Τον διάσημο Ρώσο ιμπρεσάριο, επιχειρηματία και κριτικό τέχνης, Sergei Diaghilev, τιμά σήμερα η Google και του αφιερώνει το σημερινό της doodle, με αφορμή τα 145 χρόνια από τη γέννησή του.

Ο Sergei Diaghilev, γεννημένος το 1872 από εύπορη οικογένεια της Ρωσίας, οραματιστής και δεξιοτέχνης στο είδος του, άφησε το στίγμα του στο μπαλέτο με τις παραστάσεις του «Ballet Russes». Πρόκειται για μια πρωτοποριακή περφόρμανς χορού που ένωνε την Τέχνη του χορού με την μόδα, την χορογραφία, την μουσική σε υψηλό επίπεδο.

Από το 1909 έως το 1929, οι παραστάσεις «Ballet Russes» πραγματοποιούνταν σε σκηνές σε όλον τον κόσμο, μαγεύοντας το κοινό, με τα δίχως προηγούμενο κοστούμια, σκηνικά αλλά και τις πρωτοποριακές συνθέσεις και χορογραφίες.

Στην παράσταση «Schéhérazade», η οποία έκανε πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο Όπερας στο Παρίσι, το 1910, ο Diaghilev έντυσε με κοστούμια από τούλι και μποέμ παντελόνια τον θίασο του, με σχέδια του ζωγράφου Léon Bakst, ενώ ο χορευτής μπαλέτου Vaslav Nijinsky, εμφανίστηκε με body painting στο χρώμα του χρυσού και πολλά αξεσουάρ να κοσμούν το σώμα του.

Στην παράσταση «Firebird», που βασιζόταν σε ρώσικα παραμύθια, ο Diaghilev δοκίμασε κάτι διαφορετικό, συνεργάστηκε με τον συνθέτη και μουσικό Igor Stravinsky, και συνδύασε τις μελωδίες του από το άλμπουμ «The Rite of Spring and Pulcinella», με κοστούμια και σκηνικά με την υπογραφή του Pablo Picasso.

Ο Sergei Diaghilev παρουσίαζε τις παραστάσεις των μπαλέτων με τους καλύτερους καλλιτέχνες της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης. Γεννήθηκαν έτσι τα ρωσικά μπαλέτα, στα οποία η ιδιόρρυθμη συμβολή της χορογραφίας, της σκηνογραφίας, της καινούργιας μουσικής, δημιούργησε μια ριζική στροφή στην ιστορία του σύγχρονου χορού. Η σημασία του έργου του έγινε φανερή όταν, γύρω από τις καινούργιες καλλιτεχνικές αρχές που αυτός υπερασπιζόταν, άρχισαν να κινούνται πολύπλευρα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Anna Pavlova, Henri Matisse, Jean Cocteau έκαναν την εμφάνιση τους στις παραγωγές του Diaghilev οι οποίες ξυπνούσαν τις αισθήσεις ακόμα και του πιο απαιτητικού θεατή.

«Άφησε το σημάδι του στην Ευρώπη και την Αμερική, και σε αυτό το σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετέτρεψε τον κόσμο του χορού, του θεάτρου, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών, όπως κανείς δεν είχε κάνει ποτέ πριν ή μετά,» σημειώνει ο βιογράφος του Sjeng Scheijen.

Πέθανε από διαβήτη στη Βενετία, μετά από ταξίδι από το Λονδίνο για τις διακοπές του, στις 19 Αυγούστου 1929, σε ηλικία 57 ετών.

Στη χώρα του ο θάνατός του άξιζε μόνο μια σύντομη νεκρολογία στη 15η σελίδα του «Red Panorama», που ήταν ένα περιοδικό της τέχνης και της λογοτεχνίας.

Ο Sergei Diaghilev και η Ιεροτελεστία της Άνοιξης

Χορόδραμα του Ρώσου συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι (1882-1971), η μουσική του οποίου είναι ένα από τα σημαντικότερα και επιδραστικότερα έργα του 20ου αιώνα. Η πρεμιέρα του στο Παρίσι στις 29 Μαΐου 1913 δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, εξαιτίας της επαναστατικής πρωτοποριακής μουσικής και της χορογραφίας. Το έργο φέρει τον υπότιτλο «Εικόνες από μια παγανιστική Ρωσία» και αναπαριστά μια παγανιστική τελετή γονιμότητας, που καταλήγει στη θυσία μιας κόρης.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1909, ο ταλαντούχος συνθέτης Ιγκόρ Στραβίνσκι παρουσίασε στην Αγία Πετρούπολη τα έργα του Πυροτεχνήματα και Φανταστικό Σκέρτσο. Ανάμεσα στους θεατές της συναυλίας ήταν και ο διάσημος τότε καλλιτεχνικός ιμπρεσάριος Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ο οποίος μεσουρανούσε στο Παρίσι. Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τις συνθετικές δυνατότητες του Στραβίνσκι, ώστε τον προσκάλεσε να συμμετάσχει στην ομάδα των καλλιτεχνικών συνεργατών του.

Μέσα στο 1909 του ανέθεσε την ενορχήστρωση δύο πιανιστικών κομματιών του Σοπέν για το μπαλέτο Συλφίδες, το οποίο ανέβασε στο Παρίσι με τα νεοσύστατα Ρωσικά Μπαλέτα, που έγραψαν ιστορία στο χώρο του χοροδράματος. Τον επόμενο χρόνο του παρήγγειλε μία νέα παρτιτούρα για το μπαλέτο Το Πουλί της Φωτιάς, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, όταν ανέβηκε στο Παρίσι στις 25 Ιουνίου 1910. Η επιτυχημένη συνεργασία Ντιαγκίλεφ-Στραβίνσκι συνεχίστηκε και το 1911 με το μπαλέτο Πετρούσκα.

Πριν από αυτό, ο Στραβίνσκι είχε την ιδέα να γράψει ένα είδος «αρχέγονης» συμφωνίας για την άνοιξη, την οποία θα ονόμαζε Η μεγάλη θυσία. «Μια μέρα του 1910, όταν τελείωνα το Πουλί της Φωτιάς στην Αγία Πετρούπολη, είχα ένα φευγαλέο όραμα… Είδα στη φαντασία μου μια παγανιστική τελετουργία: μια ομάδα σοφών γερόντων κάθονταν σε κύκλο, έχοντας στη μέση ένα νεαρό κορίτσι, που χόρευε μέχρι θανάτου. Τη θυσίαζαν για να εξευμενίσουν το θεό της άνοιξης. Αυτό είναι το θέμα της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης» έγραψε στην αυτοβιογραφία του ο συνθέτης.

Η ιδέα ενθουσίασε τον Ντιαγκίλεφ και έπεισε τον Στραβίνσκι να τη διαμορφώσει σε μουσική για μπαλέτο. Η σύνθεση της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης («Sacre du Printemps» ο πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά) ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια (1911-1913), κυρίως στην Ελβετία, όπου ζούσε το μεγαλύτερο διάστημα εκείνης της περιόδου ο Στραβίνσκι. Στις 8 Μαρτίου 1913 έβαλε τις τελευταίες νότες στην παρτιτούρα και αμέσως την έστειλε στον Μορίς Ραβέλ για να ζητήσει τη γνώμη του. Ο σπουδαίος Γάλλος συνθέτης (Μπολερό) εντυπωσιάστηκε και προέβλεψε ότι το έργο θα αφήσει εποχή. Το σενάριο του μπαλέτου το επεξεργάστηκε μαζί με τον Ρώσο θεοσοφιστή ζωγράφο Νικολάι Ρέριχ, ο οποίος υπέγραψε τα κοστούμια και τα σκηνικά της παράστασης. Τη χορογραφία επιμελήθηκε ο θρυλικός Βάσλαβ Νιζίνσκι.

Ο Στραβίνσκι έφθασε στο Παρίσι στις 13 Μαΐου για να επιβλέψει τις τελευταίες λεπτομέρειες της παράστασης, μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές της. Τη διεύθυνση της ορχήστρας είχε αναλάβει ο Γάλλος μαέστρος Πιερ Μοντέ, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα με τους μουσικούς, εξαιτίας των νεωτεριστικών στοιχείων που είχε εισαγάγει στη μουσική του ο συνθέτης. Οι μουσικοί διέκοπταν συχνά την πρόβα για να του επισημάνουν τα δήθεν λάθη στην παρτιτούρα και αυτός σε κατάσταση σύγχυσης τους απαντούσε ότι ήταν ο μόνος αρμόδιος για να τους επισημάνει τα λάθη τους.

Στις 28 Μαΐου δόθηκε μία παράσταση για τους εκπροσώπους του τύπου και επιλεγμένους προσκεκλημένους του Ντιγκίλεφ. Όλα κύλησαν ομαλά, αλλά την επομένη ο μουσικοκριτικός της εφημερίδας Η Ηχώ των Παρισίων Αντόλφ Μποσκό προέβλεψε επεισόδια κατά τη βραδινή πρεμιέρα, επειδή το κοινό δεν θα καταλάβαινε την παράσταση και θα θεωρούσε ότι το κοροϊδεύουν. Την εποχή εκείνη το μουσικόφιλο κοινό των Παρισίων ήταν χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα: στους πλούσιους αστούς, που ήθελαν να απολαύσουν μια παραδοσιακή παράσταση με ωραία μουσική και στην «μποέμ» νεολαία, που επιζητούσε το μοντέρνο και το πρωτοποριακό, επειδή μισούσε το κοινό των θεωρείων.

Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 29 Μαΐου 1913, όπως ήταν προγραμματισμένη, στο ανακαινισμένο θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων (Théâtre des Champs-Élysées). Το πρόγραμμα περιλάμβανε ακόμα τα μπαλέτα: Συλφίδες σε μουσική Σοπέν, Πολοβτσιανοί Χοροί σε μουσική Μποροντίν και Το Φάντασμα του Τριαντάφυλλου, βασισμένο στο μουσικό έργο του Βέμπερ Πρόσκληση σε χορό. Την παράσταση άνοιξαν οι εύπεπτες Συλφίδες και ακολούθησε η Ιεροτελεστία της Άνοιξης, που φαίνεται ότι κάθισε βαριά στο στομάχι των παριζιάνων μουσικόφιλων.

Οι αποδοκιμασίες με χαχανητά και σφυρίγματα ξεκίνησαν από τις πρώτες νότες του έργου. Με την πάροδο του χρόνου, οι αποδοκιμασίες εξελίχθηκαν σε κραυγές, μέχρι του σημείου να σκεπάζουν τα όργανα της ορχήστρας. Δεν άργησαν και οι συμπλοκές μεταξύ των θεατών, με αποτέλεσμα να επέμβει η αστυνομία και να βγάλει έξω από την αίθουσα σαράντα από τους ταραξίες. Όλη την ώρα των επεισοδίων η παράσταση συνεχιζόταν κανονικά σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Στο δεύτερο μέρος, τα πνεύματα ηρέμησαν και στο τέλος οι συντελεστές της παράστασης αποθεώθηκαν.

Την επόμενη ημέρα, ο κριτικός της εφημερίδας Λε Φιγκαρό Ανρί Κιτάρ χαρακτήρισε το έργο «κοπιαστική και παιδαριώδη βαρβαρότητα». Ο Ιταλός συνθέτης Αλφρέντο Καζέλα είπε ότι οι αποδοκιμασίες στόχευαν περισσότερο στη χορογραφία και λιγότερο στη μουσική του Στραβίνσκι. Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο διακεκριμένος Ελληνογάλλος μουσικοκριτικός Μιχαήλ Καλβοκορέσης. Αρνητικότατος με το έργο ήταν και ο σπουδαίος Ιταλός μουσουργός Τζιάκομο Πουτσίνι, που παρακολούθησε την παράσταση της 2ας Ιουνίου. Σε δηλώσεις του χαρακτήρισε τη χορογραφία «γελοία» και τη μουσική «κακόφωνη». «Είναι έργο ενός τρελού» συμπλήρωσε.

Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης παρουσιάσθηκε για τέσσερεις ακόμα παραστάσεις και στη συνέχεια κατέβηκε. Ξεχάστηκε για μερικά χρόνια (μεσολάβησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) και επανήλθε στο προσκήνιο το 1920, με τη χορογραφία του Λεονίντ Μασίν. Ακολούθησαν οι χορογραφίες των Χόρτον (1937), Γκεόργκι (1953), Μπεζάρ (1959), ΜακΜίλαν (1962), Νοϊμάγερ (1972), Τάρας (1972), Βαν Μάνεν (1974), Τέτλεϊ (1974), Μπάους (1975), Γκράχαμ (1983) και η κινηματογραφική άποψη στην «Φαντασία» του Ντίσνεϊ (1940).

Στις 18 Φεβρουαρίου 1914 δόθηκε στην Αγία Πετρούπολη η πρώτη συναυλιακή παράσταση της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης, υπό τη διεύθυνση του Σεργκέι Κουσεβίτσκι. Στην ορχηστρική του εκδοχή το έργο γνώρισε μεγάλη διάδοση και σήμερα είναι ένα από τα πιο πολυηχογραφημένα στην ιστορία της μουσικής, ενώ έχει σταθερή θέση στο ρεπερτόριο των συμφωνικών ορχηστρών.

H Ιεροτελεστία της Άνοιξης αποτελείται από δύο μέρη:

  • L’adoration de la Terre (Η Λατρεία της Γης)
  • Le Sacrifice (Η Θυσία)

Για τον Στραβίνσκι είναι ένα «μουσικο-χορογραφικό έργο, που αναπαριστά την παγανιστική Ρωσία […] που ενοποιείται από μια και μόνη ιδέα: το μυστήριο και τη μεγάλη δύναμη της Άνοιξης». Το μουσικό ύφος του έργου χαρακτηρίζεται από τη βιαιότητα της έκφρασης, τους έντονους ρυθμούς («βάρβαρους» για την εποχή τους), τις διάφωνες αρμονικές σχέσεις και την τολμηρή ενορχήστρωση με τις υπερβολικές αντιθέσεις των ηχοχρωμάτων. Αν και ο ίδιος ο Στραβίνσκι ισχυριζόταν ότι υπήρχε μόνο μία λαϊκή μελωδία στο έργο (αυτή της εισαγωγής του πρώτου μέρους, παιγμένη από το φαγκότο και βασισμένη σε ένα λιθουανικό παραδοσιακό τραγούδι), οι μουσικοκριτικοί εντόπισαν πολύ περισσότερες, οι οποίες προέρχονται από τη Λιθουανία, τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορρωσία. Σχεδόν όλες σχετίζονται με παλιές παγανιστικές τελετουργίες σχετικές με την άνοιξη.