Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει για τη δημιουργία της μεγαλύτερης δυναστείας του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, τη θρυλική Βαρέζε. Και ανακαλύπτει μόνο… ομοιότητες με την αντίστοιχη του Παναθηναϊκού.

Από το 1996 και αφετηρία το Παρίσι μέχρι το 2011 και κατάληξη τη Βαρκελώνη ο Παναθηναϊκός κατάφερε να κατακτήσει έξι τίτλους πρωταθλητή Ευρώπης. Έξι τίτλους μέσα σε διάστημα 15 χρόνων, ένα επίτευγμα που για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του δίνει μια θέση στις Ευρωπαϊκές μπασκετικές δυναστείες. Μόνο που όσα πέτυχε ο Παναθηναϊκός το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τα είχε καταφέρει αρκετά νωρίτερα, μέσα στη δεκαετία του ’70 μια Ιταλική ομάδα. Από το 1970 μέχρι το 1979 και στους δέκα τελικούς έπαιξε η ίδια ομάδα κερδίζοντας ακριβώς τους μισούς. Ξετυλίγοντας το νήμα του μύθου της Βαρέζε βρίσκουμε ελάχιστες διαφορές και πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη δημιουργία του Παναθηναϊκού.

Ας ξεκινήσουμε από τις μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές. O Παναθηναϊκός έχει έδρα την πρωτεύουσα μιας χώρας, ενώ το Βαρέζε στη δεκαετία του ’70 ήταν μια μικρή πόλη 50-55.000 κατοίκων (σήμερα ο πληθυσμός του φτάνει τις 80.000) λίγο μακρύτερα από το μητροπολιτικό Μιλάνο. Η δεύτερη διαφορά είναι πιο ουσιώδης: Μετά το 1979 η Ιταλική ομάδα έπεσε στην αφάνεια ακόμη και στο εντός συνόρων μπάσκετ, ενώ ο Παναθηναϊκός συνεχίζει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωλίγκα. Α, ναι μια ακόμη ήσσονος σημασίας διαφορά: Η Βαρέζε από την πρώτη μέρα της δημιουργίας διάλεξε ως χρώματα το κόκκινο και το άσπρο. Αργότερα, την εποχή της παντοκρατορίας της άλλαξαν σε κίτρινο και ελαφρύ μπλε.

Πάμε λοιπόν πίσω στη δεκαετία του ’60. Κάπου εκεί φυτεύτηκε για τα καλά ο σπόρος του μπάσκετ στο Βαρέζε. Η ομάδα είχε δημιουργηθεί μόλις το 1945, ακριβώς με τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου από τις ‘’στάχτες’’ της πρώτης ομάδας μπάσκετ στην πόλη, της Σοσιετά Τζινάστικα Βαρεσίνα. Από την πρώτη στιγμή, που η Παλακανέστρο Βαρέζε, όπως είναι το όνομα της μητρικής ομάδας, έδειξε τη διάθεση να πρωταγωνιστήσει και εδραιώθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του Ιταλικού πρωταθλήματος κατακτώντας μάλιστα τον τίτλο το 1961.

Η πρώτη προσπάθεια στην Ευρώπη σκόνταψε πάνω σε….βράχο. Η Βαρέζε απέκλεισε τη Μπενφίκα στον πρώτο προκριματικό γύρο σημειώνοντας μάλιστα στον αγώνα ρεβάνς μια από τις σπάνιες ‘’κατοστάρες’’ στην μέχρι τότε ιστορία του θεσμού (101-48). Αλλά στον δεύτερο γύρο την περίμενε η Ρεάλ Μαδρίτης. Για το μικρό χωριό η νίκη επί της Ρεάλ με 82-80 στον πρώτο αγώνα ήταν ταυτόσημη με την κατάκτηση του….τροπαίου. Η ήττα στη Μαδρίτη έφερε ένα ένδοξο αποκλεισμό και άνοιξε την….όρεξη σε μια ομάδα που μέχρι τότε είχε μάθει να μαζεύει παίκτες δεύτερης κλάσης από τα αζήτητα του Μιλάνο ή της Μπολόνια και να φτιάχνει αξιοπρεπείς ομάδες.

Ο πλούσιος πρόεδρος που αλλάζει την ιστορία: Την τύχη της Βαρέζε από μια συμπαθητική ομάδα σε ένα κολοσσό του Ευρωπαϊκού μπάσκετ έμελλε να αλλάξει κατ΄ αρχήν μια οικογένεια. Τα τρία αδέλφια Μπόργκι που είχαν κληρονομήσει μερικά χρόνια νωρίτερα από τον πατέρα τους Γκουίντο Μπόργκι μια μικρή βιομηχανία κατασκευής ψυγείων και την μετέτρεψαν στη νούμερο ένα ιταλική φίρμα του είδους: Την Ίνις που κυριαρχούσε πλέον στην αγορά ψυγείων και άλλων ηλεκτρικών συσκευών. Το βασικό εργοστάσιο της εταιρείας αλλά και η έδρας της ήταν το Βαρέζε και η εταιρεία ανέλαβε το σπόνσορινγκ της τοπικής ομάδας. Μόνο που ο μεσαίος, από τα τρία αδέλφια, ο Τζιοβάνι Μπόργκι διεκδίκησε και κέρδισε την προεδρία της ομάδας με την υπόσχεση ότι θα κάνει ότι χρειαστεί για να την αναδείξει πρωταθλήτρια Ιταλίας και πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Και έκανε πολύ σύντομα παραπάνω από όσα μπορούσε. Ακριβώς όπως θα γινόταν με αφετηρία το 1987 στον Παναθηναϊκό με την παρουσία του Παύλου Γιαννακόπουλου και των δύο αδελφών του. Και έκανε τα πάντα, ξοδεύοντας τεράστια ποσά για τα δεδομένα της εποχής. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για τη δημιουργία της ομάδας-φαινόμενο δεν ήταν τα χρήματα αλλά το γεγονός ότι δυσκολευόταν να την επανδρώσει με Ιταλούς παίκτες αφού κανένας αντίπαλος δεν φαινόταν διατεθειμένος να πουλήσει σε μια ομάδα που αρχικά έμοιαζε με φωτοβολίδα και καπρίτσιο κάποιων νεόπλουτων.

O Μπόργκι δεν το έβαλε κάτω, ούτε πτοήθηκε από τις αρχικές αποτυχίες του εγχειρήματος του. Έδωσε εντολή στους συνεργάτες του να ψάξουν και να φέρουν στην πόλη όσο περισσότερα ταλαντούχα παιδιά μπορούσαν να βρουν. Αφού δεν είχε τρόπο να αγοράσει με τα λεφτά του μια ομάδα, την έκτισε από την αρχή. Κάπως έτσι η ομάδα ευτύχησε να μαζέψει μια φουρνιά εκπληκτικών παικτών, να τους μεγαλώσει στα σπλάχνα της και να πετύχει κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο.

Όταν το καλοκαίρι του 1969 κέρδισε το πρωτάθλημα Ιταλίας με εξαίρεση τους δύο ξένους παίκτες και τον Πάολο Βιτόρι, ένα φόργουορντ που είχε αποκτηθεί επειδή….περίσσευε στην Ολίμπια Μιλάνο όλοι οι υπόλοιποι παίκτες δεν είχαν παίξει σε καμία άλλη ομάδα μπάσκετ! Ο πανύψηλος για τα δε δεδομένα της εποχής, με μπόι 1μ.92 Αλντο Όσολα, ο ‘’Κάπτεν Χουκ’’ (για την τέλεια ραβέρσα του) Οτορίνο Φλαμπορέα, ο Εντουάρντο ‘’Ντόντο’’ Ρουσκόνι και πάνω από όλα ο εμβληματικός Ντίνο Μένεγκιν, ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους σέντερ όλων των εποχών που πρωτόπαιξε στην αντρική ομάδα πριν συμπληρώσει τα 16 του χρόνια αποτέλεσαν για όλη την επόμενη δεκαετία τη ραχοκοκαλιά της ομάδας.

Και έπειτα ήρθαν οι ξένοι: Εκεί που ο σενιόρ Μπόργκι τίναξε την μπάνκα στον αέρα ήταν στο θέμα των ξένων παικτών. Ξέροντας ότι ομάδες όπως η Ρεάλ είχαν τη δυνατότητα να πολιτογραφούν Αμερικάνους και να παίζουν με περισσότερους ξένους από το επιτρεπόμενο –τότε- όριο των δύο αποφάσισε να πάει….ανάποδα. Και να βρει τους καλύτερους δυνατούς ξένους για να ενισχύσουν το Ευρωπαϊκό όραμα της ‘Ινις. To 1968 έστρωσε ένα χαλί εκατομμυρίων λιρετών στα πόδια του Μανουέλ Ράγκα.

Ο επονομαζόμενος ‘’ιπτάμενος Μεξικάνος’’, ένας γκαρντ με μπόι 1μ.88 και τρομερές αθλητικές ικανότητες έπαιξε στους Ολυμπιακούς Αγώνες που διοργάνωσε η πατρίδα του και γρήγορα θεωρήθηκε ‘’ο καλύτερος μπασκετμπολίστας του πλανήτη εκτός ΝΒΑ’’. Πριν καν προλάβουν οι ομάδες του ΝΒΑ να τον διαλέξουν σε κάποιο ντραφτ (κάτι που έγινε μόλις το 1970) τον κουβάλησε στο Βαρέζε και τον κράτησε εκεί για έξι ολόκληρες σεζόν. To καλοκαίρι του 1969 δελέασε και τον απόφοιτο του Μέμφις Ριτς Τζόουνς, ένα εκπληκτικό τριάρι, τον έπεισε να προτιμήσει την Ιταλία από το ΝΒΑ και ξαφνικά η Βαρέζε έμοιαζε έτοιμη για μεγάλα πράγματα. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή στην παρέλαση μεγάλων ξένων παικτών στο Βαρέζε.

Ο σωστός προπονητής για τη σωστή ομάδα: Το παιδομάζωμα του σενιόρ Μπόργκι είχε αναλάβει να υλοποιήσει ένας Σέρβος προπονητής. Ο Αλεξάντερ ή Άτσα Νίκολιτς που είχε θητεύσει δίπλα στον μετέπειτα γενικό γραμματέα της ΦΙΜΠΑ Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς, όταν ο δάσκαλος του δημιούργησε την ΟΚΚ Βελιγραδίου. Ο Νίκολιτς που αργότερα ονομάστηκε ‘’προφέσορας’’ και θεωρείται ο προπονητής που επηρέασε τις επόμενες δύο γενιές σέρβων κόουτς αρχής γενομένης από τον Ντούσαν Ίβκοβιτς αποδέχτηκε το κοουτσάρισμα της πρώτης ομάδας και πρόσθεσε όχι μόνο τη σέρβικη τεχνογνωσία στην εξέλιξη ταλαντούχων παικτών αλλά και νέα στοιχεία στο Ιταλικό μπάσκετ.

Δημιούργησε μια ομάδα που μπορούσε να κοντράρει στα ίσα τα τεράστια κορμιά της ΤΣΣΚΑ Μόσχας και την ταχύτητα της Ρεάλ Μαδρίτης, των δύο υπερδυνάμεων του Ευρωπαίκού μπάσκετ. Και το απέδειξε πολύ γρήγορα μέσα στα παρκέ. Την άνοιξη του 1970 η Ινις διέλυσε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τη Ρεάλ με δύο νίκες και μάλιστα στον αγώνα ρεβάνς που έγινε στην κατάμεστη από 6000 κόσμο ολοκαίνουργια έδρα της, το παλατσέτο Λίνο Ολντρίνι στο Βαρέζε νίκησε με το απίστευτο 108-73 την φιναλίστ της προηγούμενης σεζόν.

Της απέμενε πια να αποκαθηλώσει από τον θρόνο της την ομάδα που είχε κερδίσει το τρόπαιο το 1969.  Στις 9 Απριλίου του 1970 στη Σπόρτσκβα Ντοράνα Σκεντερία του Σαράγιεβο μπροστά σε 6500 θεατές η Ίνις ανέβηκε στην κρυφή της Ευρώπης κερδίζοντας και την ΤΣΣΚΑ. Το τελικό 79-74 μάλλον κολακεύει τους ηττημένους και πιθανώς να ήταν ακόμη μεγαλύτερο αν ο Τζόουνς κρατούσε τα νεύρα του και δεν απαντούσε με ένα ντιρέκτ ένα λεπτό πριν το τέλος του ημιχρόνου στο….φτύσιμο του Ρώσου Μεντβέντεφ, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την αποβολή και των δύο! Οι 5000 φίλοι της Βαρέζε, πολλοί από τους οποίους έκαναν οδικώς το ταξίδι μέχρι το Σαράγιεβο βρίσκονται στον 7ο ουρανό και το σύνθημα που κυριαρχεί είναι ‘’ποτέ δεν θα σε αφήσουμε να παίζεις μόνη’’! Με αφετηρία εκείνη τη χρονιά η Βαρέζε γίνεται η πρώτη Ευρωπαϊκή ομάδα μπάσκετ που την ακολουθούν και στα εκτός έδρας παιχνίδια, μαζικά μάλιστα, οι φίλοι της!

Την επόμενη χρονιά θα ξαναπαίξει τελικό αλλά θα χάσει από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας και ο ‘’προφέσορας’’ δηλώνει ότι από την ομάδα λείπει ένας καλός ψηλός σουτέρ που θα κάνει τη διαφορά. Ένας παίκτης στα πρότυπα του Σεργκέι Μπέλοφ της ΤΣΣΚΑ ή του δίδυμου Μπράμπεντερ-Λιουκ που αποτελούν το βαρύ πυροβολικό της Ρεάλ. Τέτοιος παίκτης δεν είναι εύκολο να βρεθεί αλλά για τον Μπόργκι αυτά είναι λεπτομέρειες και τινάζει την μπάνκα στον αέρα. Για να τον βρει θα χρειαστεί να περιμένει ένα ακόμη χρόνο αλλά η ομάδα θα κερδίσει ένα ακόμη τρόπαιο ενισχυμένη από τον Ιταλο-αμερικάνο σκόρερ Τόνι Τζενάρι που επιστρέφει για τον ‘’τελευταίο χορό’’ της καριέρας του στο Βαρέζε…

Ο ξανθός…..Ντομινίκ φτάνει στο Βαρέζε: O Μπόργκι αρπάζει μέσα από τα χέρια των ομάδων του ΝΒΑ τον παίκτη που ψάχνει μετά μανίας ο Νίκολιτς. Ο Μπομπ Μορς, απόφοιτος του πανεπιστημίου Πεν, με μπόι 2μ.03 έχει όλο το πακέτο: Μπορεί να παίξει από το 2 μέχρι το 4 με την ίδια επιτυχία και είναι ένας καταπληκτικός σουτέρ! Συνθέτει ένα τρομακτικό δίδυμο με τον Ράγκα και ο Μπόργκι κάθε χρόνο σπρώχνει στα πόδια του μερικά έξτρα εκατομμύρια για να μη δελεαστεί από τις σειρήνες άλλων Ιταλικών ομάδων ή της Ισπανίας. 

Η Βαρέζε παίζοντας μπάσκετ από άλλο….πλανήτη θα κερδίσει τον τίτλο του 1973 και το καλοκαίρι ο Νίκολιτς αποχωρεί και στη θέση του προσλαμβάνεται ο Σάντρο Γκάμπα, καλύτερος Ιταλός προπονητής της εποχής και μαθητής του θρυλικού πατριάρχη των Ιταλών κόουτς Τσέζαρε Ρουμπίνι. Το 1974 ο Ράγκα αποφασίζει, λόγω ηλικίας, να μετακομίσει στην Ελβετία όπου παίζει τρία ακόμη χρόνια βάζοντας στον χάρτη του Ευρωπαϊκού μπάσκετ την άσημη Φεντεράλε Λουγκάνο. Η Βαρέζε στρέφεται πια σε ψηλούς ξένους και εμφανίζεται ο Τσάρλι Γιέλβερτον, τον οποίο έχει ανακαλύψει ο….Ολυμπιακός ένα χρόνο νωρίτερα και τον έχει φέρει στην Ελλάδα για μερικά Ευρωπαϊκά παιχνίδια. Ένας ακόμη τίτλος, αυτός του 1975 προστίθεται στην αίθουσα τροπαίων του συλλόγου. Τα δεδομένα θα ανατραπούν από ένα απρόσμενο γεγονός.

Η αρχή του τέλους: Τον Σεπτέμβριο του 1975 φεύγει ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία 65 ετών ο Τζιοβάνι Μπόργκι με την πόλη να βυθίζεται σε πολυήμερο βαρύ πένθος για τον άνθρωπο που έκανε το όνομα του Βαρέζε να ακουστεί σε όλη την Ευρώπη τόσο επιχειρηματικά, όσο και αθλητικά. Ο μεγαλύτερος αδελφός του και αποκλειστικός κληρονόμος της περιουσίας δεν δείχνει την ίδια διάθεση να ασχοληθεί με την ομάδα η οποία από κεκτημένη ταχύτητα θα κερδίσει τον τίτλο του 1976 και το 5ο πρωτάθλημα Ευρώπης μέσα σε επτά χρόνια. Η ομάδα αλλάζει σπόνσορες (Μομπιλτζίρτζι και Έμερσον) τα επόμενα χρόνια αλλά και χρώματα ανάλογα με τη….σημαία των χορηγών της. 

Ο Γκάμπα αποχωρεί και η επιστροφή του προπονητή που την οδήγησε, πίσω στο 1969 στον τίτλο της πρωταθλήτριας Ιταλίας, του Νίκο Μεσίνα δεν φέρνει αποτελέσματα. Ο πυρήνας των Ιταλών παικτών αρχίζει να γερνάει σιγά σιγά, η διοίκηση δεν δείχνει τη διάθεση να ξοδέψει για να τον ανανεώσει. Ακόμη και ένας καλός Αμερικάνος που παίζει για μια χρονιά, ο Ράντι Μάιστερ, εγκαταλείπει την ομάδα για χάρη της Ρεάλ. Οι δυνάμεις του Μπόμπ Μορς και του Ντίνο Μενεγκίν φτάνουν για να οδηγήσουν τη Βαρέζε σε τρεις ακόμη τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών αλλά θα χάσει και τους τρεις.

Το 1978 φεύγει από τη ζωή ο τρίτος και τελευταίος αδελφός Μπόργκι, οι διάδοχοι δεν ενδιαφέρονται ούτε για το μπάσκετ, ούτε για την επιχείρηση αφού πουλάνε τα μερίδια τους στην Φίλιπς και ο θρύλος του Ιταλικού και ευρωπαϊκού μπάσκετ θα κλείσει μαζί με τη δύση της δεκαετίας του ’70 τον κύκλο του. Το 1991 μάλιστα θα υποβιβαστεί και στην Α2 για πρώτη φορά στην ιστορία της, θα επιστρέψει και θα έχει μια αναλαμπή κερδίζοντας το πρωτάθλημα Ιταλίας το 1999. Από τότε και για την τελευταία δεκαετία δεν θα είναι τίποτε παραπάνω από μια κανονική μικρομεσαία ομάδα στο Ιταλικό πρωτάθλημα με τα πέντε λάβαρα στην κορυφή του γηπέδου να θυμίζουν την ένδοξη δυναστεία της δεκαετίας του ’70.

ΥΓ Μπορεί η σύνδεση με τον Παναθηναϊκό να βασίζεται σε μια σειρά όμοιων ή παρεμφερών συνθηκών και καταστάσεων αλλά υπάρχει ένα πρόσωπο που συνδέει τις δύο ομάδες. Το 1950 ο Παναθηναϊκός κατάφερε να εντάξει τον Φαίδωνα Ματθαίου στις τάξεις του και να δημιουργήσει την πρώτη μεγάλη ομάδα της ιστορίας του. Αμέσως μετά το τέλος της θητείας του στον Παναθηναϊκό ο Ματθαίου όπως και αρκετοί ακόμη Έλληνες παίκτες της εποχής μετακόμισε στην Ιταλία όπου έπαιξε μια χρονιά σαν ξένος. Σωστά μαντέψατε: Ο προορισμός του ήταν το Βαρέζε!