Ο Φριτς Βάλτερ είναι μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του γερμανικού ποδοσφαίρου, «θρύλος» της Καϊζερσλάουτερν και μέλος της Εθνικής του 1954 που έγραψε το «Θαύμα της Βέρνης» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954.

Ο Φριτς Βάλτερ είναι μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του γερμανικού ποδοσφαίρου, «θρύλος» της Καϊζερσλάουτερν και μέλος της Εθνικής του 1954 που έγραψε το «Θαύμα της Βέρνης» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954.
Ο Γερμανός επιτελικός μέσος ή και αριστερός μεσοεπιθετικός Φριτς Βάλτερ (Friedrich “Fritz” Walter) γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1920 στο Καϊζερσλάουτερν. Ουδείς ποδοσφαιριστής «σημάδεψε» τις ομάδες που αγωνίστηκε τόσο πολύ. Την ομάδα του τόπου του και την εθνική της χώρας του. Αποτελεί μια από τις εμβληματικότερες μορφές του γερμανικού ποδοσφαίρου αφού ήταν ο αρχηγός της ομάδας που κέρδισε το πρώτο τους Παγκόσμιο Κύπελλο το 1954 και έγινε το σύμβολο αυτού που η Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία έχει καταγράψει ως «Το Θαύμα της Βέρνης». Μια επιτυχία, η οποία 9 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιούργησε ένα νέο συναίσθημα ενότητας στην πατρίδα του! Υπήρξε ο πρώτος Παγκόσμιος Αστέρας του γερμανικού ποδοσφαίρου, ενώ αποδείχθηκε πρότυπο και εκτός αγωνιστικών χώρων. Φιλικός, ανοιχτόκαρδος, ήπιων τόνων και δίκαιος, έγινε στη δεκαετία του 1950 ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους και πρεσβευτές της «νέας» Γερμανίας.
Στα οκτώ του χρόνια ήταν εγγεγραμμένο μέλος του ομώνυμου ποδοσφαιρικού συλλόγου, στον οποίο έμεινε πιστός για μια ολόκληρη ζωή, αφού οι γονείς του εργάζονταν στο εστιατόριο του συλλόγου. Ντεμπούτο στη πρώτη ομάδα έκανε στα 17 του και αγωνιζόταν ως επιτελικός ή και αριστερός μέσος. Ο πρώτος «Κάιζερ» του γερμανικού ποδοσφαίρου, ένας πραγματικός ηγέτης στη μεσαία γραμμή έπαιζε με το № 10 στη πλάτη. Διέθετε μεγάλη γκάμα στο παιχνίδι του, υψηλή τεχνική κατάρτιση και ξεχώρισε για τα ωραία σουτ. Είχε θαυμάσιο κοντρόλ και ακρίβεια στις μεταβιβάσεις του και ήταν μια έντονη προσωπικότητα μέσα στο γήπεδο. Ως εμβληματικός αρχηγός και ιδιοφυής οργανωτής, επηρέασε τόσο το παιχνίδι της ομάδας του, ώστε οι «Κόκκινοι Διάβολοι» αποκαλούνταν επί των ημερών του «Η 11άδα του Βάλτερ» (Walter-Elf)!
Ο πατέρας του ήταν μετανάστης στην Αμερική. Το 1912 επέστρεψε από τις ΗΠΑ στη Γερμανία όπου άνοιξε καφενείο στο Μόναχο. Λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε μια Βερολινέζα, μετανάστευσαν στο Καϊζερσλάουτερν και απέκτησαν τρεις γιούς. Όλοι τους ασχολήθηκαν με το ποδόσφαιρο. Ο Φριτς κι ο Ότμαρ έπαιξαν στην Εθνική ομάδα και είναι τα πρώτα αδέλφια που χρίστηκαν Παγκόσμιοι Πρωταθλητές στο ποδόσφαιρο! Από το 1937 ως το 1959 φόρεσε αδιάλειπτα, με εξαίρεση το διάστημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τη φανέλα των «Κόκκινων Διαβόλων» του γερμανικού ποδοσφαίρου, με την οποία μέτρησε συνολικά 411 συμμετοχές και 380 τέρματα, με επιτυχίες τα δύο πρωταθλήματα τις σεζόν 1950/51 και 1952/53.

Στη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε στους αλεξιπτωτιστές. Έδρα του ήταν η Ουγγαρία. Στη συνέχεια πήγε στο Ανατολικό μέτωπο όπου συνελήφθη από τους Σοβιετικούς. Το τέλος του πολέμου, βρήκε τον 24χρονο Βάλτερ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαραμουρές (Maramures) της Ρουμανίας. Στάλθηκε στα Σοβιετικά Γκουλάγκ, όπου το προσδόκιμο ζωής ήταν περίπου πέντε χρόνια. Ευτυχώς, ένας από τους Ούγγρους δεσμοφύλακες τον είχε δει να παίζει για τη Γερμανία και τους είπε ότι δεν ήταν Γερμανός, αλλά καταγόταν από το διαφιλονικούμενο από Γάλλους και Γερμανούς, κρατίδιο του Σάαρ! Για ακόμη καλή του τύχη, οι δεσμοφύλακες, Μαγυάροι και Σλοβάκοι στην καταγωγή ποδοσφαιρόφιλοι προφανώς και οι ίδιοι, τον αναγνώρισαν και φρόντιζαν να κρατάει την… φόρμα του, οργανώνοντας αυτοσχέδια ματς μέσα στο στρατόπεδο! Απελευθερώθηκε μετά τον πόλεμο με παρέμβαση του Σοβιετικού Στρατάρχη Γκιόργκι Ζούκοφ (Georgy Zhukov).
Επέστρεψε το 1945 στη Γερμανία, έχοντας προσβληθεί από ελονοσία και αγωνίστηκε και πάλι για τη Καϊζερσλάουτερν. Στην εθνική Γερμανίας, έκανε ντεμπούτο στις 14 Ιουλίου του 1940 σημειώνοντας χατ-τρικ στο 9-3 επί της Ρουμανίας, στη Φρανκφούρτη. Η πολλά υποσχόμενη καριέρα του με τη «Νασιονάλμανσαφτ» διακόπηκε βίαια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως αναφέρθηκε, με αποτέλεσμα από το 1943 ως το 1950 να μη μετρήσει ούτε μια συμμετοχή. Όταν όμως επέστρεψε, το 1951, χρίστηκε ο αρχηγός της και αναδείχθηκε σε ηγέτη και ουσιαστικό «προπονητή» στον αγωνιστικό χώρο του τότε ομοσπονδιακού εκλέκτορα Σεπ Χερμπέργκερ (Josef “Sepp“ Herberger), τον οποίο ο Βάλτερ αποκαλούσε «αφεντικό».

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας, το 1954, μετά τη νίκη επί της Τουρκίας στην πρεμιέρα, η Γερμανία μπορούσε να περάσει στα προημιτελικά με μια επιτυχία επί της Ουγγαρίας, όμως ο Χερμπέργκερ παρέταξε τη δεύτερη 11άδα, η οποία διαλύθηκε με 3-8 από τους Μαγυάρους. Τρεις μέρες αργότερα, η ξεκούραστη βασική 11άδα της, θριάμβευσε 7-2 επί των Τούρκων στο κρίσιμο παιχνίδι, με τρία γκολ του επιθετικού της Νυρεμβέργης, Μαξ Μόρλοκ (Maximilian “Max” Morlock) και ένα του Βάλτερ. Πέρασε στα προημιτελικά, όπου εκεί επιβλήθηκε 2-0 της Γιουγκοσλαβίας. Η μεγάλη ώρα του Βάλτερ σήμανε στον ημιτελικό με την Αυστρία, όπου σκόραρε δις από την άσπρη βούλα, ενώ είχε ενεργό ρόλο στα υπόλοιπα τέσσερα τέρματα της «Νασιονάλμανσαφτ» σφραγίζοντας το εισιτήριο για τον τελικό της 4ης Ιουλίου, στο «Βάνκντορφ» της Βέρνης, με αντίπαλο ξανά την Ουγγαρία.

Εκείνη την Κυριακή έβρεχε καταρρακτωδώς. «Φριτς, ο καιρός σου», είπε ο Χερμπέργκερ στον αρχηγό του, «αφεντικό, δεν με χαλά καθόλου», αποκρίθηκε ο 33χρονος. Έκτοτε στα παιχνίδια υπό βροχή και γενικά σε άστατο καιρό στη Γερμανία γίνεται πάντοτε λόγος για τον «Καιρό Φριτς Βάλτερ»! Μετά από 90 δραματικά λεπτά η Γερμανία έκανε την έκπληξη νικώντας με 3-2 και αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της, Παγκόσμια Πρωταθλήτρια. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι οι υπεροπτικοί Μαγυάροι, όπως παραδέχτηκε και ο τεράστιος Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), τους οδήγησε να χάσουν τον μεγάλο τελικό, με δεδομένο και το συντριπτικό 8-3 της πρώτης συνάντησης τους στη φάση των ομίλων της τελικής φάσης. Έβαλαν τα χεράκια τους κι έβγαλαν τα… ματάκια τους αφού ο ηγέτης αυτής της μεγάλης ποδοσφαιρικής έκπληξης, για τα δεδομένα της εποχής, ήταν και δικό τους δημιούργημα καθώς την περίοδο της αιχμαλωσίας του φρόντισαν να τον… εμπλουτίσουν ποδοσφαιρικά, οι τότε δεσμοφύλακες-συμπαίκτες του, με νέες ιδέες και τεχνικές, οι οποίες στη συνέχεια του χρησίμευσαν, όταν και τις εφάρμοσε στη γερμανική ομάδα ώστε να φτάσει σε έναν ποδοσφαιρικό άθλο, ιστορικά γνωστό και σαν «Το Θαύμα της Βέρνης».

Ο Φριτς Βάλτερ έγινε το σύμβολο του «Θαύματος της Βέρνης». Μια επιτυχία, η οποία 9 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιούργησε ένα νέο συναίσθημα ενότητας στην πατρίδα του. Ο πρώτος Παγκόσμιος Αστέρας του γερμανικού ποδοσφαίρου, αποδείχθηκε πρότυπο και εκτός αγωνιστικών χώρων. Φιλικός, ανοιχτόκαρδος, ήπιων τόνων και δίκαιος έγινε στη δεκαετία του 1950 ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους και πρεσβευτές της «νέας» Γερμανίας. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 δήλωσε ότι έκλεισε ο κύκλος του στην εθνική ομάδα. Όμως ο Χεμπέργκερ, ο προπονητής που τον πίστεψε τον έπεισε να πάει και το 1958 στην Σουηδία. Εκεί πήρε την 4η θέση. Ήταν ήδη 38 χρόνων. Μετά από 61 παιχνίδια και 33 γκολ ο Φριτς Βάλτερ τερμάτισε τη διεθνή καριέρα του στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1958, στις 26 Ιουνίου στην ήττα 1-3 από τη Σουηδία στο Γκέτεμποργκ, αγώνα από τον οποίο αποχώρησε πρόωρα ένεκα τραυματισμού.

Ένα χρόνο αργότερα κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του και δεν μεταπείστηκε ούτε από τον Χερμπέργκερ, ο οποίος τον ήθελε για το Παγκόσμιο Κυπέλλου στη Χιλή το 1962. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 εμφανίστηκε ένας ακόμα ποδοσφαιριστής με το ίδιο όνομα ο οποίος αγωνιζόταν στη Στουτγκάρδη. Για λόγους σεβασμού προς τον μεγάλο Φριτς τον ονόμαζαν «Φριτς Βάλτερ τζούνιορ»! Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο αντί να γίνει προπονητής προτίμησε να ασχοληθεί με το εμπόριο και να γράψει βιβλία με τις ποδοσφαιρικές του αναμνήσεις. Για τέσσερις δεκαετίες έζησε στην Ιταλία αφού είχε παντρευτεί Ιταλίδα.
Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής, όσο ακόμη ήταν εν ζωή και ανακηρύχθηκε επίτιμος αρχηγός της «Νασιονάλμανσαφτ», ενώ παράλληλα τιμήθηκε για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με το Μεγάλο Ομοσπονδιακό Σταυρό της Γερμανίας (1970) και από τη FIFA (1995). Όταν οι Σοβιετικοί κατέπνιξαν την Ουγγρική Επανάσταση το 1956 και πολλοί Ούγγροι ποδοσφαιριστές δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στη πατρίδα τους, βοήθησε οικονομικά και ο ίδιος αλλά κυρίως κλείνοντας παιχνίδια για την ομάδα που είχαν φτιάξει, ώστε να στηριχτούν οικονομικά, σε αναγνώριση του ότι Ούγγροι ήταν αυτοί που του έσωσαν τη ζωή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Το 1985 το στάδιο της Καϊζερσλάουτερν πήρε το όνομά του. Το ανταπέδωσε με τη ζέση που έδειξε στην προώθηση της υποψηφιότητας της γενέτειράς του ως οικοδέσποινας πόλης του γερμανικού Μουντιάλ το 2006. Δυστυχώς όμως, ο ίδιος δεν πρόλαβε αυτό το μεγάλο γεγονός, αφού άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Ιουνίου του 2002 στο Ένκενμπαχ-Άλσενμπορ, σε ηλικία 81 ετών. Τον Νοέμβριο του 2003, στο πλαίσιο των εορτασμών του Ιωβιλαίου (50ετηρίδα) της UEFA, η Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία τον επέλεξε ως Χρυσό Παίκτης τους τα τελευταία 50 χρόνια (1954-2003).
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο