«…Στα Μανιάτικα επικρατεί μια απατηλή ηρεμία που δεν συναντάς σε καμιά άλλη συνοικία του Πειραιά, που οι άνθρωποι μιλάνε δυνατά, γελάνε, πίνουν παρέα, τσακώνονται, τα ξαναφτιάχνουν και πάλι φίλοι είναι».
«Εδώ δεν έχει γέλια, τραγούδια και ελαφρότητες. Όλοι είναι σκυθρωποί και τσιτωμένοι και η κάθε ήσυχη μέρα που περνάει μοιάζει εύθραυστη εκεχειρία σε εμπόλεμη ζώνη. Αγέλαστοι άνθρωποι, αυστηροί, χωρίς φόβο και έλεος, πέτρινοι σαν τον φοβερό βραχότοπο που παράτησαν για να βρεθούν στριμωγμένοι σε ένα καμαράκι με τσίγκια ή πισσόχαρτα στη σκεπή, σε μια αυλή με άλλες δύο τρεις οικογένειες όπως η δική τους και, σαν να μην έφτανε που έφεραν τις παλιές έχθρητες από τη Μάνη, εδώ άνοιξαν καινούργιες…» (Διονύσης Χαριτόπουλος-Εκ Πειραιώς)
Τον Φεβρουάριο του 1906 ξεσπούν αιματηρά επεισόδια στον Πειραιά ανάμεσα σε Μανιάτες και Κρητικούς. Τα επεισόδια που διαρκούν μέρες και αφήνουν πίσω τους νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, σπέρνουν τον τρόμο στην πόλη και κλείνουν τους Πειραιώτες στα σπίτια τους.
Διαβάστε σχετικά: «Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη» του Άρη Τσαντηρόπουλου
Οι συγκρούσεις Μανιατών και Κρητικών ξεκινούν όταν Λάκωνες αχθοφόροι απαιτούν από Κρητικούς που μόλις έχουν αποβιβαστεί στο λιμάνι από την Κρήτη, να τους μεταφέρουν, έναντι αμοιβής, τις αποσκευές τους. Το λιμάνι του Πειραιά έχει καταστεί «βασίλειο» των Μανιατών, οι οποίοι έχουν πάρει με το «έτσι θέλω» τα αχθοφορικά δικαιώματα, καταφέρνοντας έτσι να κερδίζουν περισσότερα απ΄ όσα θα τους απέδιδε η εργασία τους στη φάμπρικα.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr