Σαν σήμερα το 1940, στην χαραυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έρχονταν στην ζωή ο Μπρους Λι, που έμελλε να γίνει ο παντοτινός μύθος των πολεμικών τεχνών.

Σαν σήμερα το 1940, στην χαραυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έρχονταν στην ζωή ο Μπρους Λι, που έμελλε να γίνει ο παντοτινός μύθος των πολεμικών τεχνών.

Ηθοποιός, συγγραφέας, θρύλος των πολεμικών τεχνών και λαϊκό είδωλο.
Καλύτερα, ένας μύθος της νεότερης ιστορίας.
Αν και έχουν περάσει 47 χρόνια (23 Ιουλίου του 1973) από τον θάνατο του, ο Μπρους Λι συνεχίζει ακόμα και σήμερα να είναι ένας από τους πιο θρυλικούς αστέρες των πολεμικών τεχνών που μας χάρισε ποτέ η μεγάλη οθόνη, και είναι διεθνώς αναγνωρισμένος ως ο κορυφαίος δάσκαλος πολεμικών τεχνών του 20ού αιώνα.

Ο ταλαντούχος αυτός άνθρωπος και θρύλος των πολεμικών τεχνών “έφυγε” στο αποκορύφωμα της καριέρας του, μόλις σε ηλικία 33 χρόνων.
Γεννήθηκε ως Λι Χου Φαν στο Σαν Φρανσίσκο στις 27 Νοεμβρίου 1940 και τρεις μήνες αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στο Χονγκ Κονγκ, καθώς ο πατέρας του ήταν διάσημος τραγουδιστής στην κινεζική όπερα.
Σε ηλικία έξι ετών έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, σε μία κινέζικη ταινία, για να ακολουθήσουν πολλοί τέτοιοι ρόλοι σε μελοδραματικές συνήθως παραγωγές. Επί οκτώ χρόνια μυείτο στα μυστικά των πολεμικών τεχνών της Ανατολής και ειδικότερα στο κουνγκ-φου, που βασίζεται στη φιλοσοφία του ταοϊσμού και του ζεν.

Όταν ενηλικιώθηκε πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δεν έπαψε ποτέ να εξασκείται στο κουνγκ-φου. Τον απασχολούσε πολύ το αν οι σύγχρονες εκδοχές των αρχαίων κινεζικών πολεμικών τεχνών εκπλήρωναν τις αρχικές προθέσεις των ιδρυτών τους. Γι’ αυτό μελετούσε την ιστορία της τέχνης του και προσπαθούσε να προσεγγίσει την ουσία της διανοητικά. «Οι πολεμικές τέχνες είναι ενδοσκόπηση και φιλοσοφία» έλεγε.
Στο Πανεπιστήμιο του Σιάτλ γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του Λίντα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ως φοιτητής έκανε μαθήματα κινεζικών στο πανεπιστήμιο για να βγάζει χαρτζιλίκι. Εξέπεμπε την εσωτερική ευγένεια και αξιοπρέπεια των ανατολικών λαών, ενώ ταυτόχρονα είχε ένα διαπεραστικό χιούμορ, που ταίριαζε σε άνθρωπο της Δύσης. Χειριζόταν την αμερικανική αργκό τόσο άνετα όσο μιλούσε και αρκετές κινεζικές διαλέκτους.

Ο Μπρους και η Λίντα παντρεύτηκαν ένα απόγευμα του 1964 στο εκκλησάκι του πανεπιστημίου. Λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσαν να λάβει μέρος σε μια επίδειξη κουνγκ-φου στην Καλιφόρνια και εκεί συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή του. Την επίδειξη έτυχε να παρακολουθήσει ένας διάσημος κομμωτής του Χόλιγουντ και μεγάλος οπαδός των πολεμικών τεχνών. Εκείνος μετέφερε ενθουσιασμένος τα νέα για κάποιον νεαρό εν ονόματι Μπρους Λι, με μοναδικό στυλ και εμφάνιση, σε ένα φίλο του παραγωγό ταινιών. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πενταετές συμβόλαιο για την τηλεόραση.
Ο Λι έγινε γνωστός στο αμερικανικό κοινό με την τηλεοπτική σειρά «The Green Hornet». Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και πολεμούσε το έγκλημα και την αδικία. Συνέχισε να εξασκείται στις πολεμικές τέχνες και άρχισε να διαμορφώνει έναν δικό του συνδυασμό κινήσεων κουνγκ-φου και μποξ, τον οποίο ονόμασε Jeet Kune Do. Του άρεσε η ευελιξία στις πολεμικές τέχνες και γι’ αυτό ποτέ δεν προτίμησε το στυλιζαρισμένο και άκαμπτο καράτε. Θωρούσε μάλιστα χαζό και ανούσιο το να σπάει κανείς τούβλα και τοίχους με το χέρι του: «Έχετε δει ποτέ κανένα τούβλο να ζητάει καβγά; Δεν έχουν νόημα αυτά τα πράγματα. Εξάλλου κανένας άνθρωπος δεν πρόκειται να σταθεί ποτέ έτσι ακίνητος να περιμένει πότε θα τον χτυπήσεις».
Ο Λι, όμως, δεν ήταν γνωστός στα πλατό του Χόλιγουντ μόνο για τη συμμετοχή του σε τηλεοπτικές σειρές. Οι διάσημοι «σκληροί» του κινηματογράφου, όπως ο Στιβ Μακ Κουήν είχαν βρει στο πρόσωπό του τον τέλειο δάσκαλο. Τους δίδασκε πώς να δίνουν ένα σωστό και αληθοφανές «ξύλο» για τις ανάγκες των ταινιών τους και τους χρέωνε 150 δολάρια την ώρα.

Στην πορεία, ο Λι κατάλαβε ότι ο κινηματογράφος ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει και αποφάσισε να ιδρύσει μια εταιρεία παραγωγής. «Η ηθοποιία είναι το επάγγελμά μου, ενώ οι πολεμικές τέχνες και η εξάσκησή μου σ’ αυτές είναι κάτι προσωπικό» είχε πει. Επέστρεψε στην πατρίδα του και έκανε το Χονγκ Κονγκ έδρα των δραστηριοτήτων του.

Η πρώτη του ταινία «Το Μεγάλο Αφεντικό» ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με εισπράξεις ενός εκατομμυρίου δολαρίων μέσα σε τρεις ημέρες στις αίθουσες του Χονγκ Κονγκ, κατέρριψε το ρεκόρ που ως τότε κατείχε το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας». Ακολούθησαν με την ίδια εισπρακτική επιτυχία οι ταινίες του: «Ματωμένες γροθιές του Καράτε (1972), «Ο κίτρινος δράκος του Χονγκ-Κονγκ» (1972) και «Ο κίτρινος πράκτωρ εναντίον της Μαφίας» (1973), που εκτόξευσαν τη φήμη του σε όλο τον κόσμο.

Πέθανε ξαφνικά στις 20 Ιουλίου 1973, αφήνοντας ημιτελή την τελευταία του ταινία, η οποία έφερε τον ειρωνικό τίτλο «Θανάσιμο παιχνίδι». Η μυθολογία γύρω από τον θάνατο του Μπρους Λι οργιάζει ακόμη και σήμερα, παρ’ όλο που η επίσημη εκδοχή εξακολουθεί να είναι «εγκεφαλική αιμορραγία». Οι στενές και ενίοτε συγκρουόμενες σχέσεις του με την κινεζική μαφία κάνουν τους περισσότερους οπαδούς και φίλους του να μιλούν για δολοφονία. Αυτό το σενάριο ωστόσο δεν αφορά απλά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά τη διακύβευση μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στα πλοκάμια του κινεζικού παρακράτους.

Ο Μπρους Λι παραμένει και σήμερα αρκετά δημοφιλής και γύρω του έχει στηθεί μια επικερδής βιομηχανία. Σύμφωνα με τους ειδικούς, θεωρείται ίνδαλμα αντιστοίχου βεληνεκούς με τον Τζέιμς Ντιν, τον Έλβις Πρίσλεϊ και τη Μέριλιν Μονρόε.
Άλλωστε, το αμερικανικό περιοδικό ΤΙΜΕ το συμπεριέλαβε στους «100 πιο σημαντικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα».