Η Uber Arena στέκει αγέρωχη και επιβλητική μπροστά στην πλατεία με το ίδιο όνομα, την περιστοιχισμένη από εστιατόρια και εμπορικά κέντρα. Αν της γυρίσεις την πλάτη θα δεις να ξεπροβάλλει το τείχος του Βερολίνου, στολισμένο με γκραφίτι που σου φαίνεται να προσθέτουν στην ιστορία των χρωματιστών γκρι τούβλων δίπλα στα ήρεμα νερά του Σπρεε.
Μοιάζει ταιριαστό με έναν ιστορικά διαστρεβλωμένο τρόπο πως έμελλε στην γερμανική πρωτεύουσα να φιλοξενήσει ξανά δύο ελληνικές ομάδες σε ένα φάιναλ φορ. Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, στη μέση ένα αόρατο τείχος και τριγύρω τους να αιωρείται η πιθανότητα για έναν ελληνικό τελικό, για το απόλυτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο μπασκετικό Check Point Charlie του βερολινέζικου παρκέ.
Όχι κι άσχημα. Αν κάθε σεζόν μπορεί να παρομοιαστεί με μια έγκυο γυναίκα, η φετινή κύλησε για πράσινους και ερυθρόλευκους γεμάτη περιπέτεια και συναίσθημα.
Ο Παναθηναϊκός μπήκε στη σκηνή από το καλοκαίρι αλαλάζοντας την επιστροφή του με μεταγραφές και δηλώσεις, έζησε την ανασφάλεια των πρώτων μηνών μέχρι που απέκτησε τον Ναν, έστρωσε περπατησιά με το τρίποντο του Γκριγκόνις στο Μόντε Κάρλο και τη νίκη στη Μαδρίτη και εν τέλει προκρίθηκε στο ραντεβού των τεσσάρων σκληραγωγούμενος στο σφυρί και το αμόνι των πλέι-οφ. Όταν κάποιος ρώτησε τον Αταμάν στην συνέντευξη τύπου τι μένει πια να υποσχεθεί, θα στοιχημάτιζα το σπίτι του στην ατάκα που ακολούθησε: «θα φέρουμε το έβδομο αστέρι». Αν κανείς προαναγγέλλει φάιναλ φορ τον Σεπτέμβρη με ολοκαίνουρια ομάδα και 34 ματς μπροστά του – ξέχωρα τα πλέι οφ – σιγά μην διστάσει όταν μένουν πια δύο στο ημερολόγιο.
Ο Τούρκος εισέβαλλε στα ελληνικά πράγματα λες και είχε βαλθεί να τα βάλει με τις ιδέες του εγχώριου μπασκετικού εγχειριδίου της προπονητικής και μαζί κάθε εδάφιο του ντόπιου σαβουάρ βιβρ. Αντί για μετρημένες προγραμματικές δηλώσεις, σιγουριά και εκλογικές εξαγγελίες που θα ζήλευε και φιλόδοξος πολιτικός. Κοκτέιλ υπεραισιοδοξίας, στρατηγικών τεχνικών ποινών μαζί με σφιγμένες γροθιές και μπάνια στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Μπον βιβέρ και «γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε», εναλλάξ δημόσια ξεφωνητά και έπαινοι στους παίκτες. Στην εποχή που οι αλγόριθμοι καθορίζουν την επιτυχία, ο Αταμάν πρόκρινε μια ευθεία, φαινομενικά απλοϊκή αναλογία αποτελέσματος και επιβράβευσης, χωρίς δικαιολογίες και αστερίσκους: αν παίζεις καλά, θα παίζεις περισσότερο. Μια εικόνα διαφανής και ευανάγνωστη σε βαθμό που για πολλούς γινόταν περίεργη και ενοχλητική, σαν να αφαιρούσε το μυστήριο και τη μυσταγωγία αυτών που συμβαίνουν πίσω από τους κλειστούς τείχους. Ακόμα πάντως και να μην έρθει ο φετινός τίτλος, το κοντέρ που μηδενίστηκε είναι ένα κέρδος που θα φανεί πολύ περισσότερο στο μέλλον από ότι τώρα. Η αναμονή τελείωσε, το ρολόι μηδένισε. Καμία από τις επόμενες σεζόν δεν θα ξεκινήσει με την ερώτηση «πότε επιτέλους θα ξαναπάμε στο φάιναλ φορ».
Ο Ολυμπιακός έζησε τα δικά του ντράβαλα, σε μεγάλο βαθμό γιατί φυσιολογικά αδυνατούσε να συναντηθεί με τον απλησίαστο πήχη που ο ίδιος είχε δημιουργήσει πέρσι. Η γήινη, επικίνδυνα εύθραυστη φετινή εκδοχή του, η πνευματική και σωματική κόπωση από τον περσινό μαραθώνιο και μία-δύο χτυπητές αστοχίες στο μεταγραφικό παζάρι έφεραν δυσλειτουργία στα όρια της βύθισης. Τα αντανακλαστικά λειτούργησαν και οι ενισχύσεις στο σκελετό επέτρεψαν στο καράβι να αποφύγει τα χειρότερα. Οι Πετρούσεφ – Ράιτ έφεραν μια αίσθηση ελαφρότητας και ευλυγισίας που έλειπε: οι Πειραιώτες ώρες ώρες ήταν τόσο σκληροί, που γίνονταν ξύλινοι. Η ανάκαμψη και εν τέλει η τρίτη συνεχόμενη παρουσία στο φάιναλ φορ δεν έγινε λόγω μεταγραφών, αλλά εξαιτίας της πίστης. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πρωτοετής, τελειόφοιτος ή πτυχιούχος στο πανεπιστήμιο του Γιώργου Μπαρτζώκα: όλοι κοιτούσαν προς την ίδια κατεύθυνση. Την εποχή που τα social media, τα reels και τα shorts τείνουν να μετατρέψουν το ατομικό επίτευγμα σε πιο σημαντικό (και σίγουρα πιο εμπορικό) από το ομαδικό αποτέλεσμα, ο προπονητής του Ολυμπιακού τελειοποιούσε την απολύτως σοσιαλιστική εκδοχή μιας ομάδας μπάσκετ στην οποία πλέον απουσιάζει παντελώς η έννοια του σταρ. «Ο Ολυμπιακός έχει τον καλύτερο προπονητή», μου είπε με την αναζωογονητική, αφοπλιστική του ειλικρίνεια ο Μάριο Χεζόνια. Ώρες νωρίτερα, ο κόουτς εξήρε για άλλη μια φορά την ενσυναίσθηση των παικτών του.
Το βράδυ της Παρασκευής ο Έλληνας προπονητής μοιάζει να πρέπει να λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας: αν δεν κοιτάξει να εκμεταλλευτεί την πλειάδα των ψηλών που διαθέτει, θα είναι σαν να απαρνείται ένα από τα κυριότερα όπλα του. Αν το επιλέξει, το κάνει γνωρίζοντας ότι θα στείλει τους παίκτες πάνω στον Έντι Ταβάρες, τον πιθανότατα πιο εκφοβιστικό σέντερ της τελευταίας 30ετίας στο Κύπελλο Πρωταθλητριών ή την Ευρωλίγκα, MVP του περσινού φάιναλ φορ και τρεις φορές καλύτερο αμυντικό της διοργάνωσης. «Είμαι έτοιμος, ανυπομονώ», μου έλεγε ο Νίκολα Μιλουτίνοφ, που μειδίασε όταν του θύμισα πως ήταν στον τελικό του 2017 όταν συνειδητοποίησε πως είχε τα προσόντα για να κυριαρχήσει στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. «Χαμογελάω βλέποντας τον εαυτό μου να παίζει τότε. Είμαι πολύ διαφορετικός πια. Για αυτό ήρθα εδώ, για να διεκδικήσω τον τίτλο». Ειρωνεία ή οιωνός, η ίδια συνθήκη υπήρχε και ακριβώς 30 χρόνια πριν, στο πρώτο φάιναλ φορ του Ολυμπιακού – τότε το σκιάχτρο λεγόταν Στόγιαν Βράνκοβιτς.
Ο Τσους Ματέο έφερε στη συνέντευξη τύπου τη φινέτσα της Ρεάλ, αποθέωσε με περισσή γαλαντομία τον προσεχή αντίπαλο του και ξέφυγε με χαρακτηριστική άνεση από το περιττό βάρος του υπερασπιστή των κεκτημένων: «ότι κατακτήσαμε έχει τελειώσει. Δεν έχουμε τίποτα να υπερασπιστούμε, μόνο να διεκδικήσουμε». Ρώτησα τον Σέρχι Γιουλ αν στο δικό του λεξιλόγιο υπάρχει η εκδίκηση, αν ποτέ την αναζήτησε μετά από μια ήττα που τον πόνεσε. Σήκωσε τους ώμους. «Για μένα δεν λειτουργεί», μου απάντησε με αυτή τη σιγουριά του ανθρώπου που έχει δει το καλό, το κακό και το άσχημο πρόσωπο του πρωταθλητισμού. Maximo triplista της Ευρωλίγκας, αυτός με τα περισσότερα τρίποντα, αλλά το ίδιο έτοιμος να κάνει τη βρώμικη δουλειά με το να πάρει το τελευταίο σουτ στον τελικό ενώ ως εκείνο το σημείο δεν έχει βάλει ούτε ένα πόντο. Αν ο Διαμαντίδης ήταν ο απόλυτος two way player της Ευρωλίγκας στην χειρουργική και απέριττη μορφή του, ο Γιουλ έκανε το ίδιο μεταφράζοντας το ίδιο πράγμα σε ένα ηφαίστειο από ενέργεια, συναίσθημα και μόνιμο παιχνίδισμα στο φτερό του καρχαρία, στο σύνορο ανάμεσα στην τρέλα και την λογική. «Έχω αρχίσει να ωριμάζω και να βγάζω ηγετικά στοιχεία στο παιχνίδι μου», έλεγε νωρίτερα ο Χεζόνια. «Είναι λογικό, με αυτούς τους παίκτες που έχω γύρω μου».
Στην κίτρινη και μπλε πλευρά του φάιναλ φορ, η Φενέρμπαχτσε εμφανίστηκε με τη φορεσιά του μαύρου αλόγου του φάιναλ φορ. Η Ρεάλ και ο Παναθηναϊκός ήταν το 1-2, ο Ολυμπιακός ο σκληρός βετεράνος. Ο Καλάθης και οι υπόλοιποι έφεραν στο Βερολίνο την τυπική αύρα της ομάδας που από τη στιγμή που έφτασε ως εδώ, δεν έχει ιδέα που μπορεί να σταματήσει και καμία διάθεση να το ανακαλύψει. Αφού ο Σάρας θύμισε Ομπράντοβιτς με το χιούμορ και το star quality που έφερε στη συνέντευξη τύπου, κατάφερα να του κουβεντιάσω για ένα λεπτό τη σειρά με τη Μονακό: το small ball του πρώτου παιχνιδιού, τις τακτικές πρΤον οσαρμογές, τη συναισθηματική βιασύνη του τέταρτου ματς. Τον ρώτησα αν πιστεύει πως ο Νάιτζελ Χέιζ-Ντέιβις μπορεί να τα βάλει με τον Λεσόρ με παρόμοια αποτελεσματικότητα με αυτή που είχε με τον Μοτιεγιούνας. «Θα δούμε, θα δούμε» μου απάντησε και σιγουρεύτηκα πως τουλάχιστον θα το δοκιμάσει, αυτό το small ball με τους πέντε σουτέρ, το πιο NBA-like σχήμα ομάδας στη φετινή σεζόν στην Ευρωλίγκα.
Στο τέλος της χθεσινής βραδιάς, λίγο πριν αποσυρθώ στο ξενοδοχείο για να ανακαλύψω πως έχω μια φαγούρα στα δάχτυλα που θα με οδηγούσε στις γραμμές που τώρα διαβάζετε, τρεις πιτσιρικάδες ήρθαν να μας ζεστάνουν τις καρδιές. Δύο Ολυμπιακοί, ένας Παναθηναϊκός, τρεις φίλοι που θα δουν μαζί τη γιορτή του μπάσκετ και θα τριγυρίσουν στο πανέμορφο, πολυμορφικό, κουλτουριάρικο, ακομπλεξάριστο Βερολίνο για να φτιάξουν νέες αναμνήσεις. Δεν ήταν οι μόνοι: είδαμε περσινούς ερυθρόλευκους του Κάουνας, νέους πράσινους από την Κρήτη. Αν το επαγγελματικό μπάσκετ είναι προϊόν, ξέρετε δα, αυτό που όλοι θέλουν να βελτιώσουν, τούτοι είναι οι καλύτεροι πελάτες.