Ο Χρήστος Καούρης γράφει για την ήττα από την Ισπανία με το βλέμμα στην Αυστραλία.

Όταν ο Παναγιώτης Καλαϊτζάκης επιτέθηκε με τη μπάλα στα χέρια, μετακίνησε λίγο την άμυνα και πάσαρε σωστά στη γωνία, ο Κώστας Παπανικολάου είχε μια ανάσα μισού δευτερολέπτου για να σουτάρει. Το σουτ θα ήταν μαρκαρισμένο, αλλά και ελεύθερο, αυτό που κανείς δεν έχει ενοχλήσει τη μηχανική μέχρι που η μπάλα φτάσει λίγο πριν την απελευθέρωση. Αν θα έφτανε ένα χέρι κοντά θα ήταν αδιάφορο – μπορεί και να του έφτιαχνε την καμπύλη.

Είδα το παιχνίδι αμίλητος, ακόμα και στο κάρφωμα ισοφάρισης του Γιάννη κρατήθηκα και δεν έβγαλα μιλιά. Η μοναδική φορά που κραύγασα ήταν όταν πάσαρε δίπλα, στον Γουόκαπ, αυτός στον Τολιόπουλο, εκείνος στον Γιάννη και ο τελευταίος στο σίδερο. Το σουτ ήταν δικό του. Ερχόταν από ένα καλό παιχνίδι με τον Καναδά και κόντρα στους Ισπανούς είχε βάλει ήδη τρία στα έξι. Ήταν ο δεύτερος καλύτερος σουτέρ μας μετά τον Τολιόπουλο και ασύγκριτα πιο περπατημένος από τον ατρόμητο γκαρντ του Άρη. Αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται. Σαν να συμπυκνώνεται μια διαδρομή 15 ετών σε μία φάση, ο αλτρουιστής Κώστας άφησε το καλό για το καλύτερο και η ευκαιρία πέρασε.

Φυσικά τούτο δεν γράφεται για να υπονοηθεί πως ο αρχηγός είναι με κάποιο τρόπο ο υπεύθυνος για την ήττα, δεν θα ήταν δυνατόν. Όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει σε ένα αγώνα μπάσκετ που κρίνεται στις λεπτομέρειες, η ανάλυση των αιτιών της ήττας χωράει κάμποση κουβέντα.

Η βασική βγάζει μάτι, οπότε ας ξεκινήσω από το προφανές. Η συνύπαρξη Καλάθη – Γουόκαπ – Γιάννη στην ίδια πεντάδα την εποχή που οι δύο κυρίαρχες λέξεις του σύγχρονου μπάσκετ είναι «αποστάσεις» και «σουτ». Το πρόβλημα μεγεθύνθηκε σε εξόφθαλμες και εν τέλει μη διαχειρίσιμες διαστάσεις από τη στιγμή που κανείς από τους δύο γκαρντ της Εθνικής δεν έχει ξεπεράσει καν το μέτριο σε σχέση με τις θεωρητικές δυνατότητες του. Ο Καλάθης μοιάζει επηρεασμένος από την διάρκειας δύο εβδομάδων απουσία από τις προπονήσεις (το πρώτο φουλ πρόγραμμα το έκανε στη Γαλλία) και μοιάζει ένα επίπεδο πιο αργός από ότι το παιχνίδι του ζητάει. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως το καλύτερο επιθετικό διάστημα της Εθνικής συνυπήρξε με το δικό του, στο δεύτερο ημίχρονο του πρώτου αγώνα κόντρα στον Καναδά.

Ο Γουόκαπ είναι ως τώρα η απογοήτευση του τουρνουά για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Ο Τεξανός μοιάζει σαν ψάρι έξω από το νερό παίζοντας για πολλή ώρα χωρίς τη μπάλα και είναι φανερό πως του είναι πολύ δύσκολο (ή εκτός ρόλου, δυνατοτήτων) να ανταποκριθεί στην επιθετικότητα που επιτάσσει η off-ball θέση του. Παρότι έδωσε κάποιες σκόρπιες αμυντικές λύσεις, η παθητικότητα του στο κομμάτι της επίθεσης καταδίκασε συχνά όλο την πεντάδα σε αποκρουστική στατικότητα και αναποτελεσματικότητα. Χωρίς να λέει κανείς ό,τι κάτι τέτοιο συνέβη για πρώτη φορά (ούτως ή άλλως οι εμφανίσεις του ήταν κάτω του μετρίου τόσο στα playoffs της Ευρωλίγκας όσο και στο F4), ο καλύτερος ρόλος του Γουόκαπ είναι να αποτελεί την «άγκυρα» από τη θέση του point guard, του παίκτη δηλαδή που θα αρκεί να ελέγξει το ρυθμό, να βάλει τα κομμάτια σωστά στη θέση τους και να μη χρειαστεί κάθετο παιχνίδι ξέχωρα από την εκτέλεση των κεντρικών pick n roll με κύριο στόχο να μπει η επίθεση σε κίνηση παρά να εκτελέσει. Απέναντι σε χαμηλότερης δυναμικότητας αντιπάλους όπως η Κροατία και η Σλοβενία το πρόβλημα μασκαρεύτηκε λόγω συνολικής αποτελεσματικότητας στην άμυνα, όμως σε ένα τουρνουά στο οποίο συμμετέχει η crème de la crème του κόσμου (και μάλιστα στον όμιλο του θανάτου), το πράγμα γύρισε μπούμερανγκ.

Ο Γιάννης είναι συγκινητικός. Κυριαρχεί παίζοντας μόνος του, το οποίο είναι μαζί αξιοθαύμαστο και πρόβλημα. Προφανώς κάποιος δεν ανακαλύπτει την Αμερική αναφέροντας πως ο γρίφος της μέγιστης αξιοποίησης ενός παίκτη με τα τόσο ειδικά χαρακτηριστικά του Αντετοκούνμπο δεν είναι εύκολος, ειδικά από τη στιγμή που μιλάμε για εθνικές ομάδες με συγκεκριμένη δεξαμενή παικτών και όχι συλλόγους με δυνατότητα για ανταλλαγές/μεταγραφές. Από τη στιγμή που από τα χαρακτηριστικά της ομάδας απουσιάζει σχεδόν απόλυτα η προσωπική φάση και το σουτ μετά από ντρίμπλα, η δουλειά του Greek Freak ήταν εξ ορισμού δύσκολη αντιμετωπίζοντας σταθερά δύο ή τρεις αντιπάλους. Το θέμα ήταν ότι η εθνική δεν κατάφερε να μετουσιώσει το παιχνίδι του Γιάννη σε ελεύθερα σουτ: ελάχιστες από τις πάσες που ήρθαν από τη ρακέτα ήταν «καθαρές», αυτές που κάθε παίκτης θέλει για να σουτάρει. Οι περισσότερες έρχονταν αφού είχε δώσει μάχες σώμα με σώμα κοντά στο καλάθι και κατέληγαν πολύ χαμηλά, στο ύψος των γονάτων του Καλάθη, του Γουόκαπ και των υπόλοιπων – μέχρι αυτοί να σηκώσουν τη μπάλα η άμυνα είχε επιστρέψει και η ευκαιρία είχε χαθεί. Επιπλέον ακόμη αναζητείται ο τρόπος που οι δύο εναπομείναντες ψηλοί μας θα συνυπάρξουν μαζί του: ο Παπαγιάννης έχει περιοριστεί στα μακρινά σουτ και ο Μήτογλου μοιάζει εκτός κλίματος, βιαστικός και αβέβαιος μαζί. Σταδιακά φάνηκε πως ο Greek Freak έχανε την εμπιστοσύνη του στους συμπαίκτες του και ένιωθε όλο και περισσότερο πως ό,τι ήταν να συμβεί, έπρεπε να το κάνει ο ίδιος.

Αν θέλει κανείς πάντως να είναι δίκαιος, δεν γίνεται να αφήσει εκτός κουβέντας την τραγική αμυντική εμφάνιση του Γιάννη. Είναι σε ένα βαθμό λογικό πως δεν θα ήταν δυνατόν να παίζει στο μάξιμουμ από τη στιγμή που είχε να φέρει σε πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο στην επίθεση, όμως η εμφάνιση του ειδικά στην άμυνα μακριά από τη μπάλα πήρε πολύ χαμηλό βαθμό, σε βαθμό που το ισοζύγιο των πόντων που πέτυχε σε σχέση με αυτούς που δέχτηκε ως primary defender να τρίζει επικίνδυνα.

Συνολικά χθες η ομάδα είχε σχεδόν ανύπαρκτη επιθετική ροή μετά το 8ο λεπτό, βασίστηκε αποκλειστικά στα εξωπραγματικά προσόντα του καλύτερου της παίκτη και προφανώς στα σουτ που έβαλε ο Τολιόπουλος. Η κατάρρευση της δεύτερης περιόδου δεν έγινε γιατί ξαφνικά χάσαμε το αμυντικό μας φίλτρο: η απώλεια της συγκέντρωσης και της διαύγειας έπαιξε το ρόλο της όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, όμως σημαντικότερος λόγος είχε να κάνει η οικτρή εικόνα της επίθεσης μας, στην οποία δεν εκτελέσαμε κανένα από τα πλάνα που είχαν ετοιμαστεί. Τα τσάτρα-πάτρα σουτ στο φινάλε του χρόνου και τα λάθη ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν οι Ισπανοί για να τρέξουν στο ανοιχτό γήπεδο και να μοιάζουν δύο φορές καλύτερη ομάδα από ό,τι είναι, όπως συνήθως συμβαίνει με όλες τις ομάδες που καταφέρνουν να σκοράρουν στο transition ή τον αιφνιδιασμό.

Η Εθνική έκανε απέναντι στην Ισπανία την χειρότερη της εμφάνιση το φετινό καλοκαίρι, μακράν της δεύτερης. Το γεγονός ότι αυτό αρκούσε για να φτάσουμε ένα σουτ μακριά από την ισοφάριση εξηγείται από το γεγονός ότι απέναντι μας είχαμε μια σκληρή, ομοιογενή αλλά σε φανερή παρακμή σε σχέση με τα όσα αξιοθαύμαστα έκανε η χρυσή γενιά ομάδα. Έχουν όμως ισορροπία και όχι τόσο χτυπητά δομικά προβλήματα – όταν ο Γιουλ γύρισε το χρόνο πίσω και μαζί με τον Μπράουν έφτασαν τους 23 πόντους και τις 17 ασίστ, το πράγμα έγειρε επικίνδυνα. Επιπλέον, είναι και θέμα προσωπικότητας: αχώνευτος ή όχι, ο Ρούντι χλάτσωσε δύο τρίποντα όταν όλοι αισθανόμασταν έτοιμοι να τους καταπιούμε.

Η αλλαγή του Τολιόπουλου με τον Γουόκαπ είναι το δέντρο γύρω από το δάσος. Ο 27χρονος γκαρντ πέρασε ένα ημίχρονο ντριμπλάροντας και ψάχνοντας πως θα μπορούσε να βοηθήσει, νίκησε τους δισταγμούς του και βρήκε τον τρόπο να παίξει, έστω με τον Γιουλ να τον κυνηγά. Έχασε δύο τρίποντα, φάνηκε σκασμένος. «Ακριβώς για αυτό δεν τον βγάζεις», μου έλεγε ένα φίλος. «Έχασε δύο, δεν θα χάσει τρίτο». Από την άλλη, κατάλαβα και τον προπονητή, που έστειλε στο παρκέ τον βασικό του. Ήταν μια επιλογή, από αυτές που είναι πολύ φτηνό να στήνουμε στο ικρίωμα γνωρίζοντας το αποτέλεσμα.

Τώρα Αυστραλία, η πιο ομοιογενής ομάδα του τουρνουά. Ξέρουν να παίζουν, ξέρουν πώς να παίζουν μαζί, είναι αυτοί που κρέμασαν χαλκό στο στήθος πριν τρία χρόνια. Λίγες πιθανότητες, αλλά πιθανότητες. Πάμε, με τα στραβά και τα καλά μας. Και όπου βγει.