Ο Γιώργος Κούδας υπογράμμισε πως ο Βασίλης Χατζηπαναγής ήταν καλύτερος του Λιονέλ Μέσι, θέλοντας να δείξει τον σεβασμό του, για τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή του Ηρακλή. Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ από την πλευρά του αναφέρθηκε στην καριέρα του, στην κακή του συνήθεια, καθώς επίσης και στην έλλειψη παιδείας, στους Έλληνες φιλάθλους. Ο Κούδας μίλησε στην εφημερίδα «Metrosport». Αναλυτικά:
Είστε κατά γενική ομολογία ένας από τους θρύλους του ελληνικού ποδοσφαίρου και του ΠΑΟΚ φυσικά. Πως νιώθετε να αντιμετωπίζεται πλέον το ελληνικό ποδόσφαιρο απ’ τις εκάστοτε ΠΑΕ και διοικήσεις;
«Σας ευχαριστώ. Κάθε αθλητής έχει μια ημερομηνία λήξης. Ο κόσμος όμως εκτιμά το ταλέντο και τη στάση ζωής του αθλητή καθώς και το επίπεδο αν θέλετε που έχει ως άνθρωπος. Το σημερινό ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει θεμέλια. Έχει χάσει τον ρομαντισμό αλλά και τον επαγγελματισμό που είχαμε εμείς οι παλιότεροι. Μάλιστα στον τελευταίο αγώνα που παρακολούθησα ένιωσα απίστευτα εκνευρισμένος με όλα αυτά που βλέπω να συνεχίζονται να γίνονται με τις διαιτησίες και γενικά τη διαχείριση των παιχνιδιών».
Εάν γυρνούσατε το χρόνο πίσω τι θα αλλάζατε;
«Δεν θα άλλαζα τίποτα. Υπηρέτησα αυτό που ένιωσα μέσα στην καρδιά μου. Και εκατομμύρια να μου έδιναν παλιότερα θα έκανα ξανά τις ίδιες επιλογές».
Αναπολώντας τις πολλές ποδοσφαιρικές σας στιγμές, ποιο ήταν το πιο τραγελαφικό στιγμιότυπο που θυμάστε;
«Αυτό που συγκρατούσα πάντα απ’ τους αγώνες ήταν το ότι ορισμένοι αντίπαλοι, που μπορεί και να ήταν καλύτεροι από εμάς, χωρίς να έχουν πάντα υψηλό επίπεδο μόρφωσης, διατηρούσαν στα παιχνίδια το χιούμορ τους. Θυμάμαι τον Τότη Φυλακούρη ο οποίος είχε ένα αστείρευτο χιούμορ ακόμα και πάνω στην πίεση του αγώνα».
Εάν δεν είχατε κατορθώσει να γίνετε ποδοσφαιριστής, ποια επαγγελματική πορεία θα ακολουθούσατε;
«Τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ήταν δύσκολα. Ήταν τέτοιες οι συγκυρίες και οι συμπτώσεις που βρέθηκα στο ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω τι όμως θα γινόταν πραγματικά αν δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα. Το ποδόσφαιρο με είχε συνεπάρει χωρίς να είμαι αποπροσανατολισμένος ως αθλητής. Παρ’ όλα αυτά πάντα όμως φρόντιζα και ήθελα να είμαι δραστήριος σε κάτι δικό μου, να είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά. Κατά την περίοδο 1970-1976 έκανα μια δική μου αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, άνοιξα σούπερ-μάρκετ, όμως σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να έχω τη θέση ενός δημοσίου υπαλλήλου».
Τι δεν θα συγχωρούσατε με τίποτα σε κάποιον;
«Την υποκρισία και το ψέμα».
Ποια είναι η σχέση σας με τις καταχρήσεις;
«Ένα πράγμα δεν συγχώρησα ποτέ στον εαυτό μου και αυτό ήταν το κάπνισμα».
Ποια θα ήταν η συμβουλή σας σε κάποιον νεαρό που έχει όνειρο ζωής να γίνει ποδοσφαιριστής;
«Όταν ξεκινάς κάτι πρέπει να το αγαπήσεις. Εγώ όταν ξεκίνησα, φάνηκε από το πρώτο δελτίο που υπέγραψα (σημερινό συμβόλαιο) σε ηλικία μόλις 11,5 ετών, ότι λάτρεψα το ποδόσφαιρο και το υπηρέτησα σωστά. Αυτό θεωρώ πως θα πρέπει να κάνουν κι εκείνοι».
Ποια ήταν η πιο σκοτεινή/δύσκολη περίοδος της ζωής σας;
«Η πιο δύσκολη περίοδος ήταν η διετία 1966-1968. Τότε έκανα ένα μεγάλο λάθος. Ήταν δυο χρόνια αδράνειας, δυο χρόνια πολύ ψυχοφθόρα και από αθλητικής πλευράς. Έκανα την αυτοκριτική μου και ήξερα ότι ήταν μια λάθος κίνηση (υπόθεση Ολυμπιακού). Για έναν αθλητή είναι ό,τι χειρότερο να μην έχει αγωνιστική δραστηριότητα και φανταστείτε πως ειδικά για τη σημερινή εποχή είναι σχεδόν καταστροφικό».
Πιστεύετε πως η μέχρι τώρα προσφορά σας στο ελληνικό ποδόσφαιρο αλλά και στον ΠΑΟΚ έχει αναγνωριστεί επαρκώς;
«Δυστυχώς στην Ελλάδα όλοι αναγνωρίζονται μετά τον θάνατο τους. Δεν μπορώ να πω πως κουβαλάω πικρία”.
Εάν μπορούσατε να ξεχωρίσετε κάποια, ποια συμμετοχή σας σε ποδοσφαιρικό αγώνα ποια θα σας μείνει για πάντα αξέχαστη και γιατί;
«Ο πρώτος τίτλος στην ιστορία του συλλόγου. Το πρώτο κύπελλο του ΠΑΟΚ στο Καραϊσκάκη είναι η πιο ξεχωριστή ανάμνηση. Η προσφυγιά είχε στηρίξει και αγαπήσει αυτό το σωματείο και η συγκίνηση ήταν τεράστια για όλους».
Ποιος θεωρείτε πως είναι ο λόγος για τον οποίο οι ‘Ελληνες οπαδοί ξεφεύγουν και οδηγούνται σε τόσο ακραίες εκφράσεις φανατισμού στα γήπεδα;
«Ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη παιδείας σε συνάρτηση φυσικά και με όλα όσα συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο».
Ποια θεωρείτε τα μεγαλύτερα ονόματα που πέρασαν από το ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Η χώρα μας ήταν πάντοτε αδικημένη στο χώρο αυτό. Υπήρχαν ονόματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν διαπρέψει σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά λόγω συγκυριών δεν τα κατάφεραν. Ο Χατζηπαναγής ας πούμε ήταν ανώτερος από τον Μέσι που μιλάνε σήμερα όλοι για αυτόν. Ο Λουκανίδης, ο Δεληκάρης, ο Σιδέρης, ο Δομάζος, ο Παπαιωάννου είναι κάποιοι απ’ αυτούς. Σήμερα δυστυχώς πολλά παιδιά εξαιτίας της πληροφόρησης από τα media και την υπέρ προβολή που έχουν, χάνουν στο επίπεδο. Ένα ταλέντο σήμερα γίνεται πρωτοσέλιδο και χάνει αυτό που είχαμε εμείς παλιά. Η δημοσιότητα και το χρήμα τους κάνει να σβήνουν στο χρόνο, να μην έχουν συνέχεια.
Ποια είναι η αγαπημένη σας κακή συνήθεια;
«Ήταν το τσιγάρο για 21 ενεργά χρόνια. Όλοι απ’ τον περίγυρο μου απορούσαν πώς είναι δυνατόν να παίζω στο επίπεδο που έπαιζα και να καπνίζω τόσο πολύ. Εκεί θεωρώ είναι που φαίνεται η δύναμη του χαρακτήρα που έχεις».
Ποια είναι η σχέση σας με το χρήμα;
«Επειδή έζησα πολύ σκληρά παιδικά χρόνια πάντα κοίταζα να βελτιώσω το επίπεδο της ζωής μου. Ποτέ όμως δεν με κυρίεψε το χρήμα. Επίσης ποτέ δεν έκανα τη περιουσία που φαντάζεται ο κόσμος. Θέλησα και θέλω να ζω μια καλή ζωή όχι μόνο για μένα, μιας και ο άνθρωπος που έχω δίπλα μου θέλω να αισθάνεται επίσης όμορφα».
Νιώθετε πως γενικά κουβαλάτε μέσα σας κάποιου είδους απωθημένα;
«Ναι. Θεωρώ πως αγωνιστικά δεν πήρα αυτά που έπρεπε σαν αρχηγός αλλά και σαν ομάδα. Έπρεπε και μπορούσαμε να πάρουμε άλλα 2 με 3 πρωταθλήματα στην πιο δυναμική μας δεκαετία, 1968-1978. Τότε μας κλέψανε πολλά παιχνίδια, κάτι για το οποίο έφερε ευθύνη τόσο η πολιτεία, το υπουργείο αθλητισμού αλλά και οι ΕΠΟ».