Ο Κλαούντιο Κανίγια έκανε μια μυθική καριέρα, δοξάστηκε αλλά συνάμα κόντεψε να καταστραφεί όταν βρέθηκε θετικός σε χρήση κοκαΐνης.
Ο Αργεντίνος κεντρικός ή και ακραίος επιθετικός Κλαούντιο Κανίγια (Claudio Paul Caniggia), γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1967, στο Χέντερσον της επαρχίας του Μπουένος Άιρες. Έπαιξε 50 φορές για την εθνική ομάδα της Αργεντινής και εμφανίστηκε σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα, ενώ ήταν μέλος των δύο μεγαλύτερων αργεντίνικων συλλόγων, της Ρίβερ Πλέιτ και της Μπόκα Τζούνιορς. Ένας γρήγορος και δυνατός σωματικά επιθετικός, με καλή τεχνική, ήταν γνωστός για την ταχύτητα του ως παίκτης, αφού πριν ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο ήταν αθλητής του στίβου. Εκτός από την ικανότητά του στο σκοράρισμα, ήταν εξίσου ικανό να παίζει εκτός περιοχής δημιουργώντας ευκαιρίες για τους συμπαίκτες, συχνά αναπτυσσόμενος ως πλέι μέικερ.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, σκόραρε δύο σημαντικά γκολ, βοηθώντας την Αργεντινή να φτάσει στον τελικό. Το πρώτο στον αγώνα εναντίον της Βραζιλίας, ύστερα από ένα εξαιρετικό να πέρασμα του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona) και στον ημιτελικό εναντίον της Ιταλίας, παραβίασε για πρώτη φορά στο τουρνουά, την εστία του Βάλτερ Τζένγκα (Walter Zenga), στέλνοντας το ματς στην παράταση, το οποίο η Αργεντινή κέρδισε στα πέναλτι. Έχοντας «κιτρινιστεί» κατά της Ιταλίας, στη δεύτερη κάρτα που δέχτηκε στο τουρνουά, δεν έπαιξε στον τελικό εναντίον της Δυτικής Γερμανίας. Σκόραρε δύο γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 -και τα δύο στον πρώτο γύρο, στον αγώνα εναντίον της Νιγηρίας. Πέρα από τη Ρίβερ και τη Μπόκα, αγωνίστηκε για τηΒερόνα, την Αταλάντα, τη Ρόμα, τη Μπενφίκα, τη Νταντί και τη Ρέιντζερς.
Το μεγάλο προσόν του, ήταν η ταχύτητα. Προτού αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο, ήταν αθλητής στίβου, και μπορούσε να κάνει τα 100μ. σε 10,2 δευτερόλεπτα, ενώ ως παίκτης κάλυπτε την ίδια απόσταση σε 10,5 δευτερόλεπτα! Στα «όπλα» του συγκαταλέγονταν η μεγάλη αγωνιστική αντίληψη, η ευελιξία, το μαχητικό ταμπεραμέντο, καθώς και το δυνατό, επικίνδυνο σουτ του.
Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία, στα 18 του χρόνια, με την Ρίβερ Πλέιτ. Αποτέλεσε βασικότατο στέλεχος των «εκατομμυριούχων» για 3 σεζόν, παίζοντας σε 53 ματς και σημειώνοντας 8 γκολ. Πανηγύρισε μαζί τους ένα πρωτάθλημα, το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1986, το Διηπειρωτικό Κύπελλο της ίδιας χρονιάς και ένα Κόπα Ιντεραμερικάνα, το 1987. Οι εξαιρετικές εμφανίσεις του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον πολλών ευρωπαϊκών συλλόγων, όμως αυτή που τελικά κέρδισε την «κούρσα» για την υπογραφή του ήταν η ιταλική Βερόνα.
Στη μία και μόνη περίοδο που έπαιξε με τους «τζιαλομπλού» σημείωσε 3 γκολ σε 21 παιχνίδια, και κατόπιν μεταγράφηκε στην Αταλάντα, όπου πέρασε 3 σεζόν, σημειώνοντας 26 τέρματα σε 85 παιχνίδια. Επόμενος «σταθμός» του ήταν η Ρόμα, στο ρόστερ της οποίας ανήκε για μία διετία, προσφέροντας ωστόσο μόνο τον έναν χρόνο, αφού ολόκληρο τον δεύτερο τον έχασε λόγω τιμωρίας που του επιβλήθηκε από τη FIFA για χρήση κοκαΐνης! Όταν εξέτισε την ποινή του, αποδεσμεύθηκε από τους «τζιαλορόσι» και συνέχισε στη Μπενφίκα, όπου σε 12 μήνες μέτρησε 8 τέρματα σε 23 συμμετοχές.
Ακολούθως, επαναπατρίστηκε, για λογαριασμό της «αιώνιας» αντιπάλου της πρώτης του ομάδας, την Μπόκα Τζούνιορς! Ήταν κάτοικος «Μπομπονέρα» για τρία χρόνια, επιδεικνύοντας το καλό του πρόσωπο, συμμετέχοντας σε 74 αγώνες και πετυχαίνοντας 32 γκολ. Ξαναγύρισε στην Ιταλία και αγωνίστηκε για ενάμισι χρόνο στην Αταλάντα δίχως να καταφέρει σπουδαία πράγματα. Ύστερα βρέθηκε στη Σκοτία και στη Νταντί, της οποίας έγινε γρήγορα ο ηγέτης! Μάλιστα οι εμφανίσεις του με τη «Ντι» ήταν τόσο καλές, ώστε το καλοκαίρι του 2001 οι Ρέιντζερς έσπευσαν και τον ενέταξαν στη δύναμή τους!
Με τους «Τζερς», ο Αργεντίνος κατέγραψε 50 παιχνίδια και 12 γκολ, κατακτώντας ένα πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο και δύο Λιγκ Καπ Σκοτίας, από το 2001 έως το 2003. Όταν το συμβόλαιό του έληξε, έγινε μέλος της QSC του Κατάρ, όπου και κρέμασε τα παπούτσια του το 2004 έχοντας προλάβει να χαρεί μαζί της το εγχώριο Κύπελλο.
Συμπλήρωσε με τα χρώματά της εθνικής Αργεντινής 50 συμμετοχές, πετυχαίνοντας 16 τέρματα. Στέφθηκε δευτεραθλητής κόσμου στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, σκοράροντας 2 σημαντικά γκολ, βοηθώντας την Αργεντινή να φτάσει στον τελικό. Στο εναρκτήριο παιχνίδι του τουρνουά, κόντρα στο Καμερούν, του έγινε φάουλ 3 φορές σε μια ενιαία ντρίμπλα (!!!), πετυχαίνοντας την αποβολή του Μπέντζαμιν Μάσινγκ (Benjamin Massing). Στον δεύτερο γύρο, στους 16, εναντίον της Βραζιλίας, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ένα εξαίσιο πέρασμα του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona) και αφήνοντας πίσω του τους αμυντικούς, πέρασε και τον Κλαούντιο Ταφαρελ (Cláudio Taffarel), σκοράροντας το γκολ που έκρινε τον αγώνα.
Στον ημιτελικό με την Ιταλία, πέτυχε το γκολ της ισοφάρισης, στο 67’, το μοναδικό γκολ που δέχτηκε ο Βάλτερ Τζένγκα (Walter Zenga) και η Ιταλία στο τουρνουά, στέλνοντας το ματς στην παράταση. Η Αργεντινή κέρδισε στα πέναλτι, ο ίδιος όμως, τιμωρήθηκε με κίτρινη κάρτα, την δεύτερη στη διοργάνωση και ως εκ τούτου δεν συμμετείχε στον τελικό εναντίον της Δυτικής Γερμανίας. Πολλοί ειδικοί θεωρούν την απουσία του καταλυτική για την έκβαση του τελικού.
Σκόραρε 2 γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 και τα δύο στη φάση των ομίλων, στον αγώνα κατά της Νιγηρίας, το πρώτο από ενέργεια του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα (Gabriel Batistuta) και το δεύτερο από ένα φάουλ του Μαραντόνα. Έγινε πρωταθλητής Λατινικής Αμερικής, το 1991. Έλαβε επίσης μέρος με την «αλμπισελέστε» σε άλλα δύο Κόπα Αμέρικα, αυτά του 1987 και 1989 και σε ένα ακόμη Μουντιάλ, αυτό του 1994. Συμπεριελήφθη και στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε σε κανένα ματς από τον τότε ομοσπονδιακό τεχνικό, Μαρσέλο Μπιέλσα (Marcelo Bielsa).
Κρέμασε, τα παπούτσια του το 2004, ωστόσο το καλοκαίρι του 2012, στα 45 του (!!!), τα ξαναφόρεσε για να ενισχύσει την ερασιτεχνική αγγλική Γουέμπλεϊ FC για μερικούς αγώνες! Πάντως, σήμερα συχνά καταθέτει τα σχόλιά του για τα τεκταινόμενα στον χώρο του ποδοσφαίρου για λογαριασμό διαφόρων μέσων. Η κανονική προφορά του ονόματός του, στα ισπανικά είναι Κανίχια ή Κανίγια και στα ιταλικά Κανίτζια. Οι ισπανόφωνοι, γενικά, προφέρουν Κανίγια επειδή δεν μπορούν να προφέρουν Κανίτζια.
ΠΗΓΕΣ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, Wikipedia, sobrero