Όσοι έχουν παίξει ποδόσφαιρο ή έχουν συναναστραφεί στενά με κάποιον ποδοσφαιριστή μπορούν να αντιληφθούν ή να γνωρίζουν το πόσο άσχημα μπορεί να νιώσει ένας παίκτης σε μια τέτοια στιγμή. Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς με τη σειρά του ξεκαθάρισε πως δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα χέρια από τη στιγμή που η ομάδα του παρέπαιε στον αγωνιστικό χώρο. Έκρινε λοιπόν, ή μάλλον διέκρινε πως ο Πίτου δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα θέλω του και τον αντικατέσησε με τον Σουμπίνιο. Με αυτή την κίνηση, που εν μέρει είναι και μια παραδοχή ενός δικού του λάθος, ο Μπάγεβιτς άλλαξε την εικόνα της ομάδας, άρα δικαιώθηκε.
Επανέρχομαι στον Πίτου. Είπαμε ότι αφορμή της απογοήτευσης του και της εκφρασμένης δυσαρέσκειας του -μέσω της συμπεριφοράς του- ήταν καθεαυτή η αλλαγή. Ωστόσο καλό θα ήταν να ψάχναμε και τα βαθύτερα αίτια που δεν επιτρέπουν στον Πίτου Γκαρσία να προσφέρει αυτά που μπορεί, σε σημείο που να έχει χαρακτηριστεί και αδιάφορος. Είναι αλήθεια πως σπάνια θα τον δει κανείς να χαμογελά ή να συμμετέχει στις πλάκες των υπολοίπων. Από την άλλη όμως, αυτοί που τον γνωρίζουν καλά ξέρουν πως δε θα πείραζε ούτε κουνούπι.
Ωστόσο στα χρόνια που βρίσκεται στην Ελλάδα δεν έχει περάσει και λίγα. Βρέθηκε στην Ελλάδα από την Αργεντινή στα 23 του χρόνια (2007) για να αγωνιστεί τον Ηρακλή, ενώ μεσολάβησε κι ένα εξάμηνο στον ʼρη. Τη σεζόν 2010-11 όταν και υποβιβάστηκε ο Ηρακλής για εξωαγωνιστικούς λόγους θα ήθελε να την ξεχάσει για πολλούς λόγους. Ακόμα βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη για να πάρει τα δεδουλευμένα του. Ήταν τότε (Μάιος 2011) που αποφάσισε να επιστρέψει στην Αργεντινή ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του παρά το γεγονός πως υπήρχε ακόμα δουλειά γι’ αυτόν στην Ελλάδα.
Ένας από τους “μνηστήρες” ήταν κι ο Ατρόμητος. Ο Γιώργος Δώνης αναζητούσε έναν οργανωτικό μέσο με αριστερό πόδι που να είναι καλός και στα στημένα και ήθελε διακαώς τον Πίτου Γκαρσία. Ο Γιάννης Αγγελλόπουλος κατάφερε ύστερα από “ψήσιμο” δύο μηνών να τον πείσει να γυρίσει στην Ελλάδα για να παίξει στον Ατρόμητο, προσφέροντας του ένα σίγουρο συμβόλαιο. Αυτή η σιγουριά έκαμψε την καχυποψία του Πίτου για να γίνει κάτοικος Περιστερίου. Η αρχή της σεζόν τον βρήκε στο αρχικό σχήμα, αλλά στη συνέχεια κάποια σκαμπανεβάσματα στην απόδοση του μείωσαν τις βασικές του συμμετοχές. Συν τοις άλλοις ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα, έριξε πολύ την ψυχολογία του.
Όπως πέρσι έτσι και φέτος όμως, ο Πίτου ήταν εκ των κορυφαίων της προετοιμασίας και ο Μπάγεβιτς του ετοίμαζε έναν ρόλο ως ελεύθερου επιτελικού μέσου. Ωστόσο η απόκτηση του Σουμπίνιο άλλαξε τα πλάνα του έμπειρου τεχνικού που άρχισε να χρησιμοποιεί τον Πίτου είτε σε ρόλο χαφ εξτρέμ είτε σε ρόλο εσωτερικού χαφ με πολλαπλές αρμοδιότητες και στον αμυντικό τομέα. Θέσεις που δεν άρμοζαν στον ποδοσφαιριστή, ο οποίος λίγο πριν την έναρξη των επίσημων αγώνων φάνηκε να χάνει την θέση του στο αρχικό σχήμα. Ο ίδιος σε συνέντευξη του στο novasports.gr στην προετοιμασία της Βουλγαρίας είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν τον πείραζε ακόμα κι αν δεν ξεκίναγε βασικός, αρκεί να τα πήγαινε καλά η ομάδα.
Η ομάδα είναι μέσα στους στόχους της και ψηλά στη βαθμολογία ωστόσο δεν παίζει θελκτικό ποδόσφαιρο κι ο Μπάγεβιτς προχωρά σε αλλαγές. Ο Πίτου Γκαρσία πήρε για πρώτη φορά φανέλα βασικού στις 11 Νοεμβρίου στο ματς με τον Πανιώνιο, ίσως το καλύτερο φετινό των κυανόλευκων. Όμως οι δύο επόμενες εμφανίσεις για το “στρουμφάκι”, σε Τρίπολη και με Ξάνθη δεν ήταν οι αναμενόμενες. Ο ίδιος δεν κατάφερε να βρει ρυθμό μέσα σε αυτά τα τρία παιχνίδια που ξεκίνησε από την αρχή. Ίσως δεν πρόλαβε κιόλας. Στο παιχνίδι με την Ξάνθη όμως φάνηκε να μην χαίρεται καν τη συμμετοχή του. Η δουλειά του προπονητή από την άλλη είναι να ψάχνει την καλύτερη δυνατή λύση για την ομάδα του μέσα από ένα ρόστερ 23 παικτών και γι’ αυτό προχώρησε στην αλλαγή. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση σε ότι έχει να κάνει με την απόδοση και στη συμπεριφορά του Πίτου, είτε αυτή έχει να κάνει με την έλλειψη ρυθμου, είτε με αδιαφορία, είτε ακόμα ακόμα με αδικία.
Όπως και να΄χει, η αντίδρασή του κατα τη διάρκεια της αλλαγής δεν ήταν πρέπουσα για έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή και για έναν άνθρωπο με το ήθος του, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την διοίκηση της ομάδας η οποία αναμένεται να λάβει τα μέτρα της. Ακόμα κι αν δεν συμφωνεί με τις απόψεις ή τις εντολές του προπονητή του, είναι προτιμότερη η λύση της επικοινωνίας. Πόσω μάλλον σε ένα υγιές σωματείο που προσφέρει τη σιγουριά που πολλοί παίκτες αναζητούν.