Υπάρχουν εκατοντάδες γνωστά ή άγνωστα περιστατικά με τα οποία μπορεί κάποιος να συνδέσει τον Θανάση Γιαννακόπουλο. Τον ‘’τυφώνα’’ Θανάση όπως τον φώναζαν και του άρεσε να το ακούει. Ο Θανάσης πάλεψε πάνω από δύο μήνες μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο αλλά όλοι ξέραμε ότι αυτή τη φορά ο ‘’τυφώνας’’ δεν θα έβγαινε νικητής απ΄ αυτή την άνιση μάχη. Στον τελευταίο αγώνα του Παναθηναϊκού ρώτησα για την κατάσταση του τον μόνιμο συνοδό του την τελευταία 20ετία τον άνθρωπο που ήταν η σκιά του. ‘’Πως τα πάει ο κυρ-Θανάσης;’’. Κούνησε το κεφάλι και μου έδειξε τον ουρανό. ‘’Ο Θεός μόνο μπορεί να βοηθήσει’’.
Ο Θανάσης δεν είχε την έμφυτη ηρεμία του Παύλου. Ήταν παρορμητικός, έλεγε αυτό που πίστευε και ήταν εξαιρετικά εξωστρεφής. Μια από τις πιο συμπαθείς φυσιογνωμίες που πέρασαν από το Ελληνικό μπάσκετ. Δεν είναι τυχαίο ότι όπως ο αδελφός του ο Παύλος ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑΝ το όνομα τους να γίνεται υβριστικό σύνθημα στο στόμα των αντιπάλων τους. Ο Παύλος ήταν ο σοφός Νέστωρας της οικογένειας, ο Θανάσης ήταν πάντα εκείνος που θα έκανε ένα βήμα μπροστά. Ειδικά όταν το καλούσαν οι ανάγκες του αγαπημένου του Παναθηναϊκού. Όταν ένα παιχνίδι δεν πήγαινε καλά για την αγαπημένη του ομάδα δεν είχε δεύτερες σκέψεις. Ακόμη και τους τελευταίους μήνες πριν τον κτυπήσει το μοιραίο εγκεφαλικό και ήταν σωματικά και πνευματικά καταβεβλημένος από τον χαμό του Παύλου ήταν εκεί που βρισκόταν πάντα, κάθε βράδυ, σε κάθε αγώνα. Στα επίσημα του ΟΑΚΑ. Δεν καθόταν για πολύ. Όταν το παιχνίδι στράβωνε ή δεν πήγαινε καλά εξαφανιζόταν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Και την επόμενη στιγμή τον έβλεπες στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, ένα μέτρο από τον αγωνιστικό χώρο, όρθιο να φωνάζει μαζί με τον κόσμο, να διαμαρτύρεται στους διαιτητές. Το είχε πει και δημόσια ένα γιορταστικό βράδυ στο ΟΑΚΑ. ‘’Είμαι ένας από εσάς’’, είπε από μικροφώνου στους χιλιάδες φιλάθλους. Και το όνειρο του που το είχε εξομολογηθεί και δημόσια ήταν ‘’να με θάψουν όταν έρθει η ώρα μου με τη σημαία του Παναθηναϊκού’’. Το ένιωθε τους τελευταίους μήνες ότι πλησίαζε και η δική του ώρα. Στον πρώτο αγώνα της σεζόν που πήγε στο ΟΑΚΑ μου το ψιθύρισε σχεδόν βουρκωμένος: ‘’Έφυγε ο Παύλος, έφυγε το στήριγμα μου. Πόσο θα αντέξω βρε Δημήτρη;’’. Κάθε φορά στη φετινή σεζόν τον έβλεπα όλο και πιο κουρασμένο, όλο και πιο καταβεβλημένο αλλά πεισματάρη και παθιασμένο με την ομάδα. Την τελευταία επέλαση την έκανε στον αγώνα με τη Μπουντούτσνοστ λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Παναθηναϊκός ζοριζόταν άσχημα και ο Θανάσης από τις πρώτες σειρές των καθισμάτων έφτασε κοντά στον πάγκο και άρχισε να φωνάζει. Στον επόμενο αγώνα με την Αρμάνι στο ΟΑΚΑ συναντηθήκαμε για τελευταία φορά. ‘’Κυρ-Θανάση, μην θυμώνεις, μην αγριεύεις, ηρέμησε και λίγο’’, του είπα διστακτικά. ‘’Βρε, Δημήτρη μου, δεν έβλεπες τι έκανε ο Πασκουάλ; Κρατούσε τον Μήτογλου στον πάγκο τόση ώρα και θα χάναμε’’. Και μου είπε να γυρίσω προς τον άδειο αγωνιστικό χώρο αφού το παιχνίδι θα ξεκινούσε αρκετή ώρα αργότερα. Έκανε ένα νόημα και είδα τον φωτογράφο Βαγγέλη Στόλη να μας τραβάει φωτογραφία. Τον κοίταξα απορημένος. Σχεδόν έκλαιγε σαν μικρό παιδί. ‘’Είπα στον Βαγγέλη να με βγάζει φωτογραφίες με όλους τους φίλους μου και τους ανθρώπους που εκτιμάω και αγαπάω’’, μου εξήγησε. ‘’Πόσο θα ζω ακόμη; Θα σας τις στείλω να με θυμόσαστε’’. Μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε τις τελευταίες λέξεις που έμελλε να ακούσω από το στόμα του. ‘’Ξέρεις πόσο σε αγαπούσε ο Παύλος. Κι’ εγώ σ΄ αγαπάω ρε μπαγάσα’’. Του ευχήθηκα καλές γιορτές και χωρίσαμε.
Τον περασμένο Δεκέμβριο στο ΟΑΚΑ στο τελευταίο παιχνίδι του Παναθηναϊκού που παρακολούθησε. Έβγαζε φωτογραφίες με τους ανθρώπους που εκτιμούσε: “Για να με θυμόσαστε όταν θα φύγω’’.
Έμοιαζε και ήταν σαν αποχαιρετισμός, λες και ήξερε τι θα ακολουθούσε. Ίσως το ήξερε κιόλας από τη μέρα που στη Μητρόπολη της Αθήνας μερικούς μήνες νωρίτερα θρηνούσε για τον Παύλο. Είχε μείνει ο τελευταίος από τα τέσσερα αδέλφια και αδελφές της οικογένειας. Τους αποχαιρέτησε όλους. Δύο μέρες μετά από εκείνη τη συνάντηση, την τελευταία μας, στο ΟΑΚΑ ο Στόλης μου έδωσε ένα λευκό φάκελο. Μέσα ήταν η φωτογραφία που συνοδεύει τον δικό μου αποχαιρετισμό. Για να θυμόμαστε τον Θανάση όπως τον βλέπαμε τόσα χρόνια. Χαμογελαστό με τις σήμα κατατεθέν old school λαχούρι γραβάτες του.
Γνωριστήκαμε πριν από 30 και κάτι χρόνια. Τότε που είχα πρωτοσυναντήσει και τον αδελφό του. Ήταν εκεί δίπλα όταν ο αείμνηστος Παύλος μου δήλωσε ότι ‘’βάζω 50 εκατομμύρια δραχμές για να μπω στον Παναθηναϊκό και να τον ξανακάνω μεγάλο’’, προαναγγέλοντας την ιστορικής σημασίας είσοδο στο μπάσκετ. Άνοιξη του 1987. Ο Θανάσης δεν μιλούσε, πάντοτε εκεί όμως δίπλα στον Παύλο. Όταν τελικά έφυγα από εκείνη τη συνάντηση, όπου μεταξύ άλλων είχα μάθει όλη την ιστορία της οικογένειας ήταν εκείνος που με ξεπροβόδισε στο ανσασέρ. ‘’Να ξέρεις ο Παύλος ότι βάζει στο μυαλό του, το καταφέρνει. Θα τον κάνει τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή Ευρώπης’’. Τότε οι κουβέντες του μου φάνηκαν υπερβολικές. Τώρα, 32 χρόνια αργότερα, ξέρω ότι δεν υπερβολή ή κούφια λόγια. Με τον τελευταίο ‘’παράγοντα’’ της παλιάς φουρνιάς να έχει ξεκινήσει το τελευταίο του ταξίδι κλείνει οριστικά και αμετάκλητα ένας τεράστιος κύκλος για το ελληνικό μπάσκετ. Άλλοι άνθρωποι, βγαλμένοι από ένα διαφορετικό καλούπι, από μια σπάνια στόφα. Και είμαστε τυχεροί όσοι είχαμε την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε. Θα μπορούσα να γράψω δεκάδες ιστορίες ή στιγμιότυπα που αφορούν τον Θανάση και το πέρασμα του από το μπάσκετ και τον Παναθηναϊκό. Κρατάω όμως αυτές τις τελευταίες συναντήσεις, αυτές τις τελευταίες εικόνες…
ΥΓ Με τον Θανάση Γιαννακόπουλο είχαμε και κόντρες, είχαμε και διαφωνίες όλα αυτά τα χρόνια. Ένα βράδυ στη Γλυφάδα είχαμε αρπαχτεί άσχημα και δημόσια. ‘Όταν τελείωσε ο καβγάς και πέρασε κανένα δεκάλεπτο με ειδοποίησαν ότι κάτι ήθελε να μου πει. Ξαναγύρισα στον αγωνιστικό χώρο. Με περίμενε και μου είπε: ‘’Συγχώρα με Δημήτρη. Τσατίζομαι εύκολα και παρασύρομαι. Μη μου κρατάς κακία. Αν θέλεις βρίσε με’’. Σιγά μην του κράταγα κακία. Ο ‘’τυφώνας’’ δεν είχε δεύτερες σκέψεις και αυτό που σκεφτόταν στο έλεγε χωρίς φιοριτούρες. Για αυτό τον εκτιμούσα όπως και τον αδελφό του. Για αυτό και για κάτι ακόμη: Μια λέξη, το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μου έκαναν όταν με έβλεπαν ή με συναντούσαν στα γήπεδα ή σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Μια λέξη που την κρατάω για τον εαυτό μου και είναι η καλύτερη που μου έχουν πει ποτέ άνθρωποι του μπάσκετ στα 40 χρόνια που ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία. Καλό ταξίδι ‘’τυφώνα’’.