Δεν προκαλεί δέος όπως ο Φέργκιουσον, δεν θεωρείται «Καθηγητής» όπως ο Βενγκέρ, δεν διαθέτει το «χάρισμα» του Μουρίνιο. Δεν τον «πηγαίνουν» ούτε καν οι ίδιοι οπαδοί της ομάδας του! Κι όμως ο Μπενίτεθ ετοιμάζεται να διεκδικήσει άλλη μία ευρωπαϊκή κούπα στην καριέρα του.

Δεν προκαλεί δέος όπως ο Φέργκιουσον, δεν θεωρείται «Καθηγητής» όπως ο Βενγκέρ, δεν διαθέτει το «χάρισμα» του Μουρίνιο.  Δεν τον «πηγαίνουν» ούτε καν οι ίδιοι οπαδοί της ομάδας του! Κι όμως ο Μπενίτεθ ετοιμάζεται να διεκδικήσει άλλη μία ευρωπαϊκή κούπα στην καριέρα του.

Αυτοί που αντιπαθούν τον Ράφα Μπενίτεθ στην Αγγλία  -και εκτός Λίβερπουλ είναι αρκετοί -, του έχουν βγάλει εδώ και χρόνια το παρατσούκλι «fat Spanish waiter». Ο χοντρός Ισπανός σερβιτόρος. Κάτι σαν το …«ταβερνιάρης», που χρησιμοποιούμε στα μέρη μας για έναν προπονητή με «αντιτουριστική» εμφάνιση, ειδικά αν τα αποτελέσματα που φέρνει δεν είναι τα αναμενόμενα.

Το «πνεύμα» του ανωτέρω χαρακτηρισμού, έσπευσαν να υιοθετήσουν και αρκετοί εκπρόσωποι των ΜΜΕ στην Αγγλία, σχεδόν από  την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στο προπονητικό κέντρο της Λίβερπουλ, Μέλγουντ, το  καλοκαίρι του 2004.
Κανένας δημοσιογράφος δεν τόλμησε να τον χαρακτηρίσει «σερβιτόρο» σε γραπτό ή προφορικό λόγο, αλλά πολλοί το υπαινίχθηκαν και ακόμα περισσότεροι αμφισβήτησαν ανοικτά την προπονητική του αξία.

Ο Μπενίτεθ βλέπετε, φρόντισε να κάνει πολλούς εχθρούς στα μέρη όπου διαμορφώνεται η ποδοσφαιρική άποψη στην Αγγλία.

Εχθροί σε Λονδίνο και Μάντσεστερ

Στο Λονδίνο, ποτέ δεν θα του συγχωρέσουν το γεγονός ότι «έκοψε» δύο φορές τον δρόμο του «εκλεκτού» -και των media – Μουρίνιο προς την ευρωπαϊκή δόξα, αποκλείοντας την Τσέλσι δύο φορές στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, το 2005 και το 2007.
 
Ούτε το ότι έχει στο βιογραφικό του όλους τους διεθνείς διασυλλογικούς τίτλους που υπάρχουν στο άθλημα (Τσάμπιονς Λιγκ, Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων), αντίθετα με τον σαφώς πιο προβεβλημένο και -δικαιότατα-  αξιοσέβαστο Αρσέν Βενγκέρ, που παραμένει στους .μηδέν ευρωπαϊκούς τίτλους ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια στην Άρσεναλ. 

Στον έτερο «πόλο» διαμόρφωσης ποδοσφαιρικής άποψης στο Νησί, το Μάντσεστερ, έχουν επίσης αρκετούς λόγους για να τον αντιπαθούν. Μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να πάρει το πρωτάθλημα από τον σερ Άλεξ Φέργκιουσον, αλλά το διεκδίκησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προπονητή της Λίβερπουλ από το 1990 και έπειτα. Ξύνοντας παράλληλα και πολλές πληγές.

Πρώτον, ανέβασε τους μισητούς για τη Γιουνάιτεντ «ρεντς» στα πέντε Κύπελλα Πρωταθλητριών. Εξασφαλίζοντας ότι το ίδιο τρόπαιο που είχαν σηκώσει οι «κόκκινοι διάβολοι» με εκείνη τη θρυλική ανατροπή του 1999 στη Βαρκελώνη, θα βρίσκεται για πάντα προς έκθεση στο μουσείο του «Άνφιλντ», όπως προστάζουν οι επιταγές της ΟΥΕΦΑ για τις ομάδες που κατακτούν πέντε (ή τρία συνεχόμενα) από αυτά τα τρόπαια.

Δεύτερον, ήταν ο πρώτος -και ίσως ο μόνος – που αμφισβήτησε ανοικτά το «ιερό τέρας» σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Σε εκείνη την περίφημη συνέντευξη Τύπου τον Ιανουάριο του 2009, ο Ισπανός είχε πει φόρα παρτίδα ότι ο Σκωτσέζος συνάδελφός του χρησιμοποιεί το κύρος του για να εξασφαλίζει ότι η Γιουνάιτεντ θα παίζει πάντα στις ημερομηνίες που την βολεύουν, αλλά και ότι ο Φέργκι «εκφοβίζει» τους διαιτητές που επισκέπτονται το «Όλντ Τράφορντ».

Κάτι που άλλοι προπονητές περίμεναν τη συνταξιοδότηση του Φέργκιουσον για να το τονίσουν (όπως ο Χάρι Ρέντναπ που δήλωσε πριν δύο μέρες ότι «πολλοί διαιτητές ένιωθαν δέος απέναντί του και απέφευγαν να τον κάνουν να θυμώνει»), ο Μπενίτεθ το είπε πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο Σκωτσέζος ήταν ακόμα παντοδύναμος και σε φουλ φόρμα. Και αυτό δεν ήταν ότι καλύτερο για τις δημόσιες σχέσεις του Ισπανού.

Του αρέσουν οι απίθανες αποστολές

Οι «εχθροί» του φάνηκαν να δικαιώνονται με την τελευταία αποτυχημένη χρονιά στη Λίβερπουλ που οδήγησε στην αποδέσμευσή του το 2010. Αλλά και το πολύ σύντομο πέρασμά του από την Ίντερ αμέσως μετά.

Οι συμπαθούντες ωστόσο φρόντισαν να τονίσουν άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα την τόλμη και την έφεσή του να αναλαμβάνει αποστολές τις οποίες οι περισσότεροι προπονητές θα απέφευγαν όπως ο διάολος το λιβάνι.

Ο Μπενίτεθ έφτασε στην Αγγλία το 2004 «φρέσκος» από δύο πρωταθλήματα Ισπανίας και ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Όχι με τη Ρεάλ Μαδρίτης, ούτε με τη Μπαρτσελόνα, αλλά με τη Βαλένθια, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα η τελευταία ομάδα που έχει φράξει τον δρόμο προς τον τίτλο στους δύο αντιπάλους του «clasico». Σήμερα μας φαίνεται αδιανόητο ότι μπορεί ομάδα να χριστεί πρωταθλήτρια Ισπανίας χωρίς να φοράει λευκές ή «μπλαουγκράνα» φανέλες. Με τον Μπενίτεθ ήταν σχεδόν.ρουτίνα.

Στη Λίβερπουλ, πήρε τους Μπάρος, τους Τραορέ και τους Μπίσκαν και τους έκανε πρωταθλητές Ευρώπης, ενώ με τη δική του ομάδα έφτασε ξανά τελικό δύο χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Νίκες σε «Καμπ Νόου», «Μπερναμπέου», «Μεάτσα», αποκλεισμοί της Τσέλσι, της Άρσεναλ, της Μίλαν, της Γιουβέντους, ήταν στην ημερήσια διάταξη της Λίβερπουλ στις μέρες του. Τότε που η κυρίαρχη του κόσμου σήμερα Εθνική Ισπανίας είχε περισσότερα μέλη της στο Μέρσεϊσαϊντ παρά στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη. Σήμερα, η Λίβερπουλ μπορεί να βγει στην Ευρώπη μέσω της βαθμολογίας Fair play.

Στην Ίντερ, ο Μπενίτεθ ανέλαβε ένα έργο που λίγοι προπονητές στον κόσμο θα πλησίαζαν. Να διαδεχτεί τον πιο χαρισματικό προπονητή στον κόσμο, ύστερα από την πιο επιτυχημένη σεζόν στην ιστορία της. Με έναν Μοράτι που εκείνη ακριβώς τη χρονιά είχε αποφασίσει να ξεκινήσει τις περικοπές, αφού έχοντας ξοδέψει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ είχε πετύχει πια τον στόχο να φέρει στο Μιλάνο την κούπα με τη μεγάλα αυτιά, ξορκίζοντας το «φάντασμα» του πατέρα του Άντζελο αλλά και του μεγάλου Ερέρα. Η καθοδική πορεία που ακολουθούν οι «νερατζούρι» από τότε, δείχνει το μέγεθος της αποστολής που αποδέχτηκε μετά χαράς τότε ο Μπενίτεθ.

Ο οποίος τελικά.δεν έμαθε από το λάθος του και τον περασμένο Νοέμβριο δέχτηκε να αναλάβει μία επίσης απίθανη αποστολή. Να διαδεχτεί τον Ρομπέρτο Ντι Ματέο, τον προπονητή που είχε οδηγήσει την Τσέλσι για πρώτη φορά στην ιστορία της στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά παρ’ όλο που είχε αποτύχει στην υπεράσπιση του τίτλου, παρέμενε εξαιρετικά δημοφιλής στον κόσμο.

Ο «Τσέχος μπλόγκερ»

Με την έλευσή του κιόλας στο «Στάμφορντ Μπριτζ», ο Ισπανός μάνατζερ είχε να αντιμετωπίσει εχθρούς, εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς.

Οι εξωτερικοί, δεν ήταν άλλοι από αυτούς που είχε κάνει στα media τα προηγούμενα χρόνια για τους λόγους που προαναφέραμε. Η πρόσληψή του αμφισβητήθηκε σχεδόν από την στιγμή της ανακοίνωσής της.

Οι «εσωτερικοί», ήταν οι ίδιοι οι οπαδοί της νέας ομάδας του, αλλά και  ο ιδιοκτήτης της. Ο κόσμος δεν είχε ξεχάσει τις μονομαχίες με τον Μουρίνιο, αλλά και κάποιες παλαιότερες δηλώσεις του Ισπανού εναντίον της Τσέλσι, έστω και ο ίδιος τις αποδίδει σε μία «φάρσα» ενός Τσέχου μπλόγκερ, ο οποίος «τρόλαρε» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο ίδιος ο Αμπράμοβιτς τον υπονόμευσε από την πρώτη μέρα, χρίζοντάς τον «interim» («προσωρινό») μάνατζερ, δίνοντας δηλαδή ημερομηνία λήξης στη συνεργασία τους. Αυτό τον έκανε εύκολο στόχο στα μάτια των οπαδών που ήδη τον αντιπαθούσαν και τον έδινε θεωρητικά  βορά στα νύχια ενός γκρουπ παικτών που πλην του Μουρίνιο και του «δικού τους» Ντι Ματέο δεν αποδέχτηκαν σχεδόν κανέναν άλλο προπονητή, πόσο μάλλον κάποιον με την ταμπέλα του προσωρινού.

Γύρισε το κλίμα

Βεβαίως, για άλλη μία φορά στην καριέρα του δεν τον βοήθησε το γεγονός ότι δεν είναι λάτρης των δημόσιων σχέσεων και λέει αυτό που πιστεύει χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες.  Έτσι, η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι όταν στις 6 Μαρτίου μετά το παιχνίδι Κυπέλλου με τη Μίντλεσμπρο ξέσπασε εναντίον των οπαδών που τον αποδοκίμαζαν με πανό και συνθήματα, αλλά και του ίδιου του Αμπράμοβιτς: «Η Τσέλσι μου έδωσε τον τίτλο του προσωρινού, κάτι που είναι τεράστιο λάθος. Είμαι ο προπονητής. Ο κόσμος δεν μας βοηθάει. Στο τέλος της σεζόν όμως θα φύγω, οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχούν για μένα».

Περιέργως, αυτό το ξέσπασμα-ξεκαθάρισμα βελτίωσε κάπως την ατμόσφαιρα στο κλαμπ. Οι οπαδοί, γνωρίζοντας πια ότι θα ήταν αναγκασμένοι να τον υπομείνουν μόνο για λίγο καιρό ακόμα, περιόρισαν τις αποδοκιμασίες και αποφάσισαν να δείξουν αν όχι αποδοχή, τουλάχιστον ανοχή στο πρόσωπό του. Αρκετοί βασικοί παίκτες, προβληματισμένοι από τον όλο «εμφύλιο», τάχθηκαν στο πλευρό του συμβουλεύοντας τον κόσμο να στηρίξει την ομάδα και όχι να γκρινιάζει για τον προπονητή.

Στο πρωτάθλημα, η Τσέλσι έμεινε αρκετά πίσω στη μάχη του τίτλου. Προχωρούσε όμως στις διοργανώσεις νοκ-άουτ, ενώ όλο και περισσότεροι παίκτες τον στήριζαν με δηλώσεις αλλά και με την απόδοσή τους στον αγωνιστικό χώρο.

Ο Φερνάντο Τόρες μπορεί να μην θυμίζει ακόμα τον παίκτη που πήγε ο Μπενίτεθ στη Λίβερπουλ, έβαλε πάνω από 100 γκολ και πωλήθηκε στο διπλάσιο τουλάχιστον της τιμής αγοράς του. Ωστόσο έχει το αξιοπρεπέστατο νούμερο των 21 γκολ φέτος σε όλες τις διοργανώσεις.

Ο Μπενίτεθ γρήγορα κατάλαβε ότι ο Νταβίδ Λουίζ ήταν κίνδυνος-θάνατος στην άμυνα και προωθώντας τον στη μεσαία γραμμή τον μετέτρεψε σε έναν από τους πιο εντυπωσιακούς παίκτες του δεύτερου γύρου στην Αγγλία.

Η οριστική καθιέρωση του διδύμου Κέιχιλ-Ιβάνοβιτς στο κέντρο της άμυνας προσέφερε μεγαλύτερη σταθερότητα , ενώ στο κέντρο οι Όσκαρ, Μάτα, Λουίζ, Ραμίρες και Αζάρ έδωσαν αρκετές θεαματικές στιγμές. Όλα αυτά, χωρίς ο Μπενίτεθ να αμφισβητηθεί στιγμή από ηγέτες των αποδυτηρίων όπως οι Τέρι και Λάμπαρντ, που αποδέχτηκαν ότι θα παίζουν μόνο όταν το αξίζουν και είναι 100% έτοιμοι και όχι με τα παράσημα των προηγούμενων ετών.

Καλά λόγια και από Φέργκιουσον!

Κάπως έτσι, ο Μπενίτεθ έκανε τους «εχθρούς» του αν όχι να τον αποδεχτούν, τουλάχιστον να παραδεχτούν ότι κάποια δουλειά την έχει κάνει. Ακόμα και ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον μίλησε με καλά λόγια γι’ αυτόν μετά τους προημιτελικούς του Κυπέλλου, παρ’ όλο που τον απέκλεισε, παρ’ όλο που δεν αντάλλαξαν ούτε μία χειραψία: «Δεν μπορείς να αμφισβητήσεις το γεγονός ότι έχει κάνει καλή δουλειά τις τελευταίες εβδομάδες. Το κλειδί γι’ αυτό είναι ότι ο κόσμος έχει ηρεμήσει λίγο και τον έχει αφήσει ήσυχο για να δουλέψει. Δεν μπορεί να είναι εύκολο να έχεις τόση πίεση από τους φιλάθλους όλη την ώρα. Οι οπαδοί ηρέμησαν και του επέτρεψαν να ηρεμήσει, οπότε ήρθαν μερικά καλά αποτελέσματα».

Πλέον, ο Μπενίτεθ οδηγεί την Τσέλσι στον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ στο Άμστερνταμ απέναντι στη Μπενφίκα. Εκεί θα προσπαθήσει να κάνει τους Λονδρέζους την πρώτη αγγλική ομάδα που κατακτά back-to-back (επίκαιρη έκφραση) ευρωπαϊκούς τίτλους μετά τα δύο σερί Πρωταθλητριών της Νότιγχαμ Φόρεστ  τη διετία 1979-80. Ο ίδιος θα προσπαθήσει παράλληλα να πάρει έναν διεθνή τίτλο με τέταρτο σύλλογο μετά τις Βαλένθια, Λίβερπουλ και Ίντερ.

Χοντρός; Ίσως λίγο εύσωμος. Ισπανός; Σίγουρα. Σερβιτόρος; Ναι! Συνήθως «σερβίρει» κούπες.