι κοντά στην ομάδα. Μένουν χωριστά”. Οι γυναίκες τους ήθελαν να πάνε στην πόλη για ψώνια και εκείνοι να στριμωχτούν μαζί μας. Ο πρόεδρος επέμενε, επειδή κάναμε συνεχόμενες επιτυχίες. Δεν το αφήσαμε να περάσει αυτό. Έπρεπε να επιβληθούμε.»

Για την σχέση του με τους δημοσιογράφους και τον ρόλο του Τοπαλίδη.
«Οι δημοσιογράφοι πάντα ασκούν κριτική. Είναι λογικό. Δεν πρέπει όμως να σε επηρεάσουν. Όταν κάποιοι είναι πολύ καιρό μαζί λειτουργούν αυτόματα στο ποδόσφαιρο. Δεν ήμασταν τόσο συχνά μαζί. Όχι όπως μια ομάδα που προπονείται καθημερινά. Είχαμε συγκεντρωθεί μόνο τέσσερις εβδομάδες. Δεν είναι εύκολο να λειτουργήσεις αυτόματα σε δύο μέρες. Όταν όλη η ομάδα ήταν πάντα μαζί ξέραμε τι έκανε ο καθένας.

Οι δημοσιογράφοι το έβλεπαν από έξω, αλλά δεν μπορούσαν να γνωρίζουν όταν ήμασταν με τους παίκτες στο ξενοδοχείο πόσες ώρες μιλούσαμε. Μια φορά ήμασταν στη Μάλτα με τον Τοροσίδη που παίζει ως σήμερα στην εθνική ομάδα. Ήμασταν μόνο οι τρεις μας μαζί με τον Τοπαλίδη. Αυτό δεν αφορά τους δημοσιογράφους. Στην ουσία πρέπει να είσαι ελεύθερος.

Οι δημοσιογράφοι κάνουν τη δουλειά τους αλλά να ξέρουν ότι και εμείς χρειαζόμαστε το στενό κύκλο μας. Ήταν πολύ σημαντικό που είχα μαζί μου τον Τοπαλίδη. Πριν στην Βέρντερ Βρέμης ο Βίλι Λέμκε ήταν επίσης το “αντιτορπιλικό” μου.  Όταν είμαι με τους παίκτες πρέπει να είμαι μόνος μου. Οι δημοσιογράφοι θέλουν να είναι παρόντες. Πρέπει να το καταλάβουν. Πρέπει να μας επιτρέψουν να έχουμε τον ελεύθερο χώρο μας και εμείς να τους δίνουμε τις πληροφορίες τους.

Ο Τοπαλίδης ήταν επίσης το αντιτορπιλικό μου. Έπρεπε να πει αυτά τα πράγματα στους δημοσιογράφους. Του είχα όμως αφήσει μεγάλη ελευθερία. Μπορούσε να πει και μόνος του συγκεκριμένα πράγματα. Ήξερε ακριβώς τι γινόταν εδώ, τι μπορεί να πει κανείς και τι όχι.»

Με ποια κριτήρια έκανε τις επιλογές στην ομάδα όταν ανέλαβε.
«Την πρώτη φορά που συγκέντρωσα την ομάδα οι περισσότεροι παίκτες ήταν από τις ομάδες του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. Και μερικοί από την ΑΕΚ. Όλοι έπαιζαν σε μία πόλη και το 80% των παικτών παρακολουθούνταν σταθερά. Ήταν σημαντικό. Οι παίκτες ήταν από αυτές τις τρεις ομάδες.
Δεν είχαμε πολύ χρόνο για προετοιμασία. Οι παίκτες έκαναν συνεχώς προπονήσεις στους συλλόγους τους. Εμείς έπρεπε να καταστρώσουμε μια στρατηγική για τους αντιπάλους. Είπα στους παίκτες να κάνουμε μια συνάντηση για να δούμε πώς πάει.»

Για την κριτική ότι η Εθνική είχε μετατραπεί σε κλειστό κλαμπ.
«Στη Γερμανία θέλουν πάντα κάτι καινούργιο. Και οι παίκτες θέλουν να έχουν ένα σταθερό προπονητή. Να μην κάνει ο προπονητής ό,τι θέλουν οι δημοσιογράφοι. Μία λένε το ένα, μία το άλλο. Δεν παίζαμε για τους δημοσιογράφους. Πρέπει να ξέρεις τι κάνεις.
Ποτέ δε διώξαμε τις εφημερίδες. Πρέπει όμως να ξέρουμε ότι κρίνουμε έναν προπονητή βάσει των επιτυχιών του. Πρέπει να δουλεύουμε όπως εκείνος θεωρεί σωστό. Η σχέση με τους δημοσιογράφους ήταν καλή, αλλά αυτό δε μας ωφέλησε. Αυτό πιστεύω. Είχαμε καλή σχέση, αλλά δεν κερδίσαμε κανέναν αγώνα με αυτό.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι όταν ένας προπονητής έχει επιτυχίες δεν είναι τόσο απλό.Έχει τις δικές του ιδέες.»

Για τις πρώτες σκέψεις μετά την ήττα με 5-1 στην Φινλανδία.
«Σκέφτηκα ότι κάποια πράγματα δε μου άρεσαν. Άλλαξα θέση σε κάποιους παίκτες. Όταν κάποιος χάνει μπορεί να δει καλύτερα και περισσότερα πράγματα. Μετά δουλέψαμε σιγά σιγά και αλλάξαμε θέσεις μέσα στην ομάδα. Κάθε αρχή και δύσκολη. Αυτό το λένε πολλοί.»

Για το 2-2 στην Αγγλία που έδωσε κάποια σημάδια αισιοδοξίας.
«Φυσικά ένα τέτοιο θετικό αποτέλεσμα είναι πάντα σημαντικό για την ομάδα. Μετά όλοι πίστευαν ότι μπορούμε να καταφέρουμε κάτι περισσότερο απ’ ό,τι μέχρι τότε. Κανείς δεν πίστευε ότι θα κάναμε τόσο μεγάλη επιτυχία. Η ισοφάριση όμως στα τελευταία δευτερόλεπτα με το φάουλ του Μπέκαμ ήταν σαν νίκη για μας. Έτσι την αντιλήφθηκα.

Για την κριτική που του έγινε αμέσως μετά το ματς στην Φινλανδία.
«Στο ποδόσφαιρο συμβαίνει το εξής. Το ποδόσφαιρο είναι ένα δημοφιλές άθλημα. Όλοι ξέρουν τα πάντα. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες στο γήπεδο. Μόνο ο προπονητής δεν ξέρει τι του γίνεται. Και μετά όλοι συζητούν μεταξύ τους. Το διοικητικό συμβούλιο, οι παράγοντες. Όλοι οι παίκτες είναι παντρεμένοι, έχουν συζύγους και συζητούν κι αυτοί μεταξύ τους.

Για ένα μόνο άτομο είναι τεράστιο καθήκον να αντιδρά όχι πάντα σωστά, αλλά με βάση τη λογική. Μέρα και νύχτα πρέπει να δουλεύουν οι κεραίες σου. Πάντα έλεγα “ανοίξτε το ραντάρ και σηκώστε τις κεραίες”. “Και να κοιμάστε με το ένα μάτι ανοιχτό”.

Για τις πρώτες αντιδράσεις μετά τις ήττες από Ισπανία και Ουκραία στα προκριματικά του 2004.
«Πάντα απογοητεύεσαι όταν χάνεις. Έμαθα όμως στη ζωή μου ότι όποιος δεν πιστεύει στις δυνατότητές του αποτυγχάνει. Έπρεπε να πιστεύουμε ότι έχουμε μια πιθανότητα. Έχεις μόνο μία επιλογή στο ποδόσφαιρο, να νικήσεις. Τίποτα δεν αντικαθιστά τη νίκη.

Όταν λένε “στο μέλλον θα γίνει το ένα και το άλλο”, είναι αβάσιμο. Πρέπει να βλέπουμε τι δουλειά έχουμε για τα επόμενα παιχνίδια. Είπα στους παίκτες ότι δεν είχε γίνει τίποτα. Στο τέλος θα κάνουμε απολογισμό.»

Για την έμπνευσή του με τον Γιαννακόπουλο στην Σαραγόσα.
«Κάτι ακόμα. Σ’ το έχω πει αυτό. Είδαμε στην πράξη κάποια πράγματα που αιφνιδίασαν ακόμα και τους παίκτες. Όπως όταν είπα στον Γιαννακόπουλο “Στέλιο, στη Σαραγόσα πρέπει να μπεις από έξω αριστερά”. Και είπε “όχι, δεν μπορώ”. Του είπα “έλα από αριστερά στη σέντρα και κάνε σουτ με το δεξί”. Έκανε σαν τρελός, αλλά έβαλε φανταστικό γκολ.
Πολύ συχνά στη ζωή μου έκανα τέτοια πράγματα. Άλλαζα τακτική και οι άλλοι άρχισαν να αμφιβάλλουν. Το κάνω εκ πείρας. Μιλήσαμε γι’ αυτό και μετά το εφαρμόσαμε.

Συγκεκριμένα για τον Γιαννακόπουλο πιστεύω ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος για αυτή τη θέση. Δεν είχα κανέναν για έξω αριστερά. Μου άρεσε όμως που έγινε. Θυμάμαι. Οι αμυντικοί έπαιζαν πολύ ανοιχτά. Δεξιά έπαιζε ο Σαλγάδο που μας είχε δυσκολέψει στην Λεωφόρο και είπα “Στέλιο, είσαι μικρόσωμος και ευέλικτος”.  “Να κινείσαι γρήγορα και θα τον δυσκολέψεις”. Και έτσι έγινε.

Για τον κόσμο που αγκάλιασε ξανά στην Εθνική και ήταν συγκλονιστικός στο ματς πρόκρισης με την Βόρειο Ιρλανδία.
«Πάντα έτσι είναι. Οι καλλιτέχνες ζουν από το χειροκρότημα. Όταν, για παράδειγμα, βγαίνουν οι ηθοποιοί στη σκηνή του θεάτρου πρώτα βλέπουν πόσος κόσμος είναι. Αν δεν έχει κόσμο απογοητεύονται. Μετά την πρόκριση σε εκείνο το ματς όλοι αγκαλιάζονταν στα αποδυτήρια, στις κερκίδες.
Ηταν μοναδική ευκαιρία να προκριθούμε. Αυτό μας απελευθέρωσε όλους και νιώθαμε τρελό ενθουσιασμό. Μόνο ο ενθουσιασμός όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται ψυχραιμία για να ακολουθήσουμε μια στρατηγική.»

Για το από πού απέρρεε η αισιοδοξία όταν η Εθνική πήγε στην Πορτογαλία.
«Ήμασταν αισιόδοξοι επειδή είχαμε προκριθεί. Ήταν η ίδια χαρά όπως στο στάδιο του Παναθηναϊκού. Ήμασταν χαρούμενοι που είχαμε προκριθεί. Ξεκινήσαμε με αυτή την αίσθηση της χαράς. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε, τα πάντα να κερδίσουμε.»

Για τον στόχο με τον οποίο ταξίδεψαν και την νίκη με την Πορτογαλία στην πρεμιέρα.
«Ήμασταν τα αουτσάιντερ. Στον πρώτο αγώνα πετύχαμε κάτι ξεχωριστό και πάλι ως αουτσάιντερ. Ακόμα και οι διοργανωτές οι Πορτογάλοι έχασαν από τη μικρή Ελλάδα. Είχαμε το ψυχολογικό πλεονέκτημα. Το πιο σημαντικό ήταν ότι οι Ευρωπαίοι, ακόμα και οι δημοσιογράφοι δεν ήξεραν τι παίκτες έχουμε. Μόνο εμείς το γνωρίζαμε.»

Για τους παίκτες του και το παράδειγμα με τον Σεϊταρίδη και τον Ρονάλντο.
«Είχαμε και εξαιρετικούς παίκτες. Οπως ο Δέλλας με ύψος 1,94 είναι σαν γίγαντας. Ο Σεϊταρίδης, ένας εξαιρετικά γρήγορος νέος με ένα καταπληκτικό σώμα, σαν Αδωνις. Ήταν ένας συνδυασμός. Είχαμε φτιάξει μια ομάδα με εξαιρετικούς ανθρώπους.

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι ο Σεϊταρίδης. Ήμασταν με τους δημοσιογράφους και τον Ρονάλντο, τον σούπερ σταρ. Ρώτησαν τον Ρονάλντο αν ξέρει τους Ελληνες και είπε “δεν ξέρω κανέναν”. Εμείς το πήραμε χαμπάρι και είπα στον Σεϊταρίδη “σήμερα διαβάσαμε ότι δεν ξέρει ποιος είσαι, δεν ξέρει κανέναν μας”. “Απόψε το βράδυ όμως, όταν καταφέρεις να το ανατρέψεις αυτό, μετά το παιχνίδι θα ξέρει καλά ποιος είσαι”. Αυτό βοήθησε τον παίκτη.
Του είπα “μπορείς, είσαι εξίσου γρήγορος”. “Δε σε ξέρει κανείς, αλλά μπορείς να περάσεις τον Ρονάλντο”.

Οι παίκτες ήταν σε μια ηλικία που δεν είχαν ζήσει κάτι τέτοιο. Ήταν γεμάτοι λαχτάρα να κάνουν επιτυχία. Όλοι ήταν στην καλύτερη φόρμα τους. Σε άριστη φυσική κατάσταση.

Ο Δέλλας, λόγου χάρη, όταν μιλάμε για διάπλαση ήταν 1,94 μέτρα με απίστευτη αυτοπεποίθηση. Δε φοβόταν κανέναν. Ούτε τον Ντέκο ούτε κανέναν. Ο Δέλλας όρθωνε το ανάστημά του. Ένας άντρας με τρομερή αυτοπεποίθηση.

Να πω κάτι ακόμα για τους παίκτες. Όλοι ήταν ιδιαίτερες προσωπικότητες. Ο Νικοπολίδης είχε επίσης αυτοπεποίθηση. Ο Φύσσας, ο Καραγκούνης ο Μπασινάς και ο Ζαγοράκης ήταν στην καλύτερή τους φόρμα. Ο Γιαννακόπουλος παρότι μικρόσωμος δεν φοβόταν κανέναν.»

Για το δεύτερο ματς με την Ισπανία.
«Πάντα το καλύτερο κίνητρο για να δουλέψει κανείς είναι η επιτυχία. Σε κάθε επάγγελμα νιώθεις καλά όταν έχεις επιτυχία. Χωρίς επιτυχίες χάνεις την αυτοπεποίθησή σου. Όσες περισσότερες επιτυχίες είχαμε τόσο περισσότερο αναθαρρούσαν οι παίκτες. Και εμείς πάντα λέγαμε “μη φοβάστε. Και οι άλλοι έχουν δύο πόδια”. Την Ισπανία την είχαμε ήδη νικήσει στη Σαραγόσα και απλά πιστεύαμε ότι μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε ξανά.»

Για το ματς  με την Ρωσία.
«Νιώθαμε έναν ιδιαίτερο σεβασμό για τους Ρώσους επειδή είχα συναναστραφεί πολύ τους Ρώσους  στην ποδοσφαιρική μου καριέρα στη Βέρντερ Βρέμης. Ήξερα πόσο καλό ποδόσφαιρο παίζουν. Ήταν μεγάλη τύχη που μπήκε εκείνο το γκολ του Βρύζα. Ίσως δεν παίξαμε τόσο καλά, αλλά το γκολ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που συνεχίσαμε. Όσοι δεν ξέρουν από ποδόσφαιρο πίστευαν ότι μετά από τρεις αγώνες θα γυρνούσαμε πίσω.»
Για το μεγάλο προημιτελικό με την Γαλλία και το πώς έμψύχωσε τους παίκτες.

«Πριν παίξουμε με τη Γαλλία είπα στα παιδιά “σήμερα παίζουμε με τον πρωταθλητή Ευρώπης και κόσμου. Φανήκαμε πολύ τυχεροί ως τώρα. Κάποια στιγμή αυτή η επιτυχία των Γάλλων θα τελειώσει. Υποσυνείδητα γνωρίζουμε ότι εναντίον της Ελλάδας οι Γάλλοι θα είναι και λίγο υπερόπτες.”
Οπότε είπα στα παιδιά και μπορείς να το επιβεβαιώσεις αυτό. “Απόψε θα χάσουν από την Ελλάδα”.

‘Οταν ειπώθηκε αυτό, που ήταν φυσικά υπερβολικό όλοι πήραν μπρος. Ο Κατσουράνης κάλυψε τον Ζιντάν και πήρε το παιχνίδι πάνω του. Εμείς ακολουθήσαμε την τακτική μας, δείξαμε μεγάλη αντοχή στο παιχνίδι και νικήσαμε.

Ο Ζαγοράκης πέρασε με μια υπέροχη ντρίπλα τον Λιζαραζού. Το τέλειο ποδόσφαιρο. Αυτό ήταν. Και ο Χαριστέας κατάφερε να σκοράρει από τα πλάγια. Ο Χαριστέας ήταν επίσης σε άψογη φόρμα.»

Για τον ημιτελικό με την Τσεχία.
«Πρέπει να συγκεντρώνεσαι στο επόμενο παιχνίδι. Είναι το πιο σημαντικό. Να μη μιλάς για πράγματα όπως το να κερδίσεις το λαχείο. Θα το ονειρεύεσαι πολύ. Το σήμερα είναι σήμερα. Πρέπει να κάνουμε τη δουλειά που αναλάβαμε. Όχι να σκεφτόμαστε τι θα γίνει σε έξι χρόνια ή έξι εβδομάδες ενώ σήμερα δεν έχουμε καταφέρει τίποτα.
Οι Τσέχοι ήταν στην καλύτερή τους φόρμα. Ναι, αλλά είχαμε πει ότι δεν είχαμε να χάσουμε τίποτα πια. Ήμασταν ήδη οι νικητές της διοργάνωσης. Μετά το παιχνίδι με τη Γαλλία είπα σε συνέντευξη τύπου ότι το σκορ έκανε το γύρο του κόσμου. Στο Τόκιο, τη Μελβούρνη, τη Νέα Υόρκη τέντωσαν τα αφτιά τους.

Αργότερα επαναλήφθηκε αυτό. Μετά όμως τη νίκη επί της Γαλλίας ήμασταν οι νικητές της διοργάνωσης. Υπήρχε αυτή η αίσθηση. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε πια. Ήμασταν ήδη οι νικητές. Συνεχίστε έτσι στο επόμενο παιχνίδι τους είπα.
Αντιμετωπίζεις έναν λίγο καλύτερο αντίπαλό σου με στρατηγική. Οι παίκτες είχαν μόνο μία σκέψη πια. Το παιχνίδι που θα μας οδηγούσε στον τελικό. Όσο προχωρούσαμε αυξανόταν η αυτοπεποίθησή τους. Η διάθεση και η ατμόσφαιρα στην ομάδα ήταν απίστευτες. Δεν ήταν τόσο απλό.

Στο παιχνίδι όμως ο Τσιάρτας με το μαγικό του πόδι χτύπησε αυτό το υπέροχο κόρνερ και ο Δέλλας σκόραρε.»

Για το αν κατάλαβε εκείνη την στιγμή ότι το ασημένιο γκολ έδωσε την πρόκριση.
«Προσπαθώ πάντα να μένω ήρεμος. Να αποφεύγονται οι διαχυτικότητες και να βλέπω τη γενική εικόνα. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του ’74 στη Γερμανία έπαιζε το Καμερούν με την Ιταλία και προηγήθηκε 1-0. Ο πρόεδρος και όλοι οι παράγοντες χόρευαν πίσω από το τέρμα και έχασαν 7-1.

Δεν είμαι υπέρ των υπερβολών, όλοι να τρέχουν εδώ κι εκεί. Όπως σήμερα στο ποδόσφαιρο. Κάποιος βάζει ένα γκολ και μετά αρχίζει να τρέχει, βγάζει τη φανέλα του, φιλάει τους άλλου και λέει “είναι εκεί η γιαγιά μου”. Όταν γυρνάει στο παιχνίδι οι συμπαίκτες του λένε “όσο έλειπες χάσαμε”.

Γυρνά στο σπίτι του και λέει στη γυναίκα του “έπαιξα ωραία σήμερα”. “Ο κόσμος χειροκροτούσε”. “Ποιο είναι το σκορ;” “χάσαμε 4-1”.

Εκείνη τη στιγμή ήξερα όμως ότι τα είχαμε καταφέρει. Το ήξερα εκείνη τη στιγμή που έπαιζαν. Ήθελα όμως να μείνω λίγο προσγειωμένος επειδή ήδη είχαμε προκαλέσει αίσθηση φτάνοντας στον τελικό.»

Για όλες τις μέρες και την προετοιμασία πριν τον μεγάλο τελικό.
«Όλη η Ελλάδα είχε βγει στους δρόμους. Πριν από κάθε παιχνίδι έλεγα στους παίκτες μου  να μη χάνουν τη γενική εικόνα. Πρέπει να συγκεντρωνόμαστε στην ουσία. Όταν έχουμε και άλλους αγώνες και υπάρχει ασυδοσία χάνουμε τη γενική εικόνα.

Εγώ δεν είχα γούρια. Όπως πάντα, πριν από κάθε ματς έπινα καφέ και νερό. Στην προετοιμασία μας, όπως είπα είχαμε ασχοληθεί μόνο με τους αντιπάλους και τους παίκτες μας.

Όπως στο σκάκι έτσι και σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου υπάρχουν χιλιάδες δυνατότητες.. Προσπαθήσαμε όλα αυτά να τα αντιληφθούμε και να είμαστε έτοιμοι για το απρόβλεπτο. Πάντα συγκεντρωνόμασταν μόνο στην ουσία και στη λεπτομέρεια.»

Για την ημέρα του τελικού πριν η ομάδα μπει στο γήπεδο.
«Όλος ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος. Όταν πηγαίναμε με το λεωφορείο στο στάδιο επικρατούσε τρέλα. Είπαμε ότι ήδη τους είχαμε νικήσει μία φορά και φυσικά θα ήθελαν τη ρεβάνς. Οι Πορτογάλοι πίστευαν 100% ότι θα μας νικούσαν. Έβλεπαν την ήττα τους ως ατυχία. Κανονικά θα είχαν νικήσει εκείνοι.

Ήταν όμως η ευκαιρία για τους Ελληνες. Είχαμε ήδη δείξει ότι μπορούμε να νικήσουμε την Πορτογαλία. Ο Σεϊταρίδης έδειξε ότι μπορεί να παίξει εναντίον του Ρονάλντο. Ξέρουμε τον Φίγκο, τον Παουλέτα και όλους αυτούς τους παίκτες. Ξέρουμε ακριβώς τι κάνουν. Το έχουμε ήδη δει. Και, φυσικά, έχουμε αυτή τη μοναδική ευκαιρία…το λέω γεμάτος πάθος…να γίνουμε αθάνατοι στο ποδόσφαιρο και στην Ελλάδα.

Αυτή είναι σήμερα η ευκαιρία μας. Αυτό ήταν το κίνητρο. Μια επιτυχία για την αιωνιότητα. Με αυτό το κίνητρο πρέπει να μπούμε στο παιχνίδι.»

Για το τί σκέφτηκε αμέσως μετά το σφύριγμα της λήξης του τελικού.
«Ότι είχαμε καταφέρει κάτι απίστευτο. Κάτι που θα έχει αξία στην αιωνιότητα. Ωστόσο δε θα ξεχάσω ότι ξετυλίχτηκαν σκηνές απείρου κάλους. Ο Καραμανλής είχε έρθει στα αποδυτήρια. Όλοι έκαναν σαν τρελοί. Δεν ξέρω καν τι έγινε στο ξενοδοχείο. Τις επόμενες ώρες δεν ξέρουμε καν τι έγινε.»

Για το ποιο ήταν τελικά το μυστικό της επιτυχίας εκείνης της ομάδας.
«Νικήσαμε…επειδή κανένας στον κόσμο όλο ή στην Ευρώπη δεν το υπολόγιζε ότι η Ελλάδα είχε καλή ομάδα το 2004. Γι’ αυτό γίναμε πρωταθλητές Ευρώπης. Είχαμε μια καλή ομάδα.»

Για την παραφιλολογία των Πορτογάλων ότι ο Γερμανός οδοντίατρος Μερκ και διαιτητής του τελικού ήταν οδοντίατρος του Ρεχάγκελ.
«Όχι ο δικός μου οδοντίατρος. Ο δικός μου είναι στη Στουτγάρδη. Οι δημοσιογράφοι πάντα κάτι ψάχνουν.  Όμως θα σου πω κάτι. Ημουν από το ’66 ως το ’71, είμαι λίγο πιο μεγάλος από εσάς. Από το ’66 ως το ’71 έπαιζα στην Καϊζερσλάουτεν. Ο Μερκ, όταν ήταν μικρός, καθόταν στα γόνατά μου επειδή ο πατέρας του συντόνιζε την ομάδα νέων της Καϊζερσλάουτεν.

Τους ήξερα πολύ καιρό. Αυτό όμως δεν είχε σχέση με τον αγώνα. Ειδικά αυτός ο διαιτητής μου είχε φερθεί σκληρά. Κανείς δεν παρατήρησε ότι μετά το τέλος του αγώνα δεν αγκάλιασα τον Μερκ επειδή γνωριζόμασταν καλά και δεν ήθελα να κινήσω τις υποψίες των δημοσιογράφων. Οι δημοσιογράφοι αυτά έγραφαν.»

Για την επιστροφή στην Αθήνα.
«Καθώς ήμασταν στο αεροπλάνο για Αθήνα ο πιλότος είπε “θα κάνουμε ακόμα μία στροφή για να δούμε τι γίνεται στην Αθήνα και όντως από ψηλά είδαμε ότι γινόταν χαμός”. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι μάς συνόδευαν από το δρόμο στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Για μια διαδρομή 45 λεπτών χρειαστήκαμε τέσσερις ώρες.

Τη στιγμή που νικήσαμε δεν είχα ακόμα καταλάβει τι έγινε.Μετά το συνειδητοποιείς. Ο πρόεδρος πέταξε μαζί μας στο Τορόντο, την Αυστραλία. Παντού βλέπαμε κόσμο σε κατάσταση παραφροσύνης. Λόγου χάρη στο Τορόντο οι παίκτες του χόκεϊ στον πάγο, του πιο δημοφιλούς σπορ κάνουν κάθε χρόνο μια παρέλαση.

Αυτοί που έχουν μεγάλη επιτυχία είναι πάντα οι παίκτες του χόκεϊ στον πάγο. Οι Έλληνες ήταν πάντα πίσω. Για πρώτη φορά ήταν οι Έλληνες πρώτοι στην παρέλαση. Ήταν απίστευτο.  Πήγαμε στην Αυστραλία, παντού. Έμαθα ότι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας είναι η Μελβούρνη. Απίστευτο. Ήταν ξεκάθαρο πώς ένιωθε ο κόσμος.

Η Ελλάδα δεν είχε ζήσει ποτέ ως τότε κάτι παρόμοιο. Ήταν ένα θαύμα ότι είχαμε γίνει πρωταθλητές Ευρώπης. Κανείς δεν το περίμενε ούτε στα πιο τρελά όνειρά του. Γι’ αυτό ο κόσμος εκστασιάστηκε. 

Οι δημοσιογράφοι πιστεύουν ότι με το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα οι Έλληνες συσπειρώθηκαν περισσότερο. Ακουγόταν αυτό, αλλά είναι άλλο θέμα αν ισχύει αυτό.»

Για την σχέση του με την Ελλάδα.
«Μια ωραία επικεφαλίδα μιας αθλητικής εφημερίδα έγραφε “Ευχαριστούμε, κύριε Οθωνα”. Ήταν πολύ ωραία. Αυτό μου άρεσε περισσότερο. Πάντα ήμουν ρεαλιστής άνθρωπος. Φυσικά τρελάθηκα από τη χαρά μου αλλά έμεινα προσγειωμένος.

Μπορώ να το πω με μία πρόταση. Όποιος έχει την τύχη, όπως είχα εγώ στη ζωή μου εννέα χρόνια να ζει στην Ελλάδα ή στην Αθήνα θα βάλει για πάντα την πόλη και τη χώρα αυτή στην καρδιά του. Ωστόσο είμαι Γερμανός 100%.
Οι Γερμανοί πάντα είχαν σχέσεις με την Ελλάδα. Είχε υπάρξει ο βασιλιάς Οθωνας Α’. Εγώ είμαι βασιλιάς ο Οθωνας Β’.Ο βασιλιάς Οθωνας Α’ βέβαια είχε μείνει 30 χρόνια εκεί.»

Για το πρότυπο της παιδικής του ηλικίας.
*Στο πλαίσιο της τηλεοπτικής συνέντευξης για τα κανάλια Novasports ο Ότο Ρεχάγκελ πήγε βόλτα τον Αποστόλη Λάμπο στο προπονητικό κέντρο της Ρότβαϊς Έσεν όπου υπάρχει ένα άγαλμα του Χέλμουτ Ραν.

«Αυτός είναι από τους πιο διάσημους ποδοσφαιριστές όταν η Γερμανία πήρε το παγκόσμιο το ’54. Ο Χέλμουτ Ραν. Ήταν στον τελικό του 1954 όταν η Γερμανία έγινε παγκόσμια πρωταθλήτρια στην Ελβετία. Χάναμε με σκορ 2-0 και νικήσαμε 3-2. Ήταν ο ήρωας της νιότης μας. Αυτό έγινε όταν ήμουν 16 χρόνων. Τότε έγινε ο τελικός.

Κανείς όμως δεν είχε τηλεόραση. Μόνο στις μπιραρίες. Πηγαίναμε σε μια μπιραρία και βλέπαμε τον Χέλμουτ Ραν.  Τις Κυριακές πάντα πηγαίναμε στη Ροτβάις Εσεν που έπαιζε ο Ραν. Ημασταν παιδιά. Όλοι βρισκόμασταν εδώ και ξαφνικά είδαμε να έρχεται ένα 190 SL. Ήταν ονειρεμένο αυτοκίνητο. Ξέρεις το 190 SL της Mercedes; Καμπριολέ. Και εκεί είδαμε από κοντά τον Χέλμουτ Ραν με τη γυναίκα του. Αυτό ήταν το όνειρό μου.

Αργότερα έπαιξα και εγώ στη Ροτβάις αλλά τη χρονιά που πήγα στην πρώτη ομάδα είχε φύγει. Αλλά είχα παίξει με αυτόν το μεγάλο παίκτη σε ματς βετεράνων. Είναι ένας από τους πιο γνωστούς ανθρώπους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Όλοι τον γνωρίζουν. Ήρθε από έναν πολύ μικρό σύλλογο. Είχε απίστευτο σουτ. Έπαιζε και γρήγορο ποδόσφαιρο. Γρήγορος με δυνατό σουτ. Είχε βάλει πολλά γκολ. Στον τελικό έβαλε δύο γκολ

Για το όνειρο της Ρότβαϊς Έσεν
«Μετά τον πόλεμο δεν είχαμε λεφτά. Ήθελα να του μοιάσω. Η ομάδα Ροτβάις Εσεν ήταν η καλύτερη της Γερμανίας το 1955. Ήμουν αποφασισμένος να παίξω για αυτή την ομάδα μια μέρα. Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Δεν ξέρω, χρειάζεται και τύχη. Συγκέντρωση.

Για την Τους Ελένε όπου πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο και το όνειρο της Ρότβαϊς
Στη συνέχεια η βόλτα συνεχίστηκε στο γηπεδάκι όπου έπαιξε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο για λογαριασμό της Τους Ελένε, ομάδας του Έσσεν. Στον σύλλογο αυτόν ο Ότο Ρεχάγκελ γράφτηκε στην ηλικία των 12 ετών.

«Δέκα χρόνια, από το ’50 ως το ’60, ήμουν στην Του Ες Ελένε. Το 1960 έπαιζα στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα με τη Ροτβάις. Τότε μου έκανε προσφορά η Εσεν και το ’60 πήγα στη Ροτβάις. Φυσικά αυτό ονειρευόμουν.
Ο σύλλογος Του Ες Ελένε ιδρύθηκε το 1928. Ηταν σύλλογος των ανθρακωρύχων. Εκείνοι τον ίδρυσαν. Ο διευθυντής του ορυχείου ήταν ο χορηγός. Πριν ήταν σύλλογος που είχε λεφτά, αλλά τώρα δεν έχει. Εδώ πέρασα δέκα χρόνια της νιότης μου. Εδώ παίζουν πλέον δύο σύλλογοι και φτιάχνουν περισσότερες θέσεις και γενικά τα φτιάχνουν όλα καινούρια. Τίποτα δεν θυμίζει το πώς ήταν παλιά.

Θυμάμαι σε αυτό το γήπεδο είχα πιάσει ένα πολύ ωραίο κόρνερ με κεφαλιά. Πάντα ήμασταν τρελοί για το ποδόσφαιρο. Ήμασταν τρία παιδιά που αργότερα βρεθήκαμε στην ίδια ομάδα. Ήμουν τυχερός που ξεκίνησα σε έναν τέτοιο σύλλογο.

Και κάθε φορά ανέβαινα ένα στάδιο. Μετά ήμουν αναπληρωματικός στο σύλλογο. Ήθελα μόνο να πάω στην πρώτη ομάδα. Ήταν ο πρώτος μου στόχος. Ο απλός κόσμος που έμενε εδώ πάντα μας φρόντιζε. Σε εκείνο το σπίτι απέναντι φρόντιζαν να είμαστε εντάξει.

Ήμασταν πολύ νέοι για να καταλαβαίνουμε τι γίνεται. Οι γονείς μας μας έλεγαν τι δεν πρέπει να κάνουμε. Και στο σύλλογο ζητούσαν πάντα πειθαρχία και τάξη. Η φροντίδα του κόσμου ήταν όμως καταπληκτική. Νοιάζονταν πολύ για εμάς.

Για το αν συγκρίνει το EURO 2004 με το πρωτάθλημα με την Καϊζερσλάουτερν καθώς κι εκείνο ήταν ένα θαύμα.
Στην ερώτηση αυτή αμέσως του ήρθε στο μυαλό η Βέρντερ Βρέμης και μιλά μόνο γι’ αυτήν, ξεκαθαρίζοντας ότι μιλά για την μεγάλη του επιτυχία στην Γερμανία.

Ημουν 14 χρόνια στη Βέρντερ Βρέμης. Η μεγάλη μου επιτυχία στη Γερμανία στο γερμανικό πρωτάθλημα έγινε με την Βέρντερ Βρέμης. Έκανα επιτυχία ως προπονητής. Όταν πάω στο στάδιο της Βρέμης και βλέπω τον κόσμο στους δρόμους είναι σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Με τη Βέρντερ Βρέμης πήραμε δύο φορές το πρωτάθλημα Γερμανίας. Δύο φορές το κύπελλο Γερμανίας.»

Για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή με τον οποίο συνεργάστηκε στην Ελλάδα.
«Λόγου χάρη μού έκανε εντύπωση η απίστευτη κυριαρχία και η αυτοπεποίθηση του Δέλλα. Ο “κολοσσός της Ρόδου”. Αποτελούσε εγγύηση ότι όποιος είναι πίσω του δεν κινδυνεύει. Αν δε βάλουμε γκολ συνεχίζουμε. Αν πήγαινε καλά στην αρχή τίποτα δεν τον σταματούσε.

Ο Καραγκούνης είχε απίστευτο πάθος για την επιτυχία. Πίστευε περισσότερο από εμάς ότι μπορούμε να νικήσουμε. Σε κάθε προπόνηση έδινε τα πάντα. Μπορούσε να συζητά πάντα για το ποδόσφαιρο. Πάντα έβαζε όλη την καρδιά του.

Για τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου.
«Το μειονέκτημα είναι ότι είστε μόνο 13 εκατομμύρια άνθρωποι. Δεν έχετε μεγάλα περιθώρια επιλογής όπως άλλες χώρες. Υπάρχουν όμως πλεονεκτήματα. Για να έχεις μια καλή ομάδα είναι σημαντικό να υπάρχουν βάσεις. Σε όλη τη χώρα πρέπει να οργανωθούν ομάδες νέων. Να μην πάνε χαμένα τα ταλέντα. Ενας καλός προπονητής, όπως έλεγα πάντα στους παίκτες μας πρέπει να βοηθά τους νέους. Το πλεονέκτημά σας είναι ο ενθουσιασμός σας. Έχετε επίσης ταλέντο.»

Για το πώς αφουγκράζεται όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
«Κάθε μέρα υπάρχουν άρθρα στις εφημερίδες. Με προτροπή της γερμανικής κυβέρνησης βρέθηκα και ο ίδιος στην Ελλάδα. Η διάθεση ήταν επιθετική, όπως και στις επιστολές των πολιτικών. Εγώ είπα πως ό,τι κι αν γίνει θα μείνουμε φίλοι. Θα γίνει διάλογος. Ο κόσμος στην αρχή αντέδρασε με δυσπιστία και βία αλλά μετά ηρέμησαν τα πνεύματα.
Ένα λάθος των Ελλήνων ίσως είναι πως καμιά φορά δεν είναι αρκετά διπλωματικοί. Υπερβάλλουν καμιά φορά. Δεν είναι αρκετά προσεκτικοί στο τι λένε. Καμιά φορά πρέπει κανείς να ηρεμήσει. Το έχω ζήσει αυτό. Τρεις τέσσερις μέρες μετά τα πνεύματα ηρεμούν.

Η ευχή του Ρεχάγκελ για το Μουντιάλ
«Ελπίζω ότι οι οπαδοί να δείξουν εξίσου μεγάλο ενθουσιασμό όταν παίξει η ομάδα στη Βραζιλία. Να τη στηρίξετε όπως το 2004. Εύχομαι στους Ελληνες καλή τύχη.»

Η ευχή του Ρεχάγκελ για την ελληνική κοινωνία
«Μετά από κάποιους εκνευρισμούς επήλθε ξανά ηρεμία. Δεν υπάρχει όμως απόλυτη ηρεμία. Όλοι πρέπει να προσπαθήσουν να αναρωτηθούν τι λάθη έχουν κάνει. Πρέπει να γίνει διάλογος και να σκεφτούμε ότι πάντα υπήρχε και θα υπάρχει γερμανοελληνική φιλία.»