Η ειρωνεία στην ποίηση οδηγεί σε ένα είδος ποιητικής κάθαρσης μέσα από μια διαδικασία ανάλογη με τη διαδικασία της λυρικής και της δραματικής ποίησης.
Αν τα αρχαία είδη κάθαιραν το κοινό μέσω αντίρροπων ψυχολογικών καταστάσεων βάσει του συναισθηματικού φορτίου των λέξεων, ο σαρκασμός στην ποίηση το επιτυγχάνει με τη συσσώρευση συγκινήσεων που παράγονται από αντιθέσεις ή αρνήσεις που δημιουργεί η ενέργεια των επιλεγμένων λέξεων. Κατά τον Muecke «ζούμε σ’ έναν κόσμο που μας ασκεί διάφορες αντιφατικές πιέσεις. Η σταθερότητα είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά αναζητώντας την διατρέχει κανείς τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί σ’ ένα συμπαγές, κλειστό πολιτικό, ηθικό ή διανοητικό σύστημα. Χρειαζόμαστε την αναγέννηση που προκύπτει από την αλλαγή, αλλά όχι την παλινδρόμηση από τη μία καινοτομία στην άλλη».
Η ειρωνεία και ο σαρκασμός στην ποίηση αποτελούν μία μάσκα του ποιητή για να προσεγγίσει μία πραγματικότητα που νιώθει να τον απειλεί. Η ειρωνική γλώσσα προσφέρει την κάθαρση γιατί εκφράζει συγκίνηση συμπυκνωμένη σε μια διανοητική έκφραση, διατυπωμένη όμως με τέτοιον τρόπο (με τον οικονομικότερο τρόπο), που στην επαφή της με τον αναγνώστη να αποσυμπυκνώνεται ακαριαία και να παρασύρει τη συγκίνησή του με την ενέργεια μιας περιδίνησης. Το δηκτικό ύφος γίνεται ένα εκφραστικό μέσο το οποίο αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο συναίσθημα της κοινωνικής κι ατομικής ανασφάλειας, της δυσκολίας και άρνησης προσαρμογής σε μία κατασκευασμένη πραγματικότητα με μία αίσθηση ανικανοποίητου και παρακμής.
Κυρίαρχο στοιχείο στην ποιητική του Έλενου Χαβάτζα («στάχτη με φόντο κάποιον τροπικό», βακχικόν, 2018) είναι η ποιητική ειρωνεία και ο κοινωνικός σαρκασμός (άθλιες μέρες, η εξαίρεση του φυσικού, κεντρί, όψεις του ίδιου νομίσματος, το επόμενο καλοκαίρι). Ο δημιουργός μέσα στις ιστορίες που πλάθει διοχετεύει έναν ήπιο σαρκασμό, άλλοτε ως παρωδία και άλλες φορές ως αντίθεση (για την ασφάλεια του πολίτη, σχετικά με την όραση, η εξαίρεση του φυσικού, επιμύθιο για το πρελούδιο βροχής, όψεις του ίδιου νομίσματος, η ζωή ήταν αλλού, τα blues των μάγων) ή άρνηση (σινιάλα μες στο σκοτάδι, χωρίς τίτλο, όλοι λένε και γαμώ).
Ο Έλενος Χαβάτζας στοχάζεται για την κοινωνία και τις συμπεριφορές των ανθρώπων μέσα σε ένα αφηγηματικό ύφος. Ήπιες μεταφορές και μετωνυμίες εμπλουτίζουν τον λόγο του, αφήνοντας ελεύθερο τον αναστοχασμό να “αναπνέει” μέσα από έναν στιχουργικό ρυθμό που ακολουθεί τη νοηματική ολοκλήρωση. Ξεχωρίζει το έντονα πεζολογικό ύφος που μέσα σε ένα στοχαστικό ύφος έρχεται σε απόσταση από τον καθημερινό λόγο. Ο κοφτός στίχος και ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται τα θέματα, δίνουν μία ποιητικοφιλοσοφική διάσταση.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr