Η βαριά ήττα της Εθνικής μπάσκετ κάτω των 19 στο νοκ άουτ παιχνίδι με τους Γάλλους στην Κρήτη δεν αποτελεί εθνική ντροπή, ούτε βεβαίως επιτάσσει να δούμε την κεφαλή του προπονητή και των παικτών επί πίνακι. Αυτές οι νοοτροπίες και οι πρακτικές είναι ασύμβατες με το μπάσκετ και τον αθλητισμό γενικότερα, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για παιδιά αυτών των ηλικιών.
Από εκεί και πέρα όμως είναι ξεκάθαρο ότι η εικόνα της Εθνικής στο Παγκόσμιο, με κερασάκι στην τούρτα το χθεσινό παιχνίδι, μας έστειλε ξανά ένα μήνυμα, το οποίο εδώ και χρόνια όλοι μέσα στην οικογένεια του μπάσκετ υποκρινόμαστε ότι δεν έχει παραληφθεί ποτέ. Φανέρωσε κάθε παθογένεια και στρέβλωση που υπάρχει στο οικοδόμημα, με σημείο αναφοράς την παραγωγική διαδικασία. Μας υπενθύμισε ότι εδώ και αρκετό καιρό τα κάνουμε (σχεδόν) όλα λάθος, από την πρώτη μέρα που πιάνει ένα παιδί μια μπάλα μπάσκετ για να προσπαθήσει συγκροτημένα και μέσα σε πλαίσιο να αναπτύξει το ταλέντο και τις δεξιότητές του.
Έχουμε μείνει στο μπάσκετ του 2000, όταν μπορούσες χάρη στο υψηλό μπασκετικό IQ, την πονηριά και τις σωματικές επαφές, να χειραγωγήσεις ανώτερους σε ταλέντο αντιπάλους και αυτή ακριβώς την εικόνα παρουσιάσαμε στο Παγκόσμιο. Μονάχα που αυτά τα κόλπα δεν πιάνουν πλέον, αφού οι Γάλλοι (αλλά και οι Ρώσοι, στο δεύτερο παιχνίδι του ομίλου) έτρεχαν και πηδούσαν από πάνω μας.
Υστερούμε δραματικά σε κορμιά και αθλητική ικανότητα, την ίδια ώρα που ακόμα δεν έχουμε απαλλαγεί πλήρως από τις αγκυλώσεις μας γύρω από το σουτ.
Η λογική «χαλάει την ομάδα όποιος σουτάρει γρήγορα», που έγινε ευαγγέλιο για τους Έλληνες προπονητές την δεκαετία του ’80, είναι βαθιά ριζωμένη στο DNA μας κι όσο κι αν προσπαθούμε να την αποβάλουμε (με πιονέρο εδώ και δύο 10ετίες τον Στέργιο Κουφό), είναι δύσκολο να πάμε κόντρα στη φύση μας. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης που υποβόσκει ακόμα και σήμερα, λίγους μήνες πριν μπούμε στο 2020, δεν αφιερώνουμε τον κατάλληλο χρόνο στην διδασκαλία του σουτ (αλλά σε έναν βαθμό και των υπόλοιπων βασικών).
Βάζοντας όλα αυτά κάτω από το μικροσκόπιο, οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι με τους προπονητές μας και το modus operandi τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων δεν έχει την δυνατότητα να τους προσφέρει τις ώρες που απαιτούνται στα γήπεδα για να γίνουν όλα αυτά με τον τρόπο που πρέπει. Και ειδικά το κομμάτι της σωστής εκγύμνασης ενός μπασκετμπολίστα απαιτεί εργατοώρες που σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα ουσιαστικά αυξάνουν τον συνολικό όγκο δουλειάς στο διπλάσιο.
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό για μια χώρα που κάθε γειτονιά έχει τουλάχιστον ένα γήπεδο μπάσκετ, δεν υπάρχουν οι υποδομές για να υποστηρίξουν τον όγκο των αθλητών. Μοιραία οι προπονητές μπαίνουν συχνά σε λογικές και καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίζουν να φωνάζουν «διάβασε, διάβασε» σε ένα παιδί 13-14 ετών που προσπαθεί ντριπλάροντας να πάρει ένα σκριν, αλλά ακόμα είναι τόσο «άγουρο» που κάνει τρεις-τέσσερις φορές βήματα. Πρώτα θα μάθει τα θεμελιώδη και μετά όλα τα άλλα.