Μια υπέροχη φιλία μπορεί να γεννηθεί εντελώς αναπάντεχα και στα πιο απίστευτα μέρη. Αυτό τουλάχιστον μας δίδαξε η Casablanca στην τελευταία σκηνή με την επική φράση του Humphrey Bogart προς τον Claude Rains ” Λουι νομίζω πως αυτό είναι το ξεκίνημα μίας υπέροχης φιλίας . Από το 1942 που γυρίστηκε η Casablanca μέχρι σήμερα έχουν περάσει αρκετά χρόνια και στον κινηματογράφο το είδαμε να συμβαίνει αρκετές φορές . Τι γίνεται όμως στην πραγματική ζωή ; Το «αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες» σίγουρα δεν ισχύει όταν πρόκειται για θέματα φιλίας. Οι περισσότεροι έχουν να διηγηθούν μια ιστορία για το πώς ξεκίνησε μία φιλία , ακόμα και αν δεν έχει την αίγλη μιας αντίστοιχης κινηματογραφικής σίγουρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες που την κάνουν μοναδική. Όπως η παρακάτω.
Ο Γρηγόρης και ο Γιώργος είναι σήμερα δύο αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες . Έχουν αρκετά κοινά και ένα που τους χαρακτηρίζει ιδιαίτερα η ασυνέπεια τους με το χρόνο! Αυτό το τελευταίο στάθηκε άλλωστε και η αφορμή να γνωριστούν πολλά χρόνια πριν σε ένα νησί του Αιγαίου όταν και οι δυο βρέθηκαν σε μία έρημη προβλήτα να κοιτάνε απογοητευμένοι το πλοίο να απομακρύνεται και αυτοί να μένουν αμανάτι στην ξηρά.
Το πλοίο το είχαν χάσει μάλλον για κοινούς λόγους όπως αποδείχθηκε αργότερα. Ο μεν Γιώργος γιατί ήθελε να πιεί ένα τελευταίο ποτό πριν πάρει το νυχτερινό πλοίο ο δε Γρηγόρης γιατί τα είχε πιει μαζεμένα από το απόγευμα και δεν ξύπνησε στην ώρα που έπρεπε για να προλάβει το πλοίο.
Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις ειδικά όταν είσαι νέος την ώρα που πας να ανέβεις στο πλοίο της επιστροφής δεν υπάρχουν και πολλά λεφτά στην τσέπη. Στου Γρηγόρη για την ακρίβεια δεν πρέπει να υπήρχε τίποτα γιατί μιάμιση ώρα μετά εξακολουθούσε να παραμένει καθιστός πάνω στο σάκο του στην προκυμαία κοιτώντας το πέλαγος σε αντίθεση με το Γιώργο που έπινε άλλο ένα τελευταίο ποτό σε μία καντίνα που διανυκτέρευε. Τότε ήταν που σηκώθηκε και πήγε και του είπε :
– Φίλε επειδή δε μ’ αρέσει να πίνω μόνος και επειδή το επόμενο πλοίο περνά σε 8 ώρες άμα θες αντί να κάθεσαι στο σάκο έλα να κεράσω ένα ουίσκι και να μου πεις πως έχασες το πλοίο.
Το ένα ποτό έγινε τρία και αργότερα όταν άρχισε να χαράζει ήρθε και η ώρα του καφέ. Εκτός από το πώς έχασαν το πλοίο είπανε πολλά, μίλησαν για μουσική , για καλοκαιρινούς έρωτες, για μπάλα, έτυχε να υποστηρίζουν την ίδια ομάδα, βρήκαν κοινούς γνωστούς και άλλα παρόμοια που κάνουν αυτές τις στιγμές να γίνονται μοναδικές και να λες «κοίτα να δεις συμπτωση» .
Ο Γιώργος πλήρωσε όλο το λογαριασμό μίας και ο Γρηγόρης με τα βίας συμπλήρωνε τα χρήματα για να πληρώσει εκ νέου το εισιτήριο για το πλοίο. Αυτή την κίνηση δεν την ξέχασε ποτέ άλλωστε δεν είναι και λίγο από έναν άγνωστο.