Ο Γιώργος Μπαρτζώκας άνοιξε την καρδιά του στο «Coaches Corner» της Ευρωλίγκας, μιλώντας για όλη την πορεία του στο μπάσκετ, από τα παιδικά του χρόνια στο Μαρούσι, τους τραυματισμούς, την κατάθλιψη και την προπονητική.
Αναλυτικά όσα είπε:
«Άρχισα να παίζω μπάσκετ ως παιδί στο Μαρούσι από την ηλικία των 9 χρόνων. Ήμουν ψηλότερος από τους συμμαθητές μου και όπως συμβαίνει πάντα κάποιος τύπος μου είπε “Γιατί δεν δοκιμάζεις το μπάσκετ;”. Το προσπάθησα και ήμουν αρκετά καλός για να συνεχίσω και μέρα με την μέρα το μπάσκετ έγινε το πάθος μου.
Πάντα έπαιζα ποδόσφαιρο, γιατί αυτό ήταν το νούμερο ένα άθλημα εκείνη την εποχή. Έγινα πολύ ψηλός για να παίζω ποδόσφαιρο, όμως είχα ακριβώς το μέγεθος που έπρεπε για μπάσκετ. Σε ένα περιβάλλον που πετυχαίνεις και καθένας είναι ικανός να το δει, αισθάνεσαι σημαντικότερος, νιώθεις καλά. Μέρα με την μέρα το είδα να συμβαίνει. Για παράδειγμα, με έβαλαν αμέσως στην αρχική πεντάδα λόγω του ύψους και της αθλητικής ικανότητας, παρά το γεγονός ότι δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για το μπάσκετ. Αυτό με βοήθησε να νιώσω άνετα.
Σε νεαρή ηλικία είχα πολλούς προπονητές, και ένας από αυτούς ήταν ο μέντορας για όλους μας. Ήταν μαζί μας όλη την μέρα και μας έκανε να αγαπήσουμε το μπάσκετ. Είχε μεγάλη επιρροή. Με επηρέασαν και τα παιδιά στην γειτονιά βέβαια επειδή παίζαμε μαζί μπάσκετ. Στα 16 μου, με έβαλαν στην πρώτη ομάδα μου, το Μαρούσι, όπου έπαιζαν τα δύο ινδάλματά μου, ο Νίκος Δαρίβας και ο Δημήτρης Φωσσές. Ήταν θρύλοι στο Μαρούσι, τους έβλεπα από παιδί. Είχα την ευκαιρία να παίξω με τον πρώτο, όμως ο δεύτερος έφυγε για τον Πανιώνιο έναν χρόνο νωρίτερα. Οι γονείς μου δεν με υποστήριζαν, πίστευαν ότι το μπάσκετ θα “τρώει” χρόνο από την μόρφωσή μου. Είχα όμως την ευκαιρία να πάω στο πιθανώς καλύτερο λύκειο της Αθήνας, με αποτέλεσμα να είμαι καλός και στις σπουδές και στο μπάσκετ, ώστε στην συνέχεια να πάω σε ένα μεγάλο πανεπιστήμιο. Νομίζω και τα δύο με βοήθησαν αρκετά στην καριέρα μου αλλά η προπονητική δε είναι το μοναδικό πράγμα στην ζωή μου.
Μικρός είχα ικανότητες για το ύψος μου, ήμουν αθλητικός από τα 13 μου, μπορούσα να καρφώσω. Όλα τα παιδιά εντυπωσιάζονταν από αυτό. Εμένα όμως μου άρεσε να πασάρω, ακόμη και τώρα η πάσα μου αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε. Αυτό το στοιχείο εκτιμώ περισσότερο από ένα όμορφο κάρφωμα, την έξυπνη και εντυπωσιακή πάσα. Κάθε χρόνο προσπαθώ να χτίσω ομάδες με αυτό το χαρακτηριστικό, με παίκτες που θα μπορούν να μοιράσουν τη μπάλα και το παιχνίδι.
Ως παίκτης είχα πολλούς σημαντικούς τραυματισμούς, επεμβάσεις στα γόνατα από τα 21 μου. Στα 28 αποφάσισα να σταματήσω μετά από τρεις ή τέσσερις σοβαρές εγχειρήσεις. Ήταν σαν την πρώτη μου κηδεία, ήταν τρομερό το συναίσθημα. Αντιμετώπισα την κατάθλιψη, όμως μέρα με τη μέρα αντιλήφθηκα πως δεν μπορούσα να αγωνιστώ σε υψηλό επίπεδο εξαιτίας των πόνων, των επεμβάσεων, των θεραπειών. Ήρθε η προπονητική και μου έδωσε ελπίδα, γιατί μπορούσα να μείνω κοντά στο άθλημα από ένα διαφορετικό πόστο. Από τα 20 προπονούσα παιδικές ομάδες, ακόμα και όταν ήμουν παίκτης. Μετά, στα 28 μου χρόνια έγινα προπονητής σε μία μικρή ομάδα στην Αθήνα για πολλά χρόνια και συνέχισα έτσι. Πάντα το έβλεπα σοβαρά. Ήταν το πάθος μου. Αγαπώ το μπάσκετ, ακόμη και αν το επίπεδο της διοργάνωσης δεν είναι τόσο υψηλό. Ήταν το πάθος μου, μέχρι και τώρα μπορώ να δω 3-4 αγώνες την ημέρα.
Όλα αυτά τα παιδιά που έπαιξαν μαζί μου στο Μαρούσι, είμαστε ακόμη μαζί και όταν υπάρχει η δυνατότητα συναντιόμαστε. Είναι φίλοι μίας ζωής από την γειτονιά, δεν είμαστε απλά συμπαίκτες. Πήγα σε άλλο σχολείο αλλά η γειτονιά αλλά στην γειτονιά ήμασταν φίλοι και το μπάσκετ ήταν πάντα το βασικό στοιχείο στην ζωή μας».