Ο Ρικ Πιτίνο άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο παραμονής του στον Παναθηναϊκό ΟΠΑΠ και τη νέα αγωνιστική περίοδο, όμως έβαλε κάποιες προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό.

Ο Ρικ Πιτίνο άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο παραμονής του στον Παναθηναϊκό ΟΠΑΠ και τη νέα αγωνιστική περίοδο, όμως έβαλε κάποιες προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό. Ο ίδιος τόνισε πως θα ήθελε να μείνει αρκετά χρόνια στο “τριφύλλι”, όμως θα πρέπει να αλλάξουν κάποια πράγματα, πριν υπογράψει την επέκταση της συνεργασίας του με τους “πράσινους”. Παράλληλα, αναφέρθηκε στη ζωή του στην Αθήνα, για την έως τώρα καριέρα του και για τη στάση ζωής του. Ο Πιτίνο μίλησε στην εφημερίδα “Τα Νέα”. Αναλυτικά δήλωσε:

Για τους προπονητές του Παναθηναϊκού: 
«Ο Ομπράντοβιτς έμεινε επί 13 σεζόν, αλλά εγώ είμαι ο όγδοος προπονητής τα τελευταία επτά χρόνια. Απολαμβάνω πολύ τη δουλειά μου στον Παναθηναϊκό και τη ζωή μου στην Ελλάδα, μάλιστα άλλαξα όνομα σε ένα από τα δώδεκα άλογα ιπποδρόμου που έχω και το βάφτισα Princess PAO. Λόγω τιμής θα μπορούσα να μείνω εδώ όχι για έξι μήνες, αλλά για έξι χρόνια, αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που δε μου αρέσουν ή δεν μπορώ να τα ελέγξω. Ένα από αυτά είναι το θέμα των εγκαταστάσεων. Μια ομάδα δεν μπορεί να κάνει προπόνηση σε χαμηλή θερμοκρασία, όπως συνέβη κάμποσες φορές στο ΟΑΚΑ. Εάν μείνω, λοιπόν, θα ζητήσω να μετακομίσουμε σε άλλο προπονητήριο». 

Για το ότι γνώριζε για την Ελλάδα, χάρη στον φίλο του Νικόλα Σοτέλ: 
«Μένει στην Νέα Υόρκη, είναι Έλληνας και μιλούσαμε πολύ συχνά για την πατρίδα του, αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έρθω εδώ για να προπονήσω μια ομάδα, δίχως μάλιστα να αλλάξω την φιλοσοφία μου. Απλώς διαφοροποιήθηκε το life style μου, για παράδειγμα τρώω αργά το βράδυ και πίνω πολύ». 

Για το πώς προσαρμόστηκε: 
«Είμαι σκληρός Νεοϋορκέζος, δεν χαμπαριάζω από αντιξοότητες και άγνωστε συνθήκες. Μεγάλωσα βιώνοντας τον καθημερινό μόχθο του πατέρα μου που δούλευε στα φορτηγά στο Μανχάταν και της μάνας μου. Έφευγαν στις πέντε το πρωί από το σπίτι και μου άφηναν στην κουζίνα ένα ποτήρι γάλα με κορν φλέικς. Σηκωνόμουν, ντυνόμουν και πήγαινα μόνος μου στο σχολείο μέσα στο σκοτάδι κι ας ήμουν μόνο έξι χρονών. Έμαθα να παλεύω και να επιβιώνω και για αυτό είμαι ο μόνος από την οικογένειά μου που κατάφερε να σπουδάσει στο κολλέγιο». 

Για την ατάκα που κρατά από τον πατέρα του: 
«Δεν είχε ποτέ γεμάτες τις τσέπες του, ίσα ίσα τα έφερνε πολύ δύσκολα πέρα αλλά με έμαθε να είμαι γενναιόδωρος και με τα λεφτά και με τα συναισθήματά μου. Μου έλεγε ότι ακόμη κι αν δεν είχα ένα σεντ στην τσέπη μου έπρεπε να βρίσκω τρόπο να δίνω καλό φιλοδώρημα στο σερβιτόρο». 

Για το πώς άρχισε την προπονητική καριέρα στην Χαβάη: 
«Μόλις δέχθηκα την πρόταση να γίνω βοηθός προπονητή εκεί είπα αμέσως το «ναι» και ακύρωσα τη συμφωνία μου για να παίξω σε μια ιταλική ομάδα. Ξερογλειφόμουν βλέποντας την Χαβάη στην τηλεόραση και στα 21 μου ήθελα να κάνω… ζωάρα. Ήταν σαν να μου έλεγαν τώρα να πάω να δουλέψω στη Μύκονο». 

Για το μότο του: 
«Όσο πιο σκληρά προσπαθείς και όσο πιο πολύ πιστεύεις και προσηλώνεσαι στους στόχους σου, τόσο θα δρέπεις τους καρπούς του μόχθου». 

Για το σημαντικότερο επίτευγμα της ζωής του: 
«Τα πέντε παιδιά μου, που μεγάλωσαν σε σωστό περιβάλλον και είναι εργατικά και ταπεινά και τους πάνω από τριάντα προπονητές που ανέδειξα». 

Για τις κατηγορίες στο Λούιβιλ: 
«Δεν πλήρωσα ποτέ μου κάποιο παιδί ή τον γονιό του και αυτό αποδείχθηκε στην έρευνα του FBI. Άλλοι προσήχθησαν σε δίκη, ενώ εγώ αθωώθηκα αλλά δυστυχώς απολύθηκα από τον Ντέιβιντ Γκρίσομ, έπειτα από 17 χρόνια. Δε θα τον συγχωρήσω ποτέ, διότι δε με ρώτηε καν εάν είχε συμβεί κάτι. Μου είπε ότι ή θα έφευγα μόνος μου ή θα με απέλυε». 

Για το τι αποτελεί το μπάσκετ στη ζωή του: 
«Πάθος, αρρώστια. Είμαι εξαρτημένος από αυτό, δεν μπορώ να ζήσω μακριά από το γήπεδο. Στον ενάμιση χρόνο που έμεινα χωρίς δουλειά, αισθανόμουν άδειος και κόντεψα να πάθω κατάθλιψη, αλλά ευτυχώς δέχθηκε την πρόταση του Παναθηναϊκού που παλινόρθωσε τη ζωή μου. Τρέμω όταν σκέπτομαι τι θα κάνω σε 7-8 χρόνια όταν αποσυρθώ, δεν ξέρω αν θα το αντέξω». 

Για το πότε έβαλε τελευταία φορά τα δάκρυα: 
«Ήταν τα δάκρυα χαράς για το θρίαμβο του Λούιβιλ στο κολλεγιακό πρωτάθλημα. Εκ των υστέρων λόγω της υπόθεσης του «pay for play» μας αφαίρεσαν τον τίτλο, αλλά μου πήραν μόνο το λάβαρο, όχι τα συναισθήματα». 

Για τις προσωπικές του απορίες: 
«Αυτές αφορούν κυρίως τη θρησκεία. Δεν είναι εύκολο να ερμηνεύσεις τη Βίβλο και το λόγο του Θεού, αλλά είμαι βέβαιος ότι υπάρχει η μετά θάνατον ζωή. Υπάρχει σε ένα γήπεδο μπάσκετ με καλύτερους παίκτες από αυτούς που είχα στη ζωή μου». 

Για το πώς θα ήθελε να περάσει το τελευταίο λεπτό εν ζωή: 
«Θα προσπαθούσα να σώσω τη ζωή ενός ανθρώπου Να τον συγκρατούσα από την αυτοκτονία, από τα ναρκωτικά, τη θλίψη, την φτώχεια, από οτιδήποτε υπέφερε». 

Για το τι θα έλεγε στον 10χρονο εαυτό του: 
«Αγοράκι μου είσαι ένα τυχερό… σκατό». 

Για το θάνατο του 6ου παιδιού του, Ντάνιελ, σε ηλικία 6 μηνών το 1987:
«Προσεύχομαι στο θεό και τον παρακαλώ να μη δώσει ποτέ τέτοια πίκρα σε κανένα γονιό στον κόσμο σαν αυτή που νιώσαμε η Τζοάν κι εγώ». 

Για το πώς γνώρισε τη γυναίκα του: 
«Παίζαμε λακρός με κάποιους φίλους μου στο πάρκο και έτυχε αυτή να κάθεται σε ένα παγκάκι. Η μπάλα έπεσε στα πόδια της και μόλις πήγα να τη μαζέψω και την είδα, την ερωτεύτηκα αμέσως. Το ίδιο βράδυ οι φίλοι μου την κάλεσαν σε ένα πάρτι, τα φτιάξαμε και από τότε είμαστε μαζί». 

Για τα όνειρα που βλέπει: 
«Βλέπω συχνά όνειρα, αλλά όταν ξυπνάω τα έχω ξεχάσει. Να, τις προάλλες είδα στον ύπνο μου ότι πήρα το πρωτάθλημα του ΝΒΑ, αλλά το πρωί δε θυμόμουν με ποια ομάδα τα κατάφερα που να πάρει η οργή». 

Για τις τρέλες του: 
«Η μεγαλύτερη είναι ότι ανήμερα τα Χριστούγεννα έφτιαξα τη βαλίτσα μου, μπήκα στο αεροπλάνο και ήρθα στην Αθήνα για να αναλάβω μια ομάδα που δεν την ήξερα. Έχω κάνει διάφορες, όπως τότε που μπήκα σε ένα μαγαζί Gucci και αγόρασα ένα ζευγάρι πανάκριβα παπούτσια από δέρμα αλιγότορα». 

Για το πώς προσδιορίζει τον εαυτό του: 
«Ένα ανοικτό βιβλίο, ένας άνθρωπος που δεν φοβάται να εκτεθεί δημοσίως και δε δίνει σεντ τσακιστό για το τι θα πει ο κόσμος. Ξέρεις τι μου είχε πει κάποτε ο παλιός παίκτης και μάνατζερ των Λος Άντζελες Ντότζερς, Τόμι Λασόρντα; Το 80% των ανθρώπων δεν νοιάζονται για τα προβλήματα που έχεις και το 20% χαίρεται που τα έχεις». 

Για το πιάνο που του έκαναν δώρο για το κολλεγιακό πρωτάθλημα του 1996 στο Κεντάκι: 
«Δεν έχω φετίχ με αντικείμενα και γούρια, αλλά δίνω μεγάλη σημασία στο κακό προαίσθημα, την κακή διάθεση, την κακή προπόνηση πριν από τον αγώνα». 

Για το τι πιστεύει για το στιλ του: 
«Ο κόσμος με λατρεύει επειδή διδάσκω και παίζω ένα ωραίο μπάσκετ και με μισεί επειδή με τις νίκες χαλάω τη ζαχαρένια κάποιων». 

Για το γιατί δεν προχώρησε στις πολιτικές επιστήμες, ενώ τις σπούδασε: 
«Τι; Να γίνω πολιτικός και να αισθάνομαι ότι κάποιοι κοιτάζουν διαρκώς εμένα και την οικογένειά μου μέσα από μια κλειδαρότρυπα; Απορώ πώς ξυπνάει κάθε πρωί ο Τραμπ και ο καθένας στη θέση του». 

Για την πιο παράξενη εμπειρία του στην Ελλάδα, στην κηδεία του Θανάση Γιαννακόπουλου: 
«Όταν έφτασα στην εκκλησία, με πλησίασε ένας ευγενέστατος και πολύ συμπαθητικός κύριος με ψαρά μαλλιά και με συνεχάρη για τις νίκες. Μιλήσαμε στα όρθια για δυο-τρία λεπτά και μου έκανε εντύπωσε ο τρόπος που μου μιλούσε. Τον ρώτησα ποιος είναι και έπεσα από τα σύννεφα με την απάντησή του… «Α, ναι, συγγνώμη, ξέχασα να σας συστηθώ κύριε Πιτίνο. Είμαι ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και λέγομαι Προκόπης Παυλόπουλος».