Είναι δεδομένο πως τον κόσμο τον βλέπουμε εντελώς διαφορετικά απ’ ότι τα παιδιά. Ίσως, αν τον βλέπαμε το ίδιο να ήταν και καλύτερος, αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Από τα πολύ σοβαρά, μέχρι τα πολύ απλά και καθημερινά, ένα παιδί τα βλέπει και τα αναλύει πιο απλά, πιο λιανά που λένε και στο χωριό μου.
Το πώς σκεφτόμασταν εμείς ένα γεγονός ως παιδιά, μάλλον δεν το θυμόμαστε, γι αυτό ίσως και να ρωτάμε και να ξαναρωτάμε το πώς βίωσαν ένα γεγονός τα δικά μας παιδιά. Ίσως να θέλουμε να επιστρέψουμε και πάλι, έστω και για λίγο, σ’ εκείνα τα χρόνια.
Κάπως έτσι, διαφορετικά, πολύ πιο αθώα, αλλά και με ξέσπασμα που σε κάνει να απορείς, είδε ένα δεκάχρονο το Ολυμπιακός – Χίμκι στο ΣΕΦ το βράδυ της Πέμπτης.
Από τον δρόμο προς το ΣΕΦ, οι ερωτήσεις πολλές. “Θα έχει κόσμο;”, “Θα κερδίσει ο Ολυμπιακός;”, “Θα παίξει ο Πρίντεζης και ο Σπανούλης”;
Οι απαντήσεις και η συζήτηση, δεν θυμίζει κουβέντα με ένα 10χρονο, αλλά έτσι είναι η νέα γενιά, πιο βελτιωμένη!!
Στην Εθνική δύο αυτοκίνητα έχουν στα παράθυρά τους κασκόλ του Ολυμπιακού, του κάνει εντύπωση, “ωχ κοίτα, κι αυτοί στο ίδιο γήπεδο πάνε, αλλά έχουν και κασκόλ στα παράθυρα”. Η απάντηση σου ένα χαμόγελο, μάλλον γιατί σ’ αρέσει που το ζεις όλο αυτό, ίσως και περισσότερο από το ίδιο το παιδί, καθώς ως μπαμπάς ήθελες γιο γι’ αυτόν τον λόγο. Το γήπεδο, την μπάλα, το μπάσκετ και τις συζητήσεις.
Θα σου ήταν λίγο δύσκολο το μπαλέτο και η ενόργανη.
“Αφού το γήπεδο είναι τόσο μεγάλο και χωράει τόσο κόσμο γιατί δεν φαίνεται από εδώ που είμαστε;”, η ερώτηση που δείχνει πόσο διαφορετικά αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος. Μην γελάτε, πονηρά μυαλά.
Φτάνοντας στην διχάλα της Εθνικής πριν το ΣΕΦ αναφωνεί “Να, να το γήπεδο, αυτό δεν είναι;”
“Ναι αυτό είναι, εκεί πάμε, πώς σου φαίνεται;”
“Μεγάλο και γκρι, καλά λίγο χρώμα δεν μπορούσαν να βάλουν;” χρώμα, η μεγάλη διαφορά στο πως κάναμε τον κόσμο μας και πώς θα τον ήθελαν τα παιδιά.
Παρκάρεις, βγαίνεις από το αυτοκίνητο και τα μάτια του κάνουν δέκα βόλτες περισσότερες απ’ ότι τα δικά σου. Στους πάγκους με τα λάβαρα, τις σημαίες και τα κασκόλ, στις καντίνες με τα σουβλάκια και τα λουκάνικα, στα στραγάλια, στους πασατέμπους και στους ηλιόσπορους.
Τα θέλει όλα, αρχίζει ο… οικονομικός Γολγοθάς, αλλά το ήξερες. Το έκανες κι εσύ άλλωστε στην ηλικία του.
“Άσε θα πάρουμε από μέσα”, του λες και τον ζώνουν τα φίδια πως μάλλον πας να την γλυτώσεις. “Σίγουρα ε, δεν με δουλεύεις” σου λέει κι εσύ απαντάς “όχι” γελώντας.
Πας προς την είσοδο. Η προσέλευση των θεατών σημαντική, κάτι που δείχνει πως όντως το κλειστό θα έχει αρκετό κόσμο.
Μπαίνεις στους χώρους του κλειστού και λίγα μέτρα μπροστά σου η ταμπέλα “Κυλικείο”, ξέρεις πως από εκεί, απλά πρέπει, να πας. Σταματάς και ρωτάς “τι θα πάρουμε;”.
Και βλέπεις πως τα μάτια του, εκτός του ότι λάμπουν, κοιτούν τα πάντα, από καραμέλες και τσίχλες, μέχρι πατατάκια και κρακεράκια.
Κάνει την πρώτη κίνηση και πιάνει τσίχλες, αρχίζουν τα όχι, “όχι βρε παιδί μου τσίχλες, τσίχλες θα φάμε στο γήπεδο;”, στραβώνει, αλλά προχωρά, πιάνει καραμέλες, σε κοιτά και τον κοιτάς. Καταλαβαίνει. Προχωρά παρακάτω και πάει σε πιο… σίγουρες λύσεις. Πιάνει κρακεράκια, σε κοιτά με ύφος “έλα εδώ θα πεις ναι”, το λες και φυσικά δεν θα μείνεις στο αλμυρό. Θέλει και την ζαχαρίτσα του. «Να πάρουμε σοκολάτα με φουντούκι, όχι με αμύγδαλο, μπα να πάρουμε σοκολάτα με μπισκότα”, τον κοιτάς, “να πάρουμε μία γάλακτος μάνα μου να φάει και ο μπαμπάς;”, σε κοιτά συγκαταβατικά και σου λέει “άντε καλά”, σου έχει κάνει τη χάρη, θα την εξαργυρώσει άλλη φορά.
Περνάτε στον αγωνιστικό χώρο και πάτε να κάτσετε στην θέση σας, χαμηλά, κοντά στους παίκτες. Αρχίζει και καταλαβαίνει πως θα βλέπει τους «γίγαντες» στα μάτια του, από μικρή απόσταση. Η προθέρμανση ξεκινά και μαζί της τα σχόλια. «Το 12 των ξένων έχει περίεργο στυλ, δεν σπάει τον καρπό του και σουτάρει πετώντας την σχεδόν, γι’ αυτό δεν βάζει κανένα, καλά δεν βρέθηκε ένας να του μάθει να σουτάρει;», τον κοιτάς και σκέφτεσαι πως κι εσύ το ίδιο είχες στο μυαλό σου. «Καλά είναι τόσο ψηλοί και δεν καρφώνει κανένας τους;», του εξηγείς πως στην αρχή της προθέρμανσης δεν πιέζονται για να μην τραυματιστούν, μετά θα καρφώνουν.
Πάντα το κάρφωμα αποτελούσε το κάτι ξεχωριστό, όχι μόνο στα μάτια των παιδιών, αλλά και στα δικά μας, μόνο που εμείς έχουμε προσθέσει και την εξαιρετική πάσα ή την καλή άμυνα.
Τα καρφώματα αρχίζουν, «πωωω τι έκανε αυτόοοος», «είδες πως κάρφωσε εκείνος» και βλέπεις ότι στην φαντασία του, ήδη, ο ίδιος έχει αρχίσει να καρφώνει.
Μπροστά σας παραμένουν απείραχτα τα κρακεράκια και η σοκολάτα. Τρώγεσαι για λίγη σοκολάτα, «άντε να τσιμπήσουμε λίγη σοκολάτα ε;», ρωτάς χωρίς να ξέρεις πως μπορεί να προκύψει έκρηξη. «Όχι βέβαια, θα αρχίσουμε μόλις αρχίσει και το παιχνίδι», σου λέει και καταπίνεις την ανάγκη σου για σοκολάτα.
Η παρουσίαση των ομάδων ξεκινά, και αντιγράφει τον τρόπο που παρουσιάζονται οι παίκτες. Εσύ τον κοιτάς και χαμογελάς, μάλλον το χαμόγελο έχει μείνει έτσι καρφωμένο ώρα τώρα. Ζεις αυτό που ονειρευόσουν και σ’ αρέσει κάθε δευτερόλεπτο που περνά. Το παιχνίδι αρχίζει και το ζει πιο έντονα απ’ ότι θα περίμενες. Κοιτάζει κάθε φάση και ρωτά ότι δεν καταλαβαίνει. Ο Μιλοτίνοφ παίρνει την πάσα και καρφώνει «οοο τρομερόοο είδες πως κρεμάστηκε από την μπασκέτα;», σου φωνάζει κι εσύ έχεις ενθουσιαστεί με το κάρφωμα, αλλά ίσως λίγο παραπάνω που κι αυτός ο μικρός δίπλα σου ενθουσιάζεται το ίδιο.
Καρφώματα, τρίποντα, ωραίες φάσεις, όμως έρχεται η ώρα που η 1η περίοδος τελειώνει και μένουν 6-7 δευτερόλεπτα. Εξηγείς ότι πρέπει να προλάβει να σουτάρει, το κάνεις ακόμα πιο… θρίλερ μετρώντας αντίστροφα, στα 2 δευτερόλεπτα η μπάλα είναι στα χέρια του Στρέλνιεκς, εκείνος σχεδόν σε νεκρό χρόνο σουτάρει από τα 8 μέτρα και ευστοχεί, ο κόσμος ξεσπά και ο μικρός τρελαίνεται «το έβαλε στο ένα δευτερόλεπτο, το είδες, πω ρε φίλε, σαν το ΝΒΑ2Κ που το σουτάρεις με το χειριστήριο προς τα κάτω και μπαίνει» και πάλι γελάς, γιατί βλέπει κάτι ίδιο με σένα με εντελώς άλλο τρόπο. Όμορφο τρόπο, που ίσως να ήθελες κι εσύ να το βλέπεις έτσι.
Στα τάιμ άουτ χαζεύει τις «τσιρλίντερς» χωρίς όμως να το παραδέχεται, αλλά και πάλι χαμογελάς σαν χαζός, ίσως γιατί κοιτάς κι εσύ χωρίς να το παραδέχεσαι.
Ο Μπαρτζώκας εκδηλωτικός, φωνακλάς, πόσο μάλλον όταν όλα πάνε στραβά για την Χίμκι. «Καλά ε, ο προπονητής τους τούς έχει κατσαδιάσει διακόσες φορές μιλάμε» σου λέει και γελάει, αλλά όταν ο δικός του προπονητής βάζει τις φωνές, καταπίνει την γλώσσα του.
Ο αγώνας πλησιάζει στο τέλος του, το ζει όμορφα, παιδικά και ξαφνικά γίνεται… ενήλικος. «Ρε θα μας τρελάνει τώρα αυτός, ο Πρίντεζης τρώει ξύλο από τρεις, του έχουν κάνει 10 φάουλ και ο διαιτητής δίνει βήματα», λέει έξαλλος και ξεσπάς σε γέλια διότι σου θυμίζει εσένα, τον διπλανό σου, τον λίγο πιο πέρα και στο τέλος αντιλαμβάνεσαι πως ένα εντελώς χαζό σφύριγμα μπορεί να ξεσηκώσει ακόμη κι ένα μικρό παιδί.
Ο αγώνας τελειώνει, όλοι χειροκροτούν, το ίδιο και ο μικρός που σε κοιτά και σου λέει «πάει, τελείωσε», σαν να σε ρωτάει πότε θα είναι η επόμενη φορά που θα τον ξαναπάς στο γήπεδο. Πότε θα ζήσει το ίδιο, με τον δικό του τρόπο, να δει και πάλι τα πάντα τόσο διαφορετικά απ ‘ότι εσύ και να σε βάλει να σκεφτείς μήπως τελικά όλα αυτά, τα απλά, να τα ζούσαμε σαν παιδιά; Μήπως χάνουμε λίγη ή πολλή από την ομορφιά τους που πλέον δεν μπορούμε να τα βλέπουμε όπως ένα δεκάχρονο;