Ο Χρήστος Καούρης γράφει στο προσωπικό του blog για τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις και συνιστά ψυχραιμία.

Ψυχραιμία, μου συστήνουν οι γύρω μου. 

Αφού ζούμε με δανεικά τόσο καιρό, να γυρέψω και εγώ λίγη, και την πληρώνω όσο-όσο. 

Που έχει, γιατρέ μου, λίγη ψυχραιμία;

Κουράστηκα, αλήθεια, να είμαι ψύχραιμος. 

Ψύχραιμα ή όχι, παραδέχομαι τη χρεωκοπία μου.  Τη δική μου, αυτή που μου αναλογεί. 

Που μεγάλωσα σε θρανία περικυκλωμένος από δασκάλους που έβαζαν διλήμματα “μαθηματικά ή ζωγραφιές”, όταν οι γονείς ρώταγαν γιατί η τάξη θυμίζει γραφείο του Ι.ΚΑ. Που η δασκάλα των Θρησκευτικών μου έκανε παρατήρηση όταν την ρώτησα τι γράφτηκε πρώτα, ο Δευκαλίωνας ή ο Νώε. Που μάθαινα ημερομηνίες στην Ιστορία χωρίς να μάθω τι σημαίνει να γράφεται ιστορία. Που μου έλεγαν για κοτζαμπάσηδες χωρίς να μου εξηγήσουν πρώτα τι είναι προδότης. Που ήθελαν να μου μάθουν Γεωμετρία χωρίς να μου δείξουν πως να αγαπώ τη φαντασία της. Που στα 15 μου, μου ζήτησαν ” να διαλέξω δέσμη και να πάρω το δρόμο μου”, και ήταν ότι με έχει τρομοκρατήσει πιο πολύ ως τώρα στη ζωή μου. 

Που πέρασα τη φοιτητική μου ζωή ευχαριστημένος με τη γκρίνια μου. Που καταλάβαινα ότι κάτι πάει στραβά όταν άκουγα τους φίλους μου, 20 χρονών έφηβους, να παίζουν στο χρηματιστήριο και να αναλύουν με ύφος post-doc “γιατί θα κάνει limit – up η μετοχάρα μου αύριο”. Που απορούσα πως είναι δυνατόν να δηλώνεις ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητα στα 20φεύγα σου, πως γίνεται στην ηλικία της αμφισβήτησης να κοπιάρεις το στάτους του μπαμπά σου. Που αποκοίμιζα την συνείδηση μου όταν πήγα στη συγκέντρωση για τον Οτσαλάν και τους βομβαρδισμούς στα Βαλκάνια και έδινα το τζιν που δεν μου έκανε πια στους φτωχούς. Που τους άφησα να με ψήσουν “να πάρω ένα χαρτί στα χέρια μου”, χωρίς να ξέρω ούτε τι αγαπώ, ούτε σε τι θα μου χρησιμεύσει. Που άφησα να περάσει στο πετσί μου ότι το επόμενο βήμα είναι “ένα μάστερ στην Αγγλία”, έτσι γενικά και αόριστα. Που δεν έφτυσα στη μούρη τον πρώτο που γύρισε, γύρω από μια γύρα μπύρες, “πως θα βρούμε μια μπίζνα να κονομήσουμε”. Χωρίς παιδεία, εκπαίδευση, έμπνευση, δημιουργία, εφευρετικότητα, κόπο. Μόνο γρήγορο χρήμα. Και μια τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο. 

Που όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο δεν έχασα ούτε μια συνέλευση του φοιτητικού συλλόγου, αλλά ποτέ δεν μπήκα στη φωτιά. Άφησα τους μεταμφιεσμένους στρατούς να αλωνίζουν. Να δέχομαι να συζητάμε για την Παλεστίνη, αλλά να μην απαιτώ να δημοσιεύονται οι απαντήσεις στα θέματα της εξεταστικής.  Που άφησα τους επαγγελματίες της μετεφηβικής πολιτικής να κλείνουν τη σχολή μου και ταυτόχρονα να πουλάνε το κατάλληλο μίγμα τραμπουκισμού και εκδούλευσης στους διεφθαρμένους Πρυτάνεις. Που έγινα μέλος της γενιάς στην οποία “είναι εντάξει” να τελειώνεις τη σχολή σου με δυο χρόνια καθυστέρηση, γιατί είναι δύσκολη. Που κρύφτηκα πίσω από ιερές αγελάδες όπως το πανεπιστημιακό άσυλο, αλλά δεν διεκδίκησα ποτέ, ούτε ως φοιτητής Βιολογίας, να ξεκινήσει από εμάς η συστηματική ανακύκλωση και η έμπρακτη φροντίδα για το περιβάλλον. 

Που επέτρεψα στην απογοήτευση να με απομακρύνει από τις εφημερίδες και την ενημέρωση, την απολιτίκ μόδα του “δεν ασχολούμαι με την πολιτική” να δηλητηριάσει τη σκέψη μου. Που δεν πήγα στο δημαρχείο της πόλης μου να μάθω πως μπορώ να κάνω καταγγελία για τον δρόμο που στρώθηκε στη γειτονιά μου με χαλασμένο μοιρογνωμόνιο. Που ελάχιστα ενδιαφέρθηκα αν όλα τα κλαμπ της παραλιακής θησαύριζαν με άδειες αναψυκτήριου. Που έκανα τον εαυτό μου μέρος του ακροατηρίου της ζούγκλας που ήθελε να μου μάθει πως να ξεφτιλίζεις ζωές είναι δημοσιογραφία, την ίδια στιγμή που μπορούσε πολιτικός να σκοτώνει μεθυσμένος με το αμάξι του και δύο εβδομάδες μετά να μην το θυμάται κανείς. Που και στον αθλητισμό ακόμη, ψήθηκα πως η πρωτιά τα ξεπερνά όλα. Την ντόπα, τη διαφθορά, τη σαπίλα. Όλα. 

Που με αυτά τα εφόδια, αυτή την οκνηρία και τη συγκεκριμένη πνευματική αποχαύνωση και αναπηρία, πίστεψα τάχα πως η κρίση θα έφερνε μια καλύτερη μέρα. Και που όταν γρήγορα κατάλαβα το λάθος, νόμιζα ότι ήμουν έτοιμος να αξιολογήσω τι διάολο συμβαίνει γύρω μου. 

Και τώρα πια περιμένω στην ουρά. Όχι του ATM, αλλά της ελπίδας. Θυμωμένος πρώτα με μένα και μετά με εσάς, να παρακολουθώ τις ιστορικές στιγμές που πάντα ήθελα να ζήσω να ξετυλίγονται μπροστά μου. Άλλα με ελάχιστα στις αποσκευές μου πέρα από όση ελπίδα απομένει στους αφελείς και όσο κυνισμό έμαθα να συνθέτω μεγαλώνοντας. 

Θα δοκιμάσω λοιπόν, την ψυχραιμία.