Για μια ακόμη φορά σε επίπεδο μικρών εθνικών ομάδων το ελληνικό μπάσκετ ευτύχησε να έχει μια μεγάλη επιτυχία. Η εθνική ομάδα των νέων ολοκληρώνοντας μια φοβερή πορεία πήρε το δεύτερο χρυσό Ευρωπαϊκό μετάλλιο της αφού η ίδια φουρνιά παικτών τα είχε καταφέρει και σε επίπεδο εφήβων πριν από μερικά χρόνια.
Και έγινε το απολύτως λογικό και φυσιολογικό την επόμενη του θριάμβου: Τηλεγραφήματα πολιτικών που μοίραζαν αφειδώς συγχαρητήρια, πρωτοσέλιδοι αποθεωτικοί τίτλοι στις πάντοτε ‘’γενναιόδωρες’’ αθλητικές εφημερίδες, ένας μικρός χαμός στα social media και πάει λέγοντας. Το πανηγύρι γρήγορα θα τελειώσει βέβαια και το κρίσιμο ερωτηματικό είναι ‘’τι θα μείνει απ΄ όλα αυτά;’’.
Κατ΄ αρχήν να γράψουμε το αυτονόητο και λογικό: Ο θρίαμβος ανήκει στους 12 παίκτες, στον προπονητή τους Ηλία Παπαθεοδώρου και σε όσους άλλους δούλεψαν δίπλα και γύρω απ΄ αυτή την ομάδα. Σε κανένα άλλο είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο. Όλα τα υπόλοιπα είναι κουβέντες φτηνής λαϊκής κατανάλωσης. Και φυσικά, έχουμε ωριμάσει πια πολύ τις τελευταίες δεκαετίες ζώντας διαδοχικούς θριάμβους, πρωτιές και κατακτήσεις τροπαίων του ελληνικού μπάσκετ (και σε εθνικό και σε συλλογικό επίπεδο) για να πιστέψουμε ότι αρκεί μια μεγάλη επιτυχία για να αλλάξει κάτι δραστικά. Μακάρι να άλλαζε λίγο το σκηνικό αλλά…
Τι μπορεί να κερδίσει το ελληνικό μπάσκετ; Αυτό είναι μια άλλη διαφορετική συζήτηση. Εντελώς διαφορετική. Είναι λιγοστές οι φορές και οι γενιές που έκλεισαν με επιτυχία τον κύκλο τους στις μικρές εθνικές ομάδες οι οποίες κατάφεραν με επιτυχία να έχουν…αύριο στο επόμενο και ψηλότερο επίπεδο. Ανάλογη περίπτωση με τη νυν εθνική νέων ήταν η γενιά των γεννημένων το 1990 που αποτελεί το απόλυτο παράδειγμα αφού έβγαλε μια ολόκληρη φουρνιά παικτών που οι περισσότεροι ευτύχησαν να παίζουν μπάσκετ στο ψηλότερο επίπεδο: Παπανικολάου, Σλούκας, Παππάς, Μάντζαρης, Μπόγρης, Γιάνκοβιτς. Χωρίς να προσθέσουμε και άλλους παίκτες της ίδιας ομάδας, όπως ο Κασελάκης Με κάθε μέτρο σύγκρισης αυτή η γενιά ήταν η μακράν πιο επιτυχημένη στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ όσον αφορά στην αφομοίωση και στην απορρόφησή της στο ανώτερο επίπεδο.
Την ακολουθεί λογικά η φουρνιά των παικτών που πήρε το χρυσό στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1995 και άφησε παρακαταθήκη στο μπάσκετ τους Κακιούζη, Χατζή, Παπανικολάου, Καράγκουτη, Καλαϊτζή, Ρεντζιά, Γιαννούλη και η ομάδα που πήρε χρυσό στο Ευρωπαϊκό του 2002 με Σπανούλη, Ζήση, Μπουρούση και Καιμακόγλου. Από τις υπόλοιπες εθνικές που έδωσαν στο ελληνικό μπάσκετ περισσότερα από 20 μετάλλια κάθε χρώματος είναι ζήτημα αν βγήκαν ένας ή δύο παίκτες (από την κάθε μια) που κατάφεραν να κάνουν το παραπάνω βήμα παίζοντας και στην ανδρών αλλά και σε κορυφαίο συλλογικό επίπεδο.
Μπορεί να ακούγεται απλοϊκό αλλά στην Ελλάδα τα παιδιά τελειώνουν το εφηβικό (κοντά στα 18 τους) πρέπει να περιμένουν ως αιώνια ταλέντα μέχρι τα 22-23 για να τα εμπιστευθεί μια ομάδα. Κάποτε, ο Γιαννάκης έπαιζε σε ηλικία 16 ετών στην Α’ εθνική με τον Ιωνικό Νικαίας και στην Ισπανία πριν από μια δεκαετία αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία ένας παίκτης….ονόματι Ρούμπιο και η Ρεάλ πέρσι εμπιστεύθηκε τον 17χρονο Ντόνσιτς που σήμερα θεωρείται το μεγαλύτερο ταλέντο παγκοσμίως.
Ας δούμε λοιπόν από τη δωδεκάδα της ‘’χρυσής’’ εθνικής ομάδας τι ακριβώς έκαναν την περασμένη σεζόν οι παίκτες της. Τους χωρίζουμε αναγκαστικά και για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης σε δύο κατηγορίες. Αυτούς που ανήκαν σε συλλόγους της Α1 και εκείνους που ανήκαν σε συλλόγους της Α2 και η αναφορά γίνεται μόνο σε αγώνες πρωταθλήματος.
Χαραλαμπόπουλος (ΠΑΟ): 25 αγώνες, 444 λεπτά (Μ.Ο. 17,75), πόντοι 4,36 ανά αγώνα.
Λούντζης (ΠΑΟ): 3 αγώνες, 17 λεπτά (Μ.Ο. 5,52), πόντοι 3,67 ανά αγώνα.
Σκουλίδας (ΑΕΚ): 13 αγώνες, 75 λεπτά (Μ.Ο. 5,8), πόντοι 0,68 ανά αγώνα
Κόνιαρης (ΠΑΟΚ): 26 αγώνες, 411 λεπτά (Μ.Ο. 15,83), πόντοι 3,96 ανά αγώνα.
Φλιώνης (‘Αρης): 18 αγώνες, 126 λεπτά (Μ.Ο. 6,98), πόντοι 2,06 ανά αγώνα.
Χρηστίδης (Άρης): 6 αγώνες, 31 λεπτά (Μ.Ο. 5,06), πόντοι 1,83 ανά αγώνα.
Για τους έξι παίκτες που έπαιξαν στην Α1 αν εξαιρέσουμε την καλή σεζόν του Κόνιαρη στον ΠΑΟΚ και τις εκλάμψεις του Χαραλαμπόπουλου στον Παναθηναϊκό τα πράγματα ήταν μάλλον κάτω του μετρίου. Συνολικά και οι πέντε αυτοί παίκτες είχαν μέσο όρο όλους κι΄ όλους σκάρτους 17 πόντους μέσο όρο και μόνο δύο ξεπέρασαν με συνέπεια τα 15 λεπτά συμμετοχής στις ομάδες τους! Δύο από τους έξι που όχι συμπτωματικά ήταν και οι καλύτεροι παίκτες της εθνικής νέων!
Για τους παίκτες που ανήκαν σε ομάδες Α2 η εικόνα ήταν μάλλον καλύτερη στην πλειοψηφία τους:
Μιλεντίγιεβιτς (Δούκας): 28 αγώνες, 263 λεπτά (Μ.Ο. 9,39), πόντοι 3,1 ανά αγώνα
Καρράς (Δούκας): 6 αγώνες, 52 λεπτά (Μ.Ο. 8,5), πόντοι 4,5 ανά αγώνα
Αγραβάνης (Δούκας): 7 αγώνες, 55 λεπτά (Μ.Ο. 7,9), πόντοι 4,5 ανά αγώνα
Μουράτος (Ψυχικό): 30 αγώνες, 783 λεπτά (Μ.Ο. 26), πόντοι 12,9 ανά αγώνα
Δίπλαρος (Μαχητές Πεύκων, δανεικός από τον Άρη): 20 αγώνες, 463 λεπτά (Μ.Ο. 23), πόντοι 9,1 ανά αγώνα
Τάταρης (Μαχητές Πεύκων, δανεικός από τον Άρη): 29 αγώνες, 411 λεπτά (Μ.Ο. 14), πόντοι 4,17 ανά αγώνα.
Και εδώ οι διαπιστώσεις δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες. Ο Δούκας έκανε αποτυχημένο πρωταθλητισμό στην Α2 με ένα ρόστερ βγαλμένο από τα…ΚΑΠΗ του μπάσκετ αλλά οι τρεις διεθνείς δεν είχαν (πλην του Μιλεντίγιεβιτς) παρά μόνο συμβολική παρουσία. Ο Μουράτος που έπαιξε δανεικός από τον Ολυμπιακό στο Ψυχικό και τώρα είναι ελεύθερος αποτελεί τη μοναδική κτυπητή εξαίρεση φορώντας τη φανέλα μιας μικρομεσαίας ομάδας της Α2. Ο μοναδικός με μέσο όρο πάνω από 10 πόντους και πάνω από 25 λεπτά. Τέλος, τα δύο παιδιά που έπαιξαν δανεικοί από τον Άρη στους Μαχητές Πεύκων ομάδα που αγκομαχούσε για τη σωτηρία της στην Α2 είχαν καλή παρουσία. Καλύτερη ο Δίπλαρος με επιδόσεις κοντινές μ΄ αυτές του Μουράτου και θετική ο Τάταρης. Χρειάστηκε δηλαδή να δούμε παίκτες που παίζουν στο δεύτερο μισό (και κάτω) της Α2 για να βρούμε ποιοι έπαιζαν κανονικά, με ρόλους και…. υποχρεώσεις στις ομάδες τους. Και αυτό ακριβώς δίνει το στίγμα της όλης υπόθεσης: Θέλουμε νέους παίκτες στο ελληνικό μπάσκετ; Μας ενδιαφέρει αληθινά η μετάγγιση αίματος; Αν ναι τότε οι διοικήσεις και οι προπονητές των ομάδων πρέπει να πάρουν γενναίες αποφάσεις και να κάνουν το απλό αλλά και συνάμα δύσκολο: Να βάλουν αυτά τα παιδιά να παίξουν μπάσκετ. Διαφορετικά και λυπάμαι αν γίνομαι στενάχωρος και χαλάω λίγο το γιορτινό κλίμα των ημερών θα μνημονεύουμε και αυτή την εθνική την επόμενη δεκαετία ως μια ακόμη ‘’χαμένη γενιά’’ του ελληνικού μπάσκετ που θα προσφέρει με χίλια ζόρια ένα-δύο καλούς ρολίστες στο ανώτερο επίπεδο. Με απλά λόγια: Περασμένα μεγαλεία. Και αν κάποιος θεωρήσει υπερβολικά απαισιόδοξη αυτή την αναφορά θα κλείσω με μια λίστα ονομάτων: Χρυσίδης, Σπανός, Κόγιας, Νάνης, Κοντοστάνος, Γιαννουλάκος, Θέος, Ζευκιλής, Λυμπάρης, Κουπίδης, Πετρόπουλος, Σουρλής, Ιωακειμίδης, Ματαλόν, Αράπης, Θεοδωράκος, Πλιούκας, Νούσης, Μόρφης, Καραβανάς. Και είναι μόνο μερικά ενδεικτικά ονόματα παικτών που βίωσαν στο όχι μακρινό παρελθόν τις ίδιες ακριβώς μεγάλες στιγμές μ΄ αυτές που έζησαν στο Ηράκλειο οι νυν διεθνείς. Κατέκτησαν και εκείνοι μετάλλια σε όλα τα επίπεδα των εθνικών ομάδων. Ακόμη και οι hardcore μπασκετικοί σαν και του λόγου χρειάζονται τη βοήθεια του Google για να βρουν που έπαιξαν ή που παίζουν σήμερα όσοι απ΄ αυτούς συνεχίζουν το μπάσκετ.