Ο Γιώργος Κολοκυθάς υπήρξε στη δεκαετία του ’60 ο μπασκετικός μου εφιάλτης. Στα αξέχαστα ντέρμπι ΠΑΟ-ΑΕΚ όταν τον μάρκαρε ο Βασιλειάδης, έκανε πάρτι με πλάτη στο καλάθι και όταν τον μάρκαρε ο Τρόντζος ξεκίναγε από πιο μακριά και εκμεταλλευόμενος την ταχύτητά του, τον πέρναγε και τελείωνε τις φάσεις με εντυπωσιακά καρφώματα.

Γύρω από αυτόν τον παίκτη-φαινόμενο ο Κώστας Μουρούζης είχε φτιάξει τον Παναθηναϊκό που τελικά κυριάρχησε της Ευρωπαϊκής «βασίλισσας» ΑΕΚ, στον ελληνικό χώρο. «Τον βλέπαμε και μας έπιανε πανικός εμάς τους ΑΕΚτζήδες. Με μπόι μόλις 1.93 αλλά και μια αλτικότητα που παρέπεμπε σε άλλες φυλές ο «μύτος» (αυτό ήταν το παρατσούκλι του) οργίαζε κάτω απ’ τα καλάθια, απέναντι σε αντιπάλους-θηρία, προκαλώντας το γενικό θαυμασμό.

Δύο φορές είχε αναδειχθεί πρώτος σκόρερ σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και τα κατορθώματά του θα ήταν σίγουρα πολύ μεγαλύτερα, αν αγαπούσε την προπόνηση περισσότερο από την «γλυκιά ζωή». Ο Κολοκυθάς αντίθετα από πολλούς άλλους παίκτες της εποχής του δεν ζούσε για το μπάσκετ. Ήταν ένας μποέμ τύπος, που απλά το διασκέδαζε, και ένα τρομερό πειραχτήρι που δεν άφηνε κανέναν σε ησυχία. Ειδικά τον Φαίδωνα Ματθαίου, ο οποίος προσπαθούσε να τον βάλει σε καλούπια στην Εθνική.

«Λοιπόν Φαίδωνα-του έλεγε- φτιάξε μια πεντάδα με τους αγαπημένους σου παίκτες και εγώ θα πάρω όλους αυτούς που δεν συμπαθείς. Δηλαδή τους απείθαρχους, τους φυγόπονους και τους πλακατζήδες και θα παίξουμε διπλό να δούμε ποιος θα κερδίσει». Το ποιος θα κέρδιζε ήταν γνωστό εκ των προτέρων αλλά ο «μύτος» είχε το σκοπό του. Πλησίαζε, λοιπόν τον ηττημένο Ματθαίου μετά το διπλό και του έλεγε: «Φαίδωνα όπως είδες δεν φτουράνε  τα καινάρια σου. Θέλουν πολλή προπόνηση ακόμα. Ξεκίνα και δούλευε λοιπόν και εμείς θα τα ξαναπούμε στο αεροδρόμιο την ημέρα που θα φεύγουμε για έξω…».

Αυτός ήταν ο Κολοκυθάς. Ένας απίστευτα χαρισματικός παίκτης που είχε πάρει διαζύγιο από την προπόνηση και το πλήρωσε φυσικά, αφού τα πόδια του δεν άντεξαν παραπάνω από τα 27 του χρόνια. Κύκνειο άσμα του, ένα διεθνές ματς του Παναθηναϊκού (νομίζω με τη βελγική Μπους-Φρουί) στον «τάφο του Ινδού». Το πόδι του λύγισε μετά από ένα άλμα και τον πήραν σηκωτό. Αυτό ήταν… και από τότε έμεινε ο θρύλος του!

Μέχρι πριν μερικά χρόνια εθεωρείτο από τους ειδικούς ως ο κορυφαίος παίκτης που ανέδειξε ποτέ (εξαιρουμένου, δηλαδή, του Γκάλη) το ελληνικό μπάσκετ. Σήμερα, που έχουμε γνωρίσει τη μεγάλη φουρνιά των Παπαλουκά, Διαμαντίδη, Σπανούλη θα το έλεγα αλλιώς. Ήταν ο κορυφαίος σε δυνατότητες, τις οποίες όμως, λόγω χαρακτήρα και εποχής, δεν αξιοποίησε πλήρως.

Τις ήξερε πάντως τις αμαρτίες του και τις αναγνώριζε. Γι’ αυτό και στα εγκαίνια του κλειστού στο ΟΑΚΑ, το 1995, θαμπωμένος από το νέο καταπληκτικό για την εποχή, γήπεδο μου είπε: «Αν όταν έπαιζα, είχαμε ένα τέτοιο πράγμα ακόμα και το κρεβάτι μου θα είχα κουβαλήσει στα αποδυτήρια και θα έκανα προπόνηση πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ. Αμ τι νομίζεις;».

Τον Γιώργο Κολοκυθά είχα την τύχη να τον ζήσω από κοντά τα μαγικά καλοκαίρια του 2005 και του 2006, όταν η Εθνική μπάσκετ κέρδισε το χρυσό στο Βελιγράδι και το αργυρό στη Σαϊτάμα. Εκείνος είχε το διοικητικό κουμάντο της ομάδας και η αφεντιά μου ήταν εκπρόσωπος Τύπου. Συνεργαστήκαμε λες και είμαστε ένα σώμα και μια ψυχή. Ήταν μοναδική εμπειρία. Όσο για τις πλάκες του, ατελείωτες!

Την επομένη της νίκης επί των Γάλλων στη Σαϊτάμα, μόλις ξύπνησα πήγα στο δωμάτιό του. Είχε παραγγείλει καφέ και είχε ανάψει πούρο. «Πως με βλέπεις ;» με ρωτάει «είμαι ο πολλών τις μετρητοίς. Έτσι δεν σου φαίνεται ;». Είπα να τον κοντράρω. «Τίποτα δεν είσαι ακόμα. Μόνο αν κερδίσεις και τους Αμερικάνους θα μπορείς να λες ότι κάτι έχεις κάνει» του απάντησα. «Μάλιστα -μου λέει- τώρα αρχίσαμε να μεγαλοπιανόμαστε. Καλά δεν κατάλαβα;»

Ο Κολοκυθάς όσο μεγάλος ήταν ως παίκτης τόσο ταπεινός ήταν ως χαρακτήρας. Και τους Αμερικάνους, από τη δική του εποχή, τους είχε σε μεγάλη υπόληψη. Γι’ αυτό και του φαινόταν αδιανόητο ότι θα τους κερδίζαμε. «Κι όμως μπορούμε» του είπα. Με κοίταξε παραξενεμένος και άρχισε να μουρμουρίζει κάτι για «κώλους που πήραν αέρα» και «ανάποδα σακάκια». Μόνο που αυτά τα τελευταία παραλίγο να τα φορέσουν στο ίδιο όταν το επόμενο βράδυ πανηγύριζε σαν τρελός τη νίκη επί της «ντριμ-τιμ» και την πρόκριση στον τελικό του Παγκοσμίου πρωταθλήματος.

Και ξαφνικά σήμερα το πρωί, η καταραμένη είδηση. Χάσαμε το Γιώργο. Από καρδιά.  Προσπαθούσε να ακολουθεί τις εντολές των γιατρών αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα. Μία από τις τελευταίες μέρες έτρωγε τυρόπιτα και κάπνιζε πούρο «Τι κάνεις εκεί; τρελάθηκες;» του λέει κάποιος. «Δεν πειράζει, δεν είναι τίποτα. Περπατάω, δεν έχω ανάγκη».

Όταν όμως νόμιζε ότι οι φίλοι του έχουν ανάγκη, έτρεχε πρώτος. Όπως το 2005, όταν συζητιόταν η αγωγή της Γιάννας και του Θεόδωρου εναντίον της αφεντιάς μου και της Ελευθεροτυπίας. Ήρθε στο δικαστήριο πριν εκφωνηθεί η υπόθεση. «Πόσα σου ζητάνε ;»με ρωτάει. «Μόνο 16 εκατομμύρια. Έχεις καμία ιδέα ;» του απαντάω. «Ναι, να πας στο καζίνο και να ποντάρεις στο 16 γιατί αλλιώς θα σε βάλουν να δουλεύεις μέχρι τα βαθιά γεράματα για να ξεπληρώσεις. Και ούτε…» μου λέει σκασμένος στα γέλια. Γέλασα και γω κάπως συγκρατημένα όμως. Κατάλαβε την αμηχανία μου και επανήλθε: «Μη στεναχωριέσαι. Θα σου έλεγα τι θα πάρουν, αλλά δεν μπορώ γιατί έχει γύρω που μας ακούει».