Ο Βιμ Σουρμπίρ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μπακ του Άγιαξ, ταχύτατος, διεμβολιστής, μέλος των θρυλικών «12 Αποστόλων» του «Αίαντα», που με ηγέτη τον Κρόϊφ, έπαιξαν το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο την δεκαετία του 1970.
Ο Ολλανδός δεξιός ακραίος αμυντικός Βιμ Σουρμπίρ (Wilhelmus “Wim” Lourens Johannes Suurbier), γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1945, στο Αιντχόφεν. Έκανε το ντεμπούτο του για τον Άγιαξ στα 19 του χρόνια και έπαιξε μαζί τους για 13 χρόνια, σε όλη τη διάρκεια της πιο επιτυχημένης περιόδου του συλλόγου, μέχρι το 1977.
Συνήθως ως δεξί μπακ ήταν γνωστός για την ταχύτητα και την αντοχή του. Κατέκτησε τρεις φορές σερί το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Το 1977, πήγε για μία σεζόν στη Σάλκε και το 1979 στους Λος Άντζελες Άζτεκς. Ακολούθησαν για μια σεζόν, το 1982, οι Σαν Χοσέ Ερθκουέικς. Έπαιξε 60 αγώνες και σκόραρε 3 γκολ για την εθνική ομάδα της Ολλανδίας από το 1966 έως το 1978.
Έπαιξε και στα δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1974 και 1978), όπου οι Ολλανδοί ήταν φιναλίστ με αντιπάλους τους διοργανωτές, Δυτικογερμανούς και Αργεντίνους αντίστοιχα αλλά και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1976.
Έκανε το ντεμπούτο του για τον Άγιαξ, όταν ήταν 19 ετών και αγωνίστηκε με τα χρώματά του για 13 χρόνια, σε όλη τη διάρκεια της πιο επιτυχημένης περιόδου του συλλόγου, μέχρι το 1977, όταν ήταν 32 ετών. Συνήθως αγωνιζόταν ως δεξί μπακ και ήταν γνωστός για την ταχύτητα και την αντοχή του. Ήταν βασικό μέλος της εξαιρετικής ομάδας της δεκαετίας του 1970, που έμεινε γνωστή ως «Οι Δώδεκα Απόστολοι» του Άγιαξ με επικεφαλής τον Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruijff), η οποία κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών τρεις συνεχόμενες φορές (1971, 1972, 1973).
Το 1977, μετακόμισε στη γερμανική Σάλκε για μία σεζόν. Ακολούθησε άλλη μια σεζόν με την Μετζ στη Γαλλία. Το 1979, αγωνίστηκε με τους Λος Άντζελες Άζτεκς στη Βορειοαμερικάνικη Λίγκα. Έπαιξε τρεις σεζόν στο Λος Άντζελες πριν μεταβεί στους Σαν Χοσέ Ερθκουέικς, το 1982. Το φθινόπωρο του 1982, η ομάδα μετονομάστηκε σε Γκόλντεν Μπέι Ερθκουέικς και μπήκε στην Ένωση Ποδοσφαίρου Σάλας. Ο ίδιος αποσύρθηκε στο τέλος της σεζόν για να γίνει βοηθός προπονητή με τους Ερθκουέικς. Αργότερα επανέλαβε την καριέρα του ως παίκτης-προπονητής των Τάμπα Μπέι Ράουντις στην αμερικανική λίγκα ποδοσφαίρου σάλας.
Έπαιξε σε 60 αγώνες και σκόραρε 3 γκολ για την Εθνική Ολλανδίας, από το 1966 έως το 1978. Έπαιξε και στους δύο τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου που συμμετείχε και έχασε η «Βασίλισσα Χωρίς Στέμμα» ομάδα των «Οράνιε». Και σ’ αυτόν του 1974 και σ’ αυτόν του1978, όπου και στις 2 περιπτώσεις, αντιμετώπισαν τους διοργανωτές Δυτικογερμανούς και Αργεντίνους, αντίστοιχα. Συμμετείχε και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου του 1976, όπου κατέκτησε την 3η θέση.
Το 1983, διετέλεσε βοηθός προπονητή των Γκόλντεν Μπέι Ερθκουέικς. Το 1984, ανέλαβε προπονητής στους Τούλσα Ραουφνέκς. Το 1986, έγινε ο πρώτος προπονητής των Λος Άντζελες Χιτ της Δυτικής Ποδοσφαιρικής Λίγκας. Το φθινόπωρο του 1986, προσελήφθη από την Τάμπα Μπέι Ράουντις καθώς η ομάδα μπήκε στη στην Αμερικανική Λίγκα Ποδοσφαίρου Σάλας. Τον Νοέμβριο του 1987, έγινε προπονητής της νεοσύστατης Φορτ Λαουτερντέιλ Στράικερς.
Τον Φεβρουάριο του 1989, ανέλαβε του Μαϊάμι Σαρκς. Το 1994, έγινε ο προπονητής στους Κίκερς Αγίας Πετρούπολης, στην Φλόριντα των ΗΠΑ.