Μεσάνυχτα στο αεροδρόμιο της Βαλένθια. Οι εκδρομείς φίλαθλοι του Ολυμπιακού έχουν φτάσει πρώτοι και περιμένουν την ομάδα για το χειροκρότημα και την αναχώρηση. Με μια ματιά στα γκισέ καταλαβαίνω πως κάτι πάει πολύ στραβά: μια Ισπανίδα υπάλληλος με μακριά μαύρα μαλλιά και ξερακιανό μεσογειακό πρόσωπο έχει γείρει στην καρέκλα της και κοιτάζει το ταβάνι σε απόγνωση. Το σύστημα έχει καταρρεύσει και η ίδια είναι υποχρεωμένη να κάνει όλη τη δουλειά χειροκίνητα, να τακτοποιήσει αποσκευές και επιβάτες. «Ένα βράδυ δουλεύω υπερωρία και έπρεπε να συμβεί αυτό;».
Το terminal είναι τόσο ήσυχο, λες και η αποστολή του Ολυμπιακού το έχει διαρρήξει. Το επιβεβαιωτικό συναίσθημα της νίκης κάνει την ταλαιπωρία ανεκτή αν και όλα τα εστιατόρια και καντίνες είναι κλειδαμπαρωμένα – το αυτόματο μηχάνημα δεν αργεί να γίνει στόχος των γκαρντ, των φόργουορντ και των υπόλοιπων θνητών. Χαμογελαστές, κουρασμένες φωτογραφίες και πηγαδάκια. Ο Μάικ Καλαβρός γυροφέρνει με ένα κουτί πίτσα που έφερε από το γήπεδο ή το ξενοδοχείο, ιδέα δεν έχω. Ο Μόουζες Ράιτ σεργιανίζει με τις παντόφλες στα πόδια, τα αθλητικά στα χέρια και ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο, σαν άνθρωπος που έχει κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου.
Το ίδιο βέβαια αισθάνεται και το τεχνικό επιτελείο του Ολυμπιακού με τον νεοφερμένο Αμερικανό, ο οποίος αναδείχτηκε πολυτιμότερος παίκτης στον τρίτο μόλις αγώνα του στην Ευρωλίγκα. ¨Έχει χαρακτηριστικά που δεν τα είχαμε και μας έλειπαν στο παιχνίδι μας, μας δίνει ταχύτητα, αθλητικότητα, αλλά πάνω από όλα είναι πολύ ήρεμος πνευματικά, είναι μαχητής, δεν φοβάται τις επαφές και τα κρίσιμα σημεία», μου έλεγε μετά ο Γιώργος Μποζίκας. Να λοιπόν που μια συμφορά όπως ο σοβαρός τραυματισμός του Νίκολα Μιλουτίνοφ έκρυβε το σπέρμα μιας ευλογίας: ο Ολυμπιακός πήγε στη Φοντέτα επανδρωμένος ξανά με τον πολιορκητικό του κριό Μους Φαλ, όμως ο Γάλλος περισσότερο έμπλεξε με τους διάφορους ημίψηλους που σέρνονταν στα πόδια του παρά έκανε πραγματική ζημιά. Αντιθέτως ο Ράιτ αμύνθηκε αποτελεσματική στην περίμετρο μετά τις αλλαγές, έμεινε ήρεμος όταν το ματς έγινε υστερικό και εκκωφαντικό, έφερε έξτρα κατοχές από κλεψίματα (3) και μπλοκ (1), πήρε ριμπάουντ και τελείωσε τις απολύτως απαραίτητες φάσεις, δίχως υπερβολές.
Συνολικά οι ερυθρόλευκοι έκαναν το 8/8 στην Φοντέτα βασιζόμενοι στην άμυνα τους. Όταν αυτή τους έδωσε την ευκαιρία να αναπνεύσουν λίγο στο ανοιχτό γήπεδο και να σκοράρουν κάποιους δυσεύρετους εύκολους πόντους στην τρίτη περίοδο, το πράγμα απλοποιήθηκε. Η μετέπειτα διαχείριση ήταν αυτή μιας συμπαγούς, σοβαρής και δυσκατάβλητης ομάδας σαν και αυτή που ο Γιώργος Μπαρτζώκας έχει υποσχεθεί πως θα μοιάζει όταν είναι υγιής. Η επίθεση δεν θάμπωσε, είχε εναλλάξ γρήγορες/αποτελεσματικές και αργές/αδιέξοδες στιγμές κόντρα σε μια σκληρή άμυνα, όμως εν τέλει έκανε αυτά που απαιτούνταν. Η πληρότητα μέσω της ποσότητας βγάζει μάτι, ακόμα και αν είναι αρκετοί που δεν είναι στην ίδια σελίδα.
Χρόνια πριν, κάθε φορά που μετάδιδα αγώνες της Βαλένθια από την Αθήνα, άκουγα στην είσοδο των πορτοκαλί στο παρκέ ένα περίεργο εμβατηριακό τραγούδι, σαν παιάνα με πνευστά που παίζουν κάποιοι ισπανικά ξαδέρφια των Dropkick Murphys – κάποια στιγμή μάλιστα υπέθεσα ότι είναι ο ύμνος της ομάδας, το έψαξα, δεν ήταν. Όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά την πατρίδα του Σαντιάγο Καλατράβα το βρήκα σε μία playlist της Valencia Basket στο Spotify: έχει τον σουρεαλιστικό τίτλο «Αν θέλετε να φάτε πεπόνι, φάτε πεπόνι», ένα καταλανικό χιούμορ που δυσκολεύτηκα να προσεγγίσω. Ψαχουλεύοντας τους στίχους, βρήκα κάτι που ταιριάζει πολύ με τον Ολυμπιακό, ο οποίος πριν από ένα μήνα ήταν με την πλάτη στον τοίχο και πλέον χτυπά την πόρτα της εξάδας.
«Si vols els nostres cors, ho tens molt cru!».
«Αν θέλετε τις καρδιές μας, θα τις βρείτε πολύ σκληρές!».