Το Μπιτς Βόλεϊ είναι ένα ξεχωριστό αγώνισμα. Συνδυάζει στοιχεία, όπως υψηλό αθλητικό επίπεδο και ιδιαίτερες συνθήκες διεξαγωγής. Οι αγώνες διεξάγονται σε μερικές από τις πιο όμορφες παραλίες του κόσμου ή και στα ιστορικά κέντρα γνωστών πόλεων.

Το Μπιτς Βόλεϊ είναι ένα ξεχωριστό αγώνισμα. Συνδυάζει στοιχεία, όπως υψηλό αθλητικό επίπεδο και ιδιαίτερες συνθήκες διεξαγωγής. Οι αγώνες διεξάγονται σε μερικές από τις πιο όμορφες παραλίες του κόσμου ή και στα ιστορικά κέντρα γνωστών πόλεων. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συνδυασμός της μουσικής και των έντονων ρυθμών, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, το έχει καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλές. Το Μπιτς Βόλεϊ έχει αποκτήσει χιλιάδες φίλους, ενώ οι αγώνες του προβάλλονται από τους μεγαλύτερους τηλεοπτικούς οργανισμούς.

Παίζεται ανάμεσα σε ομάδες των δύο αθλητών ή αθλητριών, σε γήπεδο διαστάσεων 16 x 8 μέτρων, πάνω στην άμμο. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να περάσει η μπάλα πάνω από το δίχτυ και να προσγειωθεί στο γήπεδο της αντίπαλης ομάδας και παράλληλα να αποφευχθεί αντίστοιχη ενέργεια από την αντίπαλη ομάδα. Η Διεθνής Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης (Federation Internationale de Volleyball – FIVB) κατέβαλε προσπάθειες για την διεξαγωγή αθλητικών διοργανώσεων και εκδηλώσεων Μπιτς Βόλεϊ, που αποτέλεσαν πρότυπα οργάνωσης και επαγγελματισμού.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι πρώτες αναφορές για ομάδες έξι ατόμων, που έπαιζαν βόλεϊ στην άμμο έρχονται από τις παραλίες της Χαβάης. Η Ιστορική Επιτροπή του ομίλου Άουτράϊγκερ Κανόε Κλαμπ έχει παρουσιάσει έγγραφα, που επιβεβαιώνουν ότι στις αρχές του 1915 παιζόταν Μπιτς Βόλεϊ στις εγκαταστάσεις του.

Εν τούτοις, ο μεγαλύτερος όγκος της βιβλιογραφίας, για την ιστορία του Μπιτς Βόλεϊ αναφέρεται εκτενέστερα στην ανάπτυξη του αθλήματος από τις ακτές της Σάντα Μόνικα στην Καλιφόρνια από τη δεκαετία του 1920 και μετά.

Στις αρχές της δεκαετίας του `30, οι παίχτες από έξι μειώθηκαν σε δύο, ενώ απαγορευόταν τα «καρφιά». Το Μπιτς Βόλεϊ πέρασε τον Ατλαντικό και άρχισε να παίζεται και στην Ευρώπη το 1927. Το πρώτο επίσημο τουρνουά Μπιτς Βόλεϊ 2Χ2, χωρίς χρηματικό έπαθλο, διεξήχθη στο Στέιτ Μπιτς της Καλιφόρνια το 1947 με νικητές τους Σάενζ και Χάρις.

Από τις αρχές της δεκαετίας του `50, άρχισε να εξελίσσεται σε κορυφαίο κοσμικό γεγονός, συνδυάζοντας την θάλασσα, τον ήλιο και τη διασκέδαση στις παραλίες. Εκείνη την εποχή, εμφανίστηκαν στο Σορέντο Μπιτς στην Καλιφόρνια και έπαιξαν Μπιτς Βόλεϊ οι «Μπίτλς», ενώ στους θιασώτες του αθλήματος συμπεριλαμβάνονται η Μέριλιν Μονρόε και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι. Οι αγώνες του αθλήματος συνδυάζονταν με κοσμικές εκδηλώσεις, όπως πάρτι και καλλιστεία.

Η Διεθνής Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης, το 1987, διοργάνωσε το πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μπιτς Βόλεϊ ανδρών, στην ακτή Ιπανέμα της Βραζιλίας, μια χώρα με πολύ υψηλό επίπεδο στο άθλημα.

«Χρυσοί» νικητές της διοργάνωσης αναδείχθηκαν οι Αμερικανοί, Σμιθ και Στόκλος, ενώ επανέλαβαν την επιτυχία τους σε ακόμα τέσσερα Παγκόσμια Πρωταθλήματα.

Το 1993, ακολούθησε η πρώτη διοργάνωση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος γυναικών, στην Αλμερία της Ισπανίας και δημιουργήθηκε ειδικό τμήμα Μπιτς Βόλεϊ, στο πλαίσιο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Πετοσφαίρισης.

Το Μπιτς Βόλεϊ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1992, στην Αλμέρια. Το 1996, στην Ατλάντα, το άθλημα συμπεριελήφθη κανονικά στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, για τους άνδρες και τις γυναίκες, με χρυσούς Ολυμπιονίκες τους Αμερικανούς Κάρς Κίραλι και Κεντ Στέφες και τις Βραζιλιάνες Σάντρα Πίρες και Τζάκι Σίλβα. Σήμερα, περισσότερες από 150 χώρες καλλιεργούν επίσημα το άθλημα. Η παγκόσμια κατάταξη των ομάδων αποτελεί τη βάση για την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

ΤΟ ΜΠΙΤΣ ΒΟΛΕΪ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

Στην Ελλάδα το Μπιτς Βόλεϊ εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1988 με πρωταγωνιστές εν ενεργεία και μάλιστα διεθνείς παίκτες του Βόλεϊ, οι οποίοι επιθυμούσαν να διατηρήσουν τη φόρμα τους, κατά την θερινή περίοδο. Το πρώτο τουρνουά διεξήχθη στην Βάρκιζα Αττικής, ενώ ο θεσμός του Πανελληνίου Πρωταθλήματος θεσπίστηκε το 1994.

Η πρώτη διεθνής διοργάνωση του αθλήματος στην Ελλάδα, διεξήχθη στα «Αστέρια» της Γλυφάδας το 1995, όπου οι Γερμανοί Αντρέ Φρόλιτς και Φάλκ Ζίμερμαν στους άνδρες και οι Πορτογαλίδες Μαρία Ζοσέ Σκούλερ και Άνα Κριστίνα Περέϊρα επικράτησαν στα τουρνουά του Ευρωπαϊκού Σιρκουί.

Ακολούθησαν και άλλες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις, κυρίως στη Ρόδο και το Ξυλόκαστρο, ενώ από το 2002 η Ελλάδα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του Word Tour της FIVB, με την διοργάνωση τουρνουά Οpen στην Πλατεία Δημαρχείου της Ρόδου.

Κορυφαίες φυσιογνωμίες του ελληνικού Μπιτς Βόλεϊ αποτελούν οι Βάσω Καραντάσιου, Βίκυ Αρβανίτη, Έφη Σφυρή και Θάλεια Κουτρουμανίδου από τις γυναίκες και Θανάσης Μιχαλόπουλος, Παύλος Μπελιγράτης από τους άνδρες.

Το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα με εννιά τουρνουά ξεκίνησε το 1991, μετά από παραχώρηση του σχετικού δικαιώματος από την Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης.

Από το 1995, διοργανώνονται Πανελλήνια Πρωταθλήματα για όλες τις κατηγορίες (Ανδρών – Γυναικών – Νέων Ανδρών – Νέων Γυναικών – Εφήβων – Νεανίδων – Παίδων – Κορασίδων – Παμπαίδων – Παγκορασίδων).

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Το Μπιτς Βόλεϊ διεξάγεται σε γήπεδο με άμμο, διαστάσεων 16 Χ 8 μέτρων, από ομάδες που αποτελούνται από δύο αθλητές ή αθλήτριες. Το δίχτυ, ή αλλιώς φιλέ, χωρίζει το γήπεδο σε δύο ίσα τμήματα, καθένα από τα οποία αποτελεί το «γήπεδο της ομάδας».

Ο αγώνας αρχίζει με προσπάθεια για σερβίς, δηλαδή χτύπημα της μπάλας από την πίσω άκρη του γηπέδου της μίας ομάδας, προς το αντίπαλο γήπεδο της άλλης. Η κάθε φάση συνεχίζεται μέχρι η μπάλα να «προσγειωθεί» στο έδαφος, εντός ή εκτός των ορίων του γηπέδου, ή όταν η αντίπαλη ομάδα αποτύχει να επιστρέψει τη μπάλα με κανονικό τρόπο. Κάθε ομάδα επιτρέπεται να έχει μέχρι τρεις επαφές με τη μπάλα, συμπεριλαμβανομένης και της επαφής στην προσπάθεια για μπλοκ, προτού την επιστρέψει προς την αντίπαλη ομάδα. Στο Μπιτς βόλεϊ, η ομάδα που κερδίζει τη φάση, κερδίζει και πόντο. Εφόσον η ομάδα που δέχεται το σερβίς, κερδίζει τη φάση, αποκτά και το δικαίωμα για να εκτελέσει σερβίς. Σε μια ομάδα τα σερβίς εκτελούνται από τους δύο παίκτες εναλλάξ.

Ένας αγώνας αποτελείται από σετ, που ολοκληρώνονται όταν μία ομάδα συγκεντρώσει 21 πόντους και έχει διαφορά τουλάχιστον δύο πόντων από την αντίπαλη ομάδα (π.χ. 21-19). Σε αντίθετη περίπτωση το σετ συνεχίζεται έως ότου μία από τις δύο ομάδες αποκτήσει προβάδισμα δύο πόντων και ανακηρυχθεί νικήτρια του σετ (π.χ. 24-22, 25-23 κ.ο.κ.). Νικήτρια του αγώνα είναι η ομάδα που κατακτά δύο σετ. Σε περίπτωση ισοπαλίας 1-1 σετ, νικήτρια ομάδα είναι εκείνη που θα κατακτήσει το τρίτο και καθοριστικό σετ του αγώνα, συγκεντρώνοντας 15 πόντους, με διαφορά τουλάχιστον δυο πόντων από την αντίπαλή της (π.χ. 15-13). Σε αντίθετη περίπτωση το σετ συνεχίζεται έως ότου μία από τις δύο ομάδες αποκτήσει προβάδισμα δύο πόντων (π.χ. 18-16) και ανακηρυχθεί νικήτρια του αγώνα.

Σφάλματα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού

Τέσσερα χτυπήματα: μια ομάδα έχει επαφή με τη μπάλα τέσσερις φορές πριν την επιστρέψει στο αντίπαλο γήπεδο.

Υποβοηθούμενο χτύπημα: ένας αθλητής-αθλήτρια υποβοηθείται από έναν συναθλητή-συναθλήτριά του ή κάποια κατασκευή ή αντικείμενο για να φτάσει τη μπάλα μέσα στον αγωνιστικό χώρο.

«Πιαστό»: ένας αθλητής-αθλήτρια δεν χτυπά καθαρά τη μπάλα με τα δάχτυλά του και αυτή παραμένει για μεγαλύτερο του επιτρεπτού διάστημα στα χέρια του / της , με εξαίρεση την περίπτωση της αμυντικής προσπάθειας σε δυνατό χτύπημα, όπου εκεί η μπάλα μπορεί να «κρατηθεί» στιγμιαία. Επίσης, όταν υπάρχει ταυτόχρονη επαφή της μπάλας από δύο αντιπάλους, πάνω από το φιλέ, που προκαλεί στιγμιαία «πιαστό». Στην περίπτωση αυτή το σφάλμα χρεώνεται στον αθλητή που κάνει την επίθεση.

Διπλή επαφή: ένας αθλητής-αθλήτρια χτυπά δύο συνεχόμενες φορές τη μπάλα ή όταν η μπάλα έρχεται σε διαδοχική επαφή με διαφορετικά μέρη του σώματος του αθλητή / αθλήτριας.

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ – ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Ο εξοπλισμός ενός αθλητή / αθλήτριας αποτελείται από ένα σορτ, για τους άνδρες, ή ένα μαγιό, για τις γυναίκες. Το αγωνιστικό φανελάκι είναι μέρος του εξοπλισμού για τους άνδρες σε όλες τις διοργανώσεις της FIVB. Οι αθλητές μπορούν να φορούν καπέλο και άλλα εξαρτήματα (γυαλιά, περιβραχιόνιο για τους αγκώνες, ρολόι, προσωρινό τατουάζ), πρέπει να είναι ξυπόλητοι, εκτός εάν επιτραπεί κάτι διαφορετικό από το διαιτητή, ενώ τα φανελάκια τους πρέπει να φέρουν στο μπροστινό και πίσω μέρος αρίθμηση από το ένα έως το δύο.

ΜΠΑΛΑ

Επειδή αγώνες μπιτς βόλεϊμπολ διεξάγονται και υπό βροχή, το υλικό από το οποίο αποτελείται η μπάλα δεν πρέπει να απορροφά υγρασία (πχ δέρμα, συνθετικό δέρμα). Η μπάλα έχει στο εσωτερικό της μια σαμπρέλα από λάστιχο ή παρόμοιο υλικό, ενώ τα χρώματά της είναι φωτεινά, όπως για παράδειγμα κίτρινο, πορτοκαλί, ροζ ή άσπρο. Οι μπάλες που χρησιμοποιούνται σε επίσημες Διεθνείς διοργανώσεις έχουν χρώματα μπλε, κίτρινο και άσπρο.

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο αγωνιστικός χώρος περιλαμβάνει τον κυρίως αγωνιστικό χώρο και την ελεύθερη ζώνη.

Ο κυρίως αγωνιστικός χώρος είναι ένα ορθογώνιο με διαστάσεις 16 x 8 μέτρων και περιβάλλεται από μια ελεύθερη ζώνη με πλάτος τουλάχιστον 3 μέτρων. Από την επιφάνεια του γηπέδου και σε ύψος έως τα 7 μέτρα, πρέπει να μην υπάρχει κανένα εμπόδιο (ελεύθερο διάστημα).

Σε Παγκόσμιες Διοργανώσεις της Διεθνούς Ομοσπονδίας, o κυρίως αγωνιστικός χώρος έχει διαστάσεις 16 x 8 μέτρα και περιβάλλεται από μια ελεύθερη ζώνη, ελάχιστου πλάτους 5 μέτρων και μέγιστου 6μ. από τις τελικές και πλάγιες γραμμές. Από την επιφάνεια του γηπέδου και σε ύψος έως τα 12,5 μέτρα πρέπει να μην υπάρχει κανένα τεχνητό ή φυσικό εμπόδιο (ελεύθερο διάστημα).

ΕΠΙΦΑΝΙΑ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ο αγωνιστικός χώρος πρέπει να αποτελείται από επίπεδη άμμο, όσο πιο ομοιόμορφη γίνεται, χωρίς πέτρες, κοχύλια και οτιδήποτε άλλο που θα εγκυμονούσε κινδύνους για κοψίματα και τραυματισμούς των αθλητών-αθλητριών και βάθους τουλάχιστον 40εκ. Οριοθετείτε από δύο πλάγιες και δύο τελικές γραμμές, οι οποίες είναι τοποθετημένες μέσα στις διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου. Όλες οι γραμμές έχουν πλάτος 5 έως 8 εκατοστών και χρώμα το οποίο δημιουργεί έντονη αντίθεση με το χρώμα της άμμου. Δεν υπάρχει κεντρική γραμμή. Οι γραμμές του γηπέδου αποτελούνται από κορδέλες, κατασκευασμένες από ανθεκτικό υλικό οι οποίες συγκρατούνται από μη προεξέχοντα στηρίγματα.

Η ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΣΕΡΒΙΣ

Η ζώνη του σερβίς είναι μια περιοχή πίσω από την τελική γραμμή και μεταξύ των προεκτάσεων των δύο πλάγιων γραμμών. Σε μήκος, η ζώνη του σερβίς εκτείνεται έως το τέλος της ελεύθερης ζώνης.

ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ

Το φιλέ όταν είναι τεντωμένο και τοποθετημένο κάθετα πάνω από τον άξονα του κέντρου του γηπέδου έχει μήκος 8,5 μέτρων και πλάτος περίπου 1 μέτρου. Οι πάνω και οι πλάγιες πλευρές του φιλέ, περιβάλλονται από μια ταινία.

Το ύψος του φιλέ πρέπει να είναι 2,43 μέτρα για τους άνδρες και 2,24 μέτρα για τις γυναίκες. Πάνω στους στυλοβάτες τεντώνεται το φιλέ.

ΑΝΤΕΝΕΣ

Αντένα είναι μια εύκαμπτη ράβδος, μήκους 1,8 μέτρων και διαμέτρου 10 χιλιοστών. Δύο αντένες είναι τοποθετημένες στο εξωτερικό μέρος κάθε πλάγιας ταινίας του φιλέ και βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές του φιλέ.

80 εκατοστά κάθε αντένας προεξέχουν πάνω από το φιλέ και είναι σημειωμένα με λωρίδες των 10 εκατοστών σε χρωματισμό, που να δημιουργεί αντίθεση, κατά προτίμηση κόκκινο ή λευκό. Οι αντένες θεωρούνται μέρος του φιλέ και πλευρικά καθορίζουν τον κυρίως αγωνιστικό χώρο.

ΑΘΛΗΤΕΣ – ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Ανάμεσα στους «μεγάλους» αθλητές του μπιτς βόλεϊμπολ ξεχωρίζει ο Αμερικανός Kάρς Κίραλι, ο οποίος έκανε μια σημαντική καριέρα, κατακτώντας τρία Ολυμπιακά μετάλλια, τα δυο στην πετοσφαίριση, το 1984 στο Λος Άντζελες και το 1988 στη Σεούλ, και το τρίτο στο μπιτς βόλεϊ στην Ατλάντα το 1996 και μάλιστα στην παρθενική εμφάνιση του αθλήματος στο επίσημο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Έτσι, βρέθηκε ανάμεσα σε ελάχιστους αθλητές, που έχουν κατορθώσει να κατακτήσουν Ολυμπιακά μετάλλια, σε διαφορετικά αγωνίσματα ενός αθλήματος.

Γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1960, στο Σαν Κλεμέντε της Καλιφόρνια και έχει ύψος 1,88μ. Ακόμη και σήμερα, παρά τα 44 χρόνια του, συνεχίζει να πρωταγωνιστεί. Τελευταίο κατόρθωμά του, η κατάκτηση του επαγγελματικού πρωταθλήματος των ΗΠΑ το 2003.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει την επαγγελματική του ενασχόληση του με το Μπιτς Βόλεϊ με πρώτο συμπαίκτη τον Στιβ Τίμονς από το 1987 έως το 1991. Με συμπαίκτη τον Τίμονς κατέκτησε ένα χρυσό μετάλλιο στην Ενοσίμα της Ιαπωνίας και ένα χάλκινο στο Γέζι της Ιταλία. Εξάλλου, το 1988 με συμπαίκτη τον Πατ Πάουερς κατέκτησε στο Ρίο ντε Τζανέιρο τον τίτλο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, ενώ με τον ίδιο συμπαίκτη την επόμενη χρονιά ήταν φιναλίστ.

Το 1991 δέχτηκε πρόταση από την ιταλική Μεσατζέρο Ραβέννα και επέστρεψε στο Βόλεϊ. Κορυφαία στιγμή ήταν η κατάκτηση του Πρωταθλήματος Ευρώπης με τη Ραβέννα, νικώντας στο τελικό τον Ολυμπιακό, παρουσία 16.000 θεατών στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας στον Πειραιά.

Το 1994, ο Καρς Κίραλι επέστρεψε και πάλι στην άμμο και το 1995 με συμπαίκτη τον Αγιακατούμπι, κατέλαβε την ένατη θέση στο τουρνουά όπεν της Ερμόσα. Τέσσερα χρόνια αργότερα αγωνίστηκε σε ένα τουρνουά Παγκοσμίου Πρωταθλήματος και με συμπαίκτη τον Γουίτμαρς κατέλαβε τη δεύτερη θέση. Από το 1998 μέχρι το 2000 είχε συμπαίκτη τον Τζόνσον με τον οποίο πήρε το ασημένιο μετάλλιο στους Αγώνες Καλής Θέλησης στη Νέα Υόρκη. Η τελευταία συμμετοχή του σε τουρνουά του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος ήταν το 2003 στο Λος Άντζελες, όπου με συμπαίκτη τον Ντόμπλ κατέλαβε την ένατη θέση.

Μια άλλη μεγάλη μορφή του αθλήματος είναι ο Ράντι Στόκλος, ο οποίος μαζί με τον Σιντζιν Σμιθ κατέκτησε τους περισσότερους τίτλους σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα της Διεθνούς Ομοσπονδίας (FIVB). Ένα από τα πιο «εμπορικά» ονόματα όλων των εποχών, που μονοπώλησε τους τίτλους από το 1987, που διεξήχθη το πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, μέχρι και το 1993 με εξαίρεση το 1988, που επικράτησαν οι Κίραλι – Πάουερ.

Ο Ράντι Στόκλος γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1960 στη μητρόπολη του Μπιτς Βόλεϊ, την Καλιφόρνια. Από το 1987 μέχρι το 1993 με συμπαίκτη τον Σιντζιν Σμιθ αγωνίστηκε σε 12 τουρνουά της FIVB με απολογισμό 10 χρυσά μετάλλια, ένα χάλκινο και μία τέταρτη θέση. Την περίοδο 1995-1996 έλαβε μέρος σε δύο τουρνουά με διαφορετικούς συμπαίκτες, τον Μάικλ Ντοντ, ο οποίος το 1996 με συμπαίκτη τον Μικ Γουίτμαρς κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα και τον Μπρούκ Βανντεγκεντς, αλλά και τις δύο φορές κατατάχτηκε στη 17η θέση.

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Μπιτς Βόλεϊ της δεκαετίας, όπως ανακηρύχθηκαν από την FIVB, ήταν οι Αμερικανοί Σιντζιν Σμιθ και Ράντι Στόκλος και οι Βραζιλιάνοι Τζοσέ Λοϊόλα και Μανουέλ Ρεγκό, ενώ στην κατηγορία των γυναικών καλύτερες ομάδες ανακηρύχθηκαν οι Βραζιλιάνες Τζακελίν Σίλβα και Σάντρα Πιρές που κατέκτησαν το Ολυμπιακό μετάλλιο το 1996 στην Ατλάντα, καθώς και οι Αυστραλέζες Κέρι Πότθαρστ και Νάταλι Κουκ , που κατέκτησαν το αντίστοιχο μετάλλιο στους Αγώνες του Σίδνεϊ. Παγκόσμιοι Πρωταθλητές στο Πρωτάθλημα που διεξήχθη στο Κλάγκενφουρτ της Αυστρίας το 2001 ανακηρύχθηκαν οι Αργεντινοί Μάριο Μπαρασέτι και Μαρτίν Κόντε και οι Βραζιλιάνες Αντριάνα και Σέλντα. Οι Αργεντινοί Μπαρασέτι και Κόντε κατέκτησαν και την 1η θέση στην Παγκόσμια κατάταξη για το 2002 ενώ την αντίστοιχη θέση στις Γυναίκες κατέκτησαν οι Μίστι Μέι και Κέρι Γουόλς.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΘΛΗΤΕΣ

Το δίδυμο Βάσω Καραντάσιου/Βίκυ Αρβανίτη έχει χαρίσει τις πιο «φρέσκιες» συγκινήσεις. Το 2005 κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο στο Τουρνουά Γκραντ Σλαμ της Νορβηγίας, το ασημένιο μετάλλιο στο Τουρνουά Όπεν του Μιλάνου, την 4η θέση στο Τουρνουά Οπεν της Αθήνας, το χρυσό μετάλλιο στον Τελικό του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 2005 (Μόσχα, Αύγουστος 2005) και το χρυσό στον Τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 2007 (Βαλένθια, Αύγουστος 2005).

Εξίσου επιτυχημένη κρίνεται και η πορεία της 2ης ελληνικής ομάδας, των Θάλεια Κουτρουμανίδου – Μαρία Τσιαρτσιάνη, με την κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στο Τουρνουά Οπεν της Πορτογαλίας και της Ρωσίας και του χάλκινου μεταλλίου στο Τουρνουά Οπεν της Ινδονησίας.

Η Βάσω Καραντάσιου μαζί με την Εφη Σφυρή, πάντως, είχαν σύρει πρώτες το χορό των διακρίσεων για το ελληνικό μπιτς βόλεϊ και εχουν πετύχει εξίσου σημαντικές διεθνείς διακρίσεις, όπως η 17η θέση στην Ολυμπιάδα του Σίδνεϊ, η 9η θέση στην Ολυμπιάδα της Αθήνας (όπως και το δίδυμο Κουτρουμανίδου-Αρβανίτη) και το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2001, ενώ έχουν κατακτήσει και πέντε Πανελλήνιους τίτλους. Τον Ιούλιο του 2002 οι δυο Ελληνίδες αθλήτριες σημείωσαν την 1η μεγάλη επιτυχία του Ελληνικού μπιτς βόλεϊ σε Παγκόσμιο Επίπεδο, με την κατάληψη της 3ης θέσης στο Τουρνουά του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Γυναικών που διεξήχθη στην Ρόδο.

Στην κατηγορία Ανδρών και σε διεθνές επίπεδο τις σημαντικότερες επιτυχίες έχει πετύχει η ομάδα των Θανάση Μιχαλόπουλου και Μάνου Ξενάκη, κατακτώντας την 9η θέση στο Τουρνουά Όπεν 2005 της Αθήνας, τη 17η θέση στο Τουρνουά Γκραν Σλαμ 2005 του Παρισιού και την 9η στο Τουρνουά Οπεν 2006 στο Ζάγκρεμπ. Ο Θανάσης Μιχαλόπουλος έχει κατακτήσει και την 17η θέση στην Ολυμπιάδα της Αθήνας.

Στην κατηγορία ανδρών, πέντε Πανελλήνιους τίτλους έχει κατακτήσει Θανάσης Μιχαλόπουλος, τρεις ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης και από δυο ο Μανώλης Ρουμελιώτης, ο Στέλιος Καζάζης, ο Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος και ο Μανώλης Ξενάκης, ενώ έναν τίτλο έχουν κατακτήσει ο Παύλος Μπελιγράτης, ο Δημήτρης Καζάζης, ο Παναγιώτης Μαυράκης, ο Βαγγέλης Οικονόμου, ο Βαγγέλης Κουτουλέας, ο Πάνος Δημητρακάκος, ο Ηλίας Αραμπατζής, ο Γιώργος Κνάπεκ, και ο Γιώργος Κουλιέρης. Η Ανδρική Εθνική ομάδα που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας με τον Θανάση Μιχαλόπουλο και τον Παύλο Μπελιγράτη, κατέκτησε την 17η θέση.

Στην κατηγορία γυναικών, έξι Πανελλήνιος τίτλους έχει κατακτήσει η Βάσω Καραντάσιου, πέντε η Εφη Σφυρή, τρείς η Αγκι Μπάμπουλη, δυο η Μαρία Τσιαρτσιάνη, η Πόλα Κίτσου και η Ιγκριντ Μουρζάκου και απο έναν η Θάλεια Κουτρουμανίδου, η Φιντάνκα Σαπαρέφσκα, η Αννα Ξερικού, η Λία Μήτση, και η Μαριάννα Χούντα.

Άλλες σημαντικές επιτυχίες για το Ελληνικό μπιτς βόλεϊ είναι και η κατάκτηση της 2ης θέσης στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων 2002 από την ομάδα του Ανδρέα Γκόρτσανιουκ και του Θεόδωρου Παπαδημητρίου, της 4ης θέσης στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων Ανδρών / Γυναικών 2002 με τις ομάδες του Ανδρέα Γκόρτσανιουκ και του Γιώργου Κνάπεκ, της Θάλειας Κουτρουμανίδου και της Βασιλικής Αρβανίτη, της 1ης θέσης στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νεανίδων 1999 από την ομάδα της Θάλειας Κουτρουμανίδου και της Ρούλας Θεοδώρου και της 2ης θέσης στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ελπίδων 1999 από την ομάδα των Παύλου Μπελιγράτη και του Δημήτρη Κελεπούρη.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου για ακόμα μια φορά την Ελλάδα θα εκπροσωπήσουν η Μαρία Τσιαρτσιάνη και η Βάσω Καραντάσιου. Οι δύο αθλήτριες θα συμμετέχουν για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες σαν ζευγάρι.

ΟΡΟΛΟΓΙΑ

Ασος: σερβίς στο οποίο η μπάλα προσγειώνεται στο γήπεδο των αντιπάλων χωρίς να την αγγίξει κανείς.

Επίθεση: προσπάθεια του παίκτη να κερδίσει πόντο στέλνοντας τη μπάλα πάνω από το φιλέ (δίχτυ).

Μπλοκ: προσπάθεια αποφυγής καρφιού του αντιπάλου παίκτη, με άλμα προς το δίχτυ και τα χέρια υψωμένα στον αέρα.

Μανσέτα (υποδοχή): Υποδοχή της μπάλας με προτεταμένα χέρια, με επαφή στο ύψος των καρπών.

Μανσέτα (πάσα): Κτύπημα της μπάλας με προτεταμένα χέρια, με επαφή στο ύψος των καρπών.

Bye: Ειδικός τύπος κλήρωσης, όπου η ομάδα δεν χρειάζεται να παίξει έναν αγώνα, Προχωρά στον επόμενο αγώνα.

«Πιαστό»: Φάουλ, που χρεώνεται όταν ο αθλητής ή η αθλήτρια δεν χτυπά καθαρά τη μπάλα με τα δάχτυλα ή όταν η μπάλα παραμένει στα χέρια για διάστημα μεγαλύτερο του επιτρεπτού.

Κάλυψη: Υποστήριξη των κινήσεων παικτών της ίδιας ομάδας όταν επιχειρείται μπλοκ από την αντίπαλη ομάδα. Η κάλυψη προλαμβάνει την πιθανότητα επιτυχίας του μπλοκ.

Cross court (cut shot): Ο παίκτης, αντί για δυνατό καρφί, χτυπά τη μπάλα απότομα και παράλληλα προς το δίχτυ.

Dink: η μπάλα που χτυπήθηκε, αντί να «καρφωθεί», περνά πάνω από το δίχτυ ή τα χέρια του παίκτη που μπλοκάρει.

Βουτιά: Στην αμυντική αυτή κίνηση, ο παίκτης υπερεκτείνει το χέρι και προσπαθεί να δώσει ύψος στην μπάλα πριν αυτή πέσει στο έδαφος.

Αποκλεισμός: Απόφαση των κριτών όταν θεωρούν ότι ένας παίκτης ή μια ομάδα παραβίασε τους κανονισμούς του αθλήματος και δεν δικαιούται να διεκδικήσει θέση στη στην αγωνιστική κατάταξης.

Chuck: Σπρώξιμο της μπάλας αντί για χτύπημα (ιδιωματισμός).

Crossing Space (οριοθέτηση γηπέδου): η ζώνη μεταξύ του διχτύου και των δύο αντενών απ’ όπου πρέπει να περάσει η μπάλα στη διάρκεια μιας φάσης.

Τελική Γραμμή: ισούται με το πλάτος του γηπέδου και έχει μήκος 8μ. Υπάρχουν δυο τελικές γραμμές.

Facial: καρφί, όπου η μπάλα χτυπά τον αντίπαλο στο πρόσωπο (ιδιωματισμός).

Φάουλ: φάουλ ή σφάλμα εξαιτίας του οποίου χάνεται πόντος ή επιβάλλεται ποινή.

Κυματιστό σερβίς: σερβίς που περνά κυματιστά πάνω από το δίχτυ

Καρφί: Το χτύπημα της μπάλας γίνεται πάνω από ή κοντά στην κορυφή του φιλέ (εξαιρείται το σερβίς) με αιφνιδιαστική δύναμη. Είναι η μόνη περίπτωση που η άμυνα παίζει με τα δάχτυλα.

Heater: (δυνατό καρφί): πάρα πολύ δυνατό χτύπημα (ιδίωμα μπιτς-βόλεϊμπολ).

Χτύπημα: απόκριση στην υποδοχή της μπάλας. Επιτρέπονται έως και τρία χτυπήματα σε μια ομάδα για να στείλει την μπάλα πάνω από το φιλέ.

Περαστό: Ο παίκτης κρατά για λίγο τη μπάλα ανάμεσα στα χέρια, αντί να τη διώξει αμέσως.

Υπέρβαση: Στην περίπτωση αυτή, ο παίκτης υψώνει τα χέρια και ενεργεί με τρόπο που δεν επιτρέπει στους αντιπάλους να ολοκληρώσουν μία φάση με τη μπάλα

Kong Block: μπλοκ με ένα χέρι. Όνομα εμπνευσμένο από σκηνή της αρχικής ταινίας King Kong, όπου ο King Kong αναχαίτιζε διπλάνα (ιδίωμα μπιτς-βόλεϊμπολ).

Αγώνας: Σειρά από σετ που αναδεικνύουν τη νικήτρια ομάδα .

 «Μissile»: χαμένο καρφί ή σερβίς που καταλήγει εκτός γραμμών .

«Παίρνω το κέντρο» (My middle): o παίκτης/η παίκτρια ενημερώνει το συμπαίκτη/συμπαίκτρια ότι μετά το σερβίς που έρχεται, θα καλύψει το κέντρο του γηπέδου (δηλ. μεγαλύτερο χώρο).

Αουτ: Η μπάλα θεωρείται άουτ όταν ακουμπήσει σε οποιαδήποτε επιφάνεια, αντικείμενο ή σημείο του εδάφους εκτός των ορίων του γηπέδου. Οι γραμμές θεωρούνται μέρος του γηπέδου.

Συνολική φάση: Η εναλλαγή φάσεων απ’ όπου προκύπτουν αντίστοιχοι πόντοι.

Κάθετο μπλοκ: μπλοκ με καταλυτικό χαρακτήρα για τη φάση, όπου η μπάλα χτυπά πάνω στον παίκτη και πέφτει στα πόδια του.

Σερβίς μπανάνα: πολύ ψηλό σερβίς που γίνεται για να κερδηθεί πλεονέκτημα σε σχέση με τον άνεμο, τον ήλιο, κλπ.

Προπέτασμα: Ο αντίπαλος εμποδίζεται από την οπτική επαφή με τη μπάλα όταν γίνεται το σερβίς.

Σερβίς: Το εναρκτήριο χτύπημα της μπάλας στην αρχή κάθε φάσης.

Σετ:1. Νοείται το μέρος του αγώνα που ολοκληρώνεται όταν η μία ομάδα έχει συγκεντρώσει αρκετούς πόντους ώστε να κερδίσει μία συνολική αγωνιστική φάση.

Σετ:2. Πάσα που επιτρέπει στο συμπαίκτη να επιτεθεί.

Πλάγια γραμμή γηπέδου: πλάγια οριακή γραμμή του γηπέδου.