Γυρνώντας γύρω απ’ τον θάνατο.
Η διάσημη πολεμική ανταποκρίτρια Μαρί Κόλβιν, περνά δέκα χρόνια σε εμπόλεμες ζώνες του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Σρι Λάνκα, ενώ καθοριστική θα αποβεί η συμμετοχή της στην Χομς της Συρίας.
Με αφορμή ένα άρθρο του Vanity Fair, οι δημιουργοί του φιλμ βρίσκουν υλικό για μια βιογραφική ταινία, με κεντρικό πρόσωπο την διάσημη πολεμική ανταποκρίτρια Μαρί Κόλβιν και τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της. Πρόκειται για ένα φιλμ που χρησιμοποιεί κατακερματισμένη αφήγηση και πλάνα από τις χώρες των πολεμικών συρράξεων σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Συρία, με την Rosamund Pike στον ρόλο της δυναμικής δημοσιογράφου, που φτάνει στο σημείο να χάσει ακόμα και το μάτι της στην εκτέλεση του καθήκοντος. Ο σκηνοθέτης Matthew Heineman προσπαθεί να διαχειριστεί το υλικό του σπάζοντας την αφήγηση σε flashback παρόντος-παρελθόντος, τρικ που πλέον είναι χιλιοειδωμένο στο σινεμά, ωστόσο εδώ καταφέρνει και χρησιμοποιεί ορθά την τεχνική αυτή, με τρόπο που δεν κουράζει, και μεταπηδώντας στις σκηνές ανάμεσα στο χρόνο με ευκολία και ευελιξία χωρίς να κλωτσάει στο μάτι.
Πέραν της σωστής χρήσης του flashback, ο Heineman πιάνει σωστά την μπαρουτοκαπνισμένη ατμόσφαιρα του πολεμικού ρεπορτάζ, με κάποιες απειλητικές κορυφώσεις έντασης και σκηνές απ’ την πρώτη γραμμή που είναι σίγουρα καλογυρισμένες, ενώ η σκονισμένη ατμόσφαιρα στις ερήμους του Ιράκ και του Αφγανιστάν με δεκάδες νεκρά κορμιά, καταφέρνει να βάλει τον θεατή στην εμπόλεμη ζώνη. Ωστόσο, το “Α Private War/O Δικός της Πόλεμος”, χάνει πολύ σε αρκετά σημεία, κυρίως λόγω της προβληματικής σεναριακής λογικής, μιας λογικής που εκβιάζει γεγονότα και καταστάσεις κυρίως μέσω μιας συναισθηματικής υπερβολής, κάτι που είναι διάχυτο καθ’ όλη τη διάρκεια και που στο σινεμά φαντάζει αντιρεαλιστικό. Υπάρχει γενικώς μια συνεχόμενη αίσθηση συναισθηματικής υποβολής, με μελό διαλόγους ερμηνείες και εκφράσεις, κάτι που ξεπερνά τα όρια και αγγίζει τη γραφικότητα, καθώς προτιμότερο θα ήταν να υπονοούνται πολλά περισσότερα και να δείχνονται λιγότερα όσον αφορά τα λεγόμενα, με πομπώδεις και στομφώδεις ατάκες, που αποτελούν δείγμα προβληματικής γραφής.
Μεγάλο σφάλμα είναι ο εκβιαστικός διδακτικός τόνος του φιλμ που πηγάζει συνεχώς απ’ τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων και κάποιους διαλόγους που τραβούν πολύ σε έκταση δίχως προφανή λόγο, υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα, ενώ οι δακρύβρεχτες εκφράσεις των ηρώων προκειμένου να μας δείξουν τη θλίψη που προκαλεί ο πόλεμος και η απώλεια, γίνονται με τρόπο που θυμίζει μελό παλαιότερων εποχών, κάτι που δεν ταιριάζει στο σύγχρονο σινεμά και τους ρυθμούς του εν λόγω φιλμ. Η Rosamund Pike κάνει ό,τι μπορεί για να χτίσει τον χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας με δυναμισμό και πάθος, προβάλλοντας έντονα την αίσθηση της αυτοθυσίας για το καθήκον, ενώ προσπαθεί να ισοζυγίσει το συναίσθημα με τη σωματική κίνηση που απαιτείται για ένα τέτοιο πολυσύνθετο ρόλο. Δυστυχώς, δεν βρίσκει αρωγό στις προσπάθειές της το σενάριο, που την εγκλωβίζει σε μια στριμωγμένη ερμηνεία, με υπερβολικές εξάρσεις και κορώνες που θα μπορούσαν να λείπουν, ενώ η γκάμα της ηθοποιού δεν εκμεταλλεύεται πλήρως, όπως και του υπόλοιπου cast.
Γενικώς, στο “A Private War”, έχουμε κάποιες καλοσκηνοθετημένες σκηνές έντασης και ευφυείς τοποθετήσεις της κάμερας, ωστόσο το υπερβολικό φόρτωμα διδακτισμού και συναισθηματικής έξαρσης, χαλά την πολεμική ατμόσφαιρα που ορθά έχει στηθεί, κάνοντας το φιλμ να μοιάζει κάπως soft και να ξεφεύγει του αρχικού προσανατολισμού. Οι δημιουργοί απ’ την πλευρά τους, δεν προσπαθούν ιδιαίτερα ν’ αντισταθμίσουν την όλη ένταση, με κάποια αγωνιώδη εξέλιξη και έτσι όλα σιγά σιγά μπαίνουν σε έναν αρκετά προβλέψιμο αυτόματο, που αδικεί το αρχικά ευφάνταστο σκηνοθετικό όραμα ατμόσφαιρας-απειλής. Στα πλην η διάχυτη, μονομερής προπαγάνδα που αντιστρέφει όρους και γεγονότα με προφανή τρόπο, ωστόσο καθαρά κινηματογραφικά, το “A Private War”, με τρόπο λανθασμένο και άδικο, δεν θα ικανοποιήσει τις προσδοκίες όσων περίμεναν ένα γεμάτο δράση δίωρο μιας δημοσιογραφικής πολεμικής ανταπόκρισης, ως όφειλε.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece