«Θέλετε ελάφρυνση χρέους με μετάθεση πληρωμής τόκων; Νέο μνημόνιο τότε». Με αυτή τη φράση συνοψίζεται η θέση της Γερμανίας και του «σκληρού» υπουργού Οικονομικών της, Β. Σόιμπλε, στις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού ESM για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, άνευ κουρέματος βεβαίως. Υπενθυμίζεται ότι ο ESM πρότεινε μετάθεση μέχρι και το 2048 της πληρωμής των τόκων που οφείλει η Ελλάδα για τα δάνεια στήριξης που έλαβε (διαβάστε εδώ αναλυτικά τους όρους που πρότεινε ο Μηχανισμός).
Το κόστος αυτής της λύσης υπολογίζεται από το Οικονομικών του Βερολίνου σε 84 (με τις καλύτερες εκτιμήσεις) έως και 123 (με τις χειρότερες) δισεκατομμύρια ευρώ για τους δανειστές της Ελλάδας.
Δεδομένου ότι η Γερμανία μπαίνει πια σε προεκλογικούς ρυθμούς, ενόψει της κάλπης του Σεπτεμβρίου, η συγκυρία για την υποχώρηση του Σόιμπλε είναι κακή. Και ούτως ή άλλως η Γερμανία πάντοτε ήταν σκληρή με και εμμονική με τα νούμερα. Ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ δεν θα ήθελε να υποχωρήσει ούτε την κόντρα του με το ΔΝΤ για την συμμετοχή του στο πρόγραμμα με παραδοχή ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Η ελληνική κυβέρνηση παραμένει σε αναζήτηση συμμάχων για το κρίσιμο Eurogroup στις 15 Ιουνίου.
Οι ισορροπίες είναι περίπλοκες και συνεχώς ανατρεπόμενες όμως, όπως έδειξε το γύρισμα ακόμη και του ΔΝΤ στο τελευταίο Eurogroup της 22ας Μαΐου (δείτε εδώ τα αποκαλυπτικά πρακτικά της θυελλώδους συνεδρίασης που διέρρευσαν στον Τύπο). Η συγκυριακή συμμαχία με το ΔΝΤ για το χρέος, δεν φαίνεται να αντέχει μετά τη συμβιβαστική πρόταση Σόιμπλε και Τόμσεν.
Έτσι, μετά την αποτυχία πολλαπλών Eurogroups για μια λύση στο θέμα του ελληνικού χρέους, η ελληνική κυβέρνηση αφήνει την οικονομική ηγεσία της Ευρωζώνης και στρέφεται προς την πολιτική ηγεσία της ΕΕ.
Μια σημαντική ελπίδα βοήθειας έρχεται από το Παρίσι. Βέβαια και αυτό με την προϋπόθεση ότι ο νέος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, αποδείξει και στην πράξη πώς θέλει μια διαφορετική και πιο ισορροπημένη Ευρωζώνη.
Υπάρχει ωστόσο και η στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που όμως δεν μπορεί να κάνει κάτι παρά μόνον σε περίπτωση πολιτικής λύσης.
Η Σύνοδος Κορυφής στις 22 Ιουνίου είναι το ορόσημο προς το οποίο κοιτά η Αθήνα, δείχνοντας και αυτό το εναλλακτικό της «χαρτί» προς τους δανειστές. Το ενδεχόμενο να θέσει ο πρωθυπουργός το ελληνικό ζήτημα στη Σύνοδο έχει αφήσει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ανοιχτό, από την προηγούμενη εβδομάδα.
Υπενθυμίζεται ότι την 1η Ιουνίου, το Μαξίμου στη διαρροή που έκανε Ευρωπαίος αξιωματούχος ότι «χωρίς το ΔΝΤ δεν υπάρχει QE για την Ελλάδα», οι κυβερνητικοί κύκλοι απάντησαν ότι «κάποιες διαρροές από Ευρωπαίους αξιωματούχους -αν και δεν είναι στην πρόθεσή τους- μας βοηθάνε τα μάλα. Διότι μας βγάζουν από το δίλημμα, αν θα δεχθούμε ή θα απορρίψουμε εκ νέου τις προτεινόμενες λύσεις στο Eurogroup, που αποτελεί εξάλλου και μη θεσμικό όργανο, ώστε να πάμε στη Σύνοδο Κορυφής»!
Το δρόμο της πολιτικής λύσης δείχνουν και σημαντικά στελέχη της κυβέρνησης. Σε συνέντευξη του στην «Αυγή της Κυριακής», ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος τονίζει ότι η μόνη λύση που θα δεχτεί η Ελλάδα θα είναι μια οριστική λύση. «Έχουμε καταστήσει σαφές ότι από τη δική μας πλευρά δεν θα αποδεχτούμε οποιαδήποτε πρόταση που δεν θα δίνει οριστική λύση και δεν θα εγγυάται την έξοδο της Ελλάδας με βιώσιμους όρους στις αγορές», αναφέρει ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης. «Τόσο η κυβέρνηση όσο και όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ελληνικό πρόγραμμα εργάζονται προκειμένου να βρεθεί μία λύση στο Eurogroup. Είναι εξάλλου το ίδιο το Eurogroup και όχι η ελληνική κυβέρνηση, που έθεσε ως ορόσημο την επόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών με το κοινό ανακοινωθέν του στις 22 Μαΐου», υπογραμμίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και επαναλαμβάνει τη διακηρυγμένη θέση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, πως αν δεν υπάρξει εφαρμογή των μέτρων για το χρέος μετά τη λήξη του προγράμματος, τότε δεν θα εφαρμοσθούν τα μέτρα που ψηφίστηκαν.
Ο στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα και υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Νίκος Παππάς, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Documento», λέει ότι εφόσον η πρόταση Σόιμπλε ανοίγει τον δρόμο για επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, η Ελλάδα δεν θα πει όχι.
Ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής εμφανίζεται αισιόδοξος για την εξεύρεση λύσης, ωστόσο, ταυτόχρονα, σημειώνει πως «πρέπει να μιλάμε για τις δυσκολίες με τρόπο ανοιχτό και ειλικρινή. Αυτή τη στιγμή νομίζω ότι διαμορφώνεται ένα πεδίο όπου πιο δύσκολο είναι να επιτευχθεί μια λύση στο Eurogroup, παρά στη σύνοδο κορυφής. Αυτό αποτυπώνει και ένα δομικό πρόβλημα που υπάρχει στην Ευρώπη. Ένα πρόβλημα διαφάνειας στον τρόπο που πρέπει να λειτουργούν οι θεσμοί και λογοδοσίας όσων υπηρετούν σε θέσεις κλειδιά στη διαδικασία αυτή».