Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο προσωπικό του blog, πως ο Παναθηναϊκός Superfoods έπεσε θύμα της παγίδας που είχε στήσει ο ίδιος στους αντιπάλους του, μια ολόκληρη χρονιά.
Μερικές φορές και σε ορισμένους αγώνες τα πράγματα είναι πολύ απλά. Πολύ πιο απλά από όσο θέλουμε να πιστεύουμε ή να υπεραναλύουμε. Κάτι τέτοιο έγινε στον πρώτο αγώνα της σειράς Παναθηναϊκού – Φενέρ. Ο Παναθηναϊκός έπεσε θύμα της παγίδας, που για μια ολόκληρη χρονιά έστηνε σε όλους τους αντιπάλους του και το έπαθε τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Ίσως γιατί στην άκρη του μυαλού τους οι παίκτες του είχαν το γνώριμο σενάριο. Στο ΟΑΚΑ ολόκληρη τη χρονιά έβρισκε τον τρόπο ή τους τρόπους να κερδίζει εύκολα ή δύσκολα (κυρίως το δεύτερο) τους αντιπάλους του. Κυρίως γιατί στα εντός έδρας παιχνίδια ο Παναθηναϊκός ακολουθώντας το ένστικτο και όχι τη λογική έκανε σωστά δύο πράγματα. Έβγαζε πολύ ενέργεια στο παρκέ και έβαζε τα δύσκολα σουτ! Χθες το βράδυ, δεν έγινε τίποτε από τα δύο. Ο Παναθηναϊκός έμοιαζε άδειος από ενέργεια και τα σουτ δεν μπήκαν. Ως εκ τούτου η ήττα ήρθε μάλλον φυσιολογικά και η αλήθεια είναι ότι ήρθε πολύ πιο εύκολα από ότι ενδεχόμενα περίμεναν ο Ομπράντοβιτς και οι παίκτες του.
Απέναντι στον κακό Παναθηναϊκό η Φενέρ έκανε σωστά δύο πράγματα που συνήθως έκανε σε όλες τις καλές στιγμές της μαραθώνιας κανονικής περιόδου που είχε προηγηθεί. Έβαλε όλα τα σουτ που μετρούσαν και άλλαξαν τη λογική του αγώνα και καθοδηγήθηκε τεχνικά από τα ρίσκα του Ομπράντοβιτς.
Στο πρώτο σκέλος, για όποιον έχει μελετήσει έστω και λίγο το παιχνίδι της Φενέρ ξέρει ότι αυτό βασίζεται στα λεγόμενα spot σουτ. Τα σουτ που προέρχονται από καλή (και ανενόχλητη) κυκλοφορία της μπάλας και καταλήγουν συνήθως σε ένα ελεύθερο σουτέρ. Και σε δεύτερο χρόνο, η αγαπημένη επιλογή του Ομπράντοβιτς είναι το παιχνίδι μέσα στη ρακέτα με την εναλλαγή των δύο ψηλών του στο χαμηλό ποστ. Και τα δύο έγιναν πολύ άνετα και χωρίς την παραμικρή παρενόχληση από μια σχεδόν παθητική άμυνα. Ο Παναθηναϊκός δεν μπόρεσε να αλλάξει τον ρυθμό του αγώνα παρά μόνο στη δεύτερη περίοδο αλλά 12-15 λεπτά καλού μπάσκετ δεν φτάνουν σε αυτό το επίπεδο.
Είναι άδικο να κρίνονται δύο προπονητές από το αποτέλεσμα ενός αγώνα. Και είναι διπλά άδικο όταν έχουν πίσω τους έξι μήνες δουλειάς (κάτι λιγότερο για τον Πασκουάλ). Είναι δίκαιο όμως να κρίνονται με βάση τη γενικότερη φιλοσοφία τους η οποία δεν είναι άγνωστη, αλλά δεδομένη και προϊόν μιας πολύχρονης πορείας. Ο Ομπράντοβιτς έχει στο δικό του DNA το ρίσκο την ώρα του αγώνα. Δεν θα διστάσει να πάρει αποφάσεις της στιγμής και όπως έχει πει ο ίδιος παλαιότερα “αν κάτι δεν πάει καλά το αλλάζω και αν κάτι δεν αλλάξει δοκιμάζω κάτι άλλο”. Με τη λογική ενός gambler… Ο Πασκουάλ, και δεν το γράφουμε με κριτήριο το 0-1 μιας σειράς, είναι προπονητής που θα ψαχτεί πολύ και θα αναλύσει τις συνθήκες ενός αγώνα, αλλά πριν από αυτόν. Θα εξαντλήσει κάθε λεπτομέρεια, κάθε πιθανότητα και συνήθως θα σχεδιάσει ένα τέλειο πλάνο. Τέλειο αρκεί να δουλεύει και να λειτουργεί. Γιατί όταν το plan A του Ισπανού δουλεύει τότε όλα πάνε καλά και τελειώνουν όμορφα. Όταν δεν πάνε καλά το plan B δεν υπάρχει ή είναι πολύ αδύναμο για να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Το γράφαμε και τη μέρα που προσλήφθηκε ο Πασκουάλ, ήταν γνωστό και από την εννιάχρονη θητεία του στον πάγκο της Μπαρτσελόνα.
Η σειρά μοιάζει με ένα παράξενο προπονητικό déjà vu που μας φέρνει πίσω σε δύο αντίστοιχες σειρές πλέι οφ με αντιπάλους Μπαρτσελόνα και Παναθηναϊκό. Στην πρώτη περίπτωση το 2011 με τον Πασκουάλ στον πάγκο των Καταλανών και τον Ομπράντοβιτς στον πάγκο των πράσινων. Τότε ο Ζοτς άλλαξε τη ροή της ιστορίας και κατάφερε να ανατρέψει το 1-0 του πρώτου αγώνα, αλλά και το πλεονέκτημα έδρας της Μπαρτσελόνα με μια μικρή άμυνα (1 μαν του μαν – 4 ζώνη) και τον Καλάθη πάνω στον Ναβάρο. Δύο χρόνια αργότερα, ο Παναθηναϊκός με σαφώς χειρότερο ρόστερ έφτασε τη Μπαρτσελόνα στο όριο, έσπασε την έδρα και προηγήθηκε με 2-1 νίκες. Στον κρίσιμο τέταρτο αγώνα, αλλά και στον 5ο που ακολούθησε ο Πασκουάλ έστησε μια άμυνα ζώνης που έδινε ένα ελεύθερο σουτ στον Παναθηναϊκό, αλλά στη θέση του πάουερ φόργουορντ όπου ο Παναθηναϊκός του Πεδουλάκη δεν είχε ούτε ένα αξιόπιστο σουτέρ. Άλλαξε και τις αποστάσεις στην επίθεση καταφέρνοντας να ανατρέψει το πλεονέκτημα που είχε ο Παναθηναϊκός όταν στη δική του πεντάδα έπαιζε ο… άσφαιρος Σάδα. Το αποτέλεσμα ήταν η Μπαρτσελόνα να κερδίσει δύο ματς και να πάει στο φάιναλ φορ και τον Παναθηναϊκό να σκοράρει 60 και 53 πόντους στα δύο τελευταία παιχνίδια της σειράς.
Ας πάρουμε ως δεδομένο ότι ο Πασκουάλ θα παρουσιάσει μια ομάδα με πολλές αλλαγές και θα κάνει πολλές προσαρμογές για τον δεύτερο αγώνα της σειράς. Και θα ψαχτεί πολύ στο μικρό χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα από τους δύο αγώνες. Το δεύτερο παιχνίδι θα είναι μια εντελώς διαφορετική συνθήκη. Αρκεί το plan A που θα σκαρφιστεί ο Ισπανός κόουτς να δουλέψει ρολόι από την αρχή.
Το σίγουρο είναι ότι για τον Παναθηναϊκό το πλεονέκτημα έδρας ήταν μια καλοδεχούμενη συνθήκη, αλλά δεν αποτελεί πανάκεια. Τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια έμεινε έξω από το φάιναλ φορ κυρίως γιατί στις τρεις περιπτώσεις (εξαιρείται το περσινό καθαρό 3-0 της Λαμποράλ) ήταν υποχρεωμένος να ψάξει την σημαντική νίκη – πρόκριση, όχι μόνο μακριά από την έδρα του, αλλά στα απόρθητα γήπεδα της ΤΣΣΚΑ και της Μπαρτσελόνα. Φέτος, για πρώτη φορά μετά από μια τετραετία είχε το πλεονέκτημα της έδρας και το έχασε όχι γιατί πήγε 20.000 κόσμος στο γήπεδο ή γιατί είχε δημιουργηθεί κλίμα και ατμόσφαιρα πριν τον αγώνα, αλλά γιατί οι παίκτες και ο προπονητής του δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες ενός αγώνα πλέι οφ. Όλα τα υπόλοιπα είναι φτηνές δικαιολογίες και κουβέντες του αέρα. Το ΟΑΚΑ ήταν το ίδιο εκρηκτικό ως έδρα, ο κόσμος ανταποκρίθηκε, αλλά η μια από τις δύο ομάδες που πάτησε το παρκέ δεν ήταν η ίδια ομάδα που επέβαλλε τον “νόμο” της ένα ολόκληρο χρόνο.