Ούτε στον εχθρό σου, που λένε, δεν το εύχεσαι να βρεθείς στη θέση των Βραζιλιάνων το βράδυ της Τρίτης.

Siete Maracanazo, έγραψε ο διαδικτυακός τόπος της ισπανικής As.

Επτά Μαρακανάσο. Εκείνος ο πόνος, του 1950, επί επτά.

Υπερβολικό,ναι. Αλλά ταιριαστό. Έτσι ψυχανεμίζονται οι Βραζιλιάνοι το ποδόσφαιρο, μέσα από την υπερβολή.  Έτσι  αντιμετώπισαν το παγκόσμιο κύπελλο, σαν μια διαδικασία αυτοεπιβεβαίωσης. Και ξαφνικά, έρχεται ο Γερμανός στο σπίτι σου και επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους σου. Ότι όχι μόνο δεν είσαι τόσο καλός όσο στο παρελθόν – αυτό το ήξερες. Ότι είσαι τόσο χειρότερος όσο έτρεμες. Κι ας μην είσαι.

Το 1-7, μη γελιόμαστε, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τέρας του ποδοσφαίρου. Όλα αυτά που αγγλιστί ονομάζονται freak accidents – ατυχήματα της μίας βραδιάς. Όποιος έχει κλωτσήσει, μπιστήξει, κυλήσει, χτυπήσει μια μπάλα, μπορεί να το καταλάβει.

Είναι φορές που όλα πάνε πρίμα. Σαν μια τέλεια συζυγία των πλανητών. Σαν να πέφτει ένα αστέρι όταν το θελήσεις μπροστά σε αυτή που στο ζήτησε. Και απέναντι, σε εκείνους που σέβεσαι και υπολογίζεις και φοβάσαι, δεν μπαίνει ούτε η πρώτη. Δεν λύνεται ποτέ το χειρόφρενο.

Φαίνεται πως το έχει η μοίρα του, του Νταβίντ Λουίζ, να είναι το κεντρικό πρόσωπο της Βραζιλίας ένα δεκαήμερο τώρα. Μετά την Κολομβία, να τρέξει πρώτος στον Χαμες Ροδρίγες, να προσφέρει λόγια συμπαράστασης και κουράγιου. Και έπειτα να κάνει τα λόγια πράξη, να φορέσει τη φανέλα του νεαρού ανάποδα, να βλέπουν όλοι ανφάς το όνομα, μήπως λησμονήσουν το χαμίνι που ήθελε να τους πετάξει μόνος του έξω.

Ελάχιστοι, με σφυγμό και τη στοιχειώδη ικανότητα να αντιδρούν στα ερεθίσματα έμειναν ασυγκίνητοι στο λυγμό του μετά την γερμανική ταπείνωση. Δύσκολα, διάολε, μένεις ασυγκίνητος με τον τύπο να λέει πως “το μόνο που ήθελα ήταν να δώσω χαρά σε αυτούς τους ανθρώπους”.

Η σχεδόν απάνθρωπη αντίθεση που δημιουργούν οι περιστάσεις και πολλαπλασιάζουν οι φωτογράφοι και σκηνοθέτες αυτού του κόσμου φέρνει αυτόματα σφίξιμο στο στομάχι, αντίδραση στην αταλάντευτη γερμανική επιμονή, στο μέταλλο που όχι δεν σπάει, δεν λυγίζει καν. Ο ψυχισμός ζητάει αυτόματα την ισορροπία: να κόψουν οι μεν ρυθμό, να συμμαζέψουν οι δε τα ασυμμάζευτα, να αποκτήσει το πράγμα πιστευτές, πιο ευκολοχώνευτες διαστάσεις. Όταν η εξισορρόπηση όχι μόνο δεν συμβαίνει, τα βέλη στρέφονται στον ισχυρό. Αυτόν, που εκείνο το βράδυ, είχε όλα τα χαρτιά στα χέρια του, και τα έπαιξε, μέχρι το τελευταίο.Βγάζοντας από την υποθετική συζήτηση το ποιοι θα είχαν κόψει ταχύτητα στη θέση των Γερμανών χθες βράδυ, μια κουβέντα για τους Γερμανούς.

Είναι τελείως εκτός από την γερμανική κουλτουρα και ιδιοσυγκρασία το “κόβω ρυθμό”. Δεν το κάνουν όχι από έλλειψη σεβασμού στον αντίπαλο. Δεν το κάνουν γιατί όσο βρίσκονται στο γήπεδο, θα παίζουν. Στην Bundesliga, δεν διαννοείται κανείς να διαμαρτυρηθεί, και υπόγεια ακόμα, “γιατί δεν σταμάτησαν στα πέντε”. Γι΄ αυτό και δεν θα πέρναγε από κανενός Γερμανού το μυαλό να έκανε θέμα αν η Βραζιλία τους έβαζε χθες βράδυ…οκτώ, όσα έβαλαν οι ίδιοι στους Σαουδάραβες το 2002. Δεν είναι απαραίτητο να αρέσει, είναι όμως ουσιώδες να γίνει αντιληπτό.

Για φινάλε, να σας απαριθμήσω τους έντεκα Γερμανούς που δέκα χρόνια πριν, στο Ντραγκάο του Πόρτο, έμειναν στο 0-0 με τη Λετονία του…Βερπακόφσκις, στο Euro 2004: Καν, Φρίντριχ, Βερνς, Νοβότνι, Λαμ, Χάμαν, Μπάουμαν, Σνάϊντερ, Μπάλακ, Φρινγκς, Κουράνι. Το θέμα δεν είναι, προφανώς, ότι η τρέχουσα φουρνιά είναι πιο ταλαντουχα. Είναι ότι αυτοί, οι σε πολλά άλλα αχώνευτοι τύποι, άλλαξαν τον μορφή του Γερμανού ποδοσφαιριστή, μεταλάσσοντας αλλά όχι απαξιώνοντας το ποδοσφαιρικό τους DNA. Γκέτσε, Μίλερ, Ρόις, Οζίλ, Χούμελς, σε τέλειο πάντρεμα με Σβαϊνστάιγκερ, Χέβεντες, Μπέντερ. Το έκαναν με πρόγραμμα, στόχο, προσήλωση.

Το 2008, έπεσαν πάνω στους Ισπανούς.στον τελικό,  0-1.
Το 2010, πάλι οι Ισπανοί, αυτή τη φορά ημιτελικός, πάλι 0-1.
Το 2012, οι Ιταλοί, στα ημιτελικά, 1-2.

Όλο αυτό τον καιρό, μικρά κομμάτι προστίθενταν στο παζλ. Το πρότζεκτ Μπορούσια Ντόρτμουντ, οι διεθνείς παραστάσεις του Οζίλ, του Κεντίρα, του Κλόζε, το σφυρηλάτημα σε αποτυχίες και επιτυχίες στο Champions League. Το τελευταίο ήταν ο Πεπ Γουαρδιόλα στην καρδιά της εθνικής Γερμανίας, τη Μπάγερν. Μια απ΄ ευθείας ένεση από ισπανικό tiki-taka την National Manchaft, αυτό το αδύνατον-να-αντιμετωπίσεις-όταν-είναι-τόσο-καλό μοντέλο που λάνσαρε η Μπαρτσελόνα την τριετία της τρομοκρατίας.

Την ίδια στιγμή, οι Βραζιλιάνοι επαναπάτριζαν μετά βαϊων και κλάδων χορτασμένους και κακομαθημένους σούπερ σταρ και τους έχριζαν πρωταγωνιστές: ο emperador Αντριάνο χρίστηκε πρωταθλητής με τη Φλαμένγκο πρωτού καταπέσει και πάλι, ο θλιβερός Φρεντ με τη Φλουμινένσε, ο Πάτο βρήκε ένα σωρό έτοιμες δικαιολογίες, ο Ζο φανέλα βασικού στη Μινέιρο και θέση στην αποστολή. Όλοι μαζί, δεν φτιάχνουν όχι ένα, ούτε μισό Ρονάλντο – όποιος θυμάται πως είχε φτάσει το “φαινόμενο” ως εκεί, καταλαβαίνει. Η μετριότητα των παρόντων έφερε φωνές για επιστράτευση των παλιών Ροναλντίνιο και Κακά, μήπως και ο καλός Θεούλης γυρίσει το ρολόι πίσω μια δεκαετία για ένα μήνα. Όλα φορτώθηκαν στους ώμους του Νεϊμαρ, όταν αυτός χτύπησε, σωριάστηκε μαζί το ηθικό μιας χώρας.

Ωραία ποδοσφαιρικά παραμύθια να λέμε στους μικρότερους σε καμιά σαρανταριά χρόνια. Οι κακοί Γερμανοί και τα επτά γκολ, οι Βραζιλιάνοι που έκλαιγαν, ένας στόπερ με φουντωτά μαλλιά που ζητούσε συγγνώμη με λυγμούς.

Και μια άθλια καρικατούρα του ποδοσφαιρικού εαυτού του, ο Ντιέγκο Μαραντόνα, να κυνηγάει κάμερες και φωτογραφικές μηχανές και να δείχνει επτά δάχτυλα στο φακό.

Μόνο μην σας τύχουν, Ντιεγκίτο, αυτοί οι Γερμαναράδες. Γιατί φαίνεται ότι τώρα πήραν φόρα.