Ταριχευμένες μέσα στα σάβανα τους, οι μούμιες είναι οι σιωπηλοί επισκέπτες του μακρινού παρελθόντος στο σήμερα. Παρ΄ ότι σιωπηλές όμως, οι μούμιες… μίλησαν! Για την ακρίβεια το DNA τους, και αποκάλυψε πολλά κι ενδιαφέροντα για τους αρχαίους αλλά και τους σύγχρονους Αιγυπτίους και όχι μόνον!

Διεθνής επιστημονική ομάδα, μέλος της οποίας είναι και μια διακεκριμένη Ελληνίδα παλαιοανθρωπολόγος κατάφεραν να διαβάσουν το DNA από 90 μούμιες από την αρχαία Αίγυπτο, που σήμερα βρίσκονται στα γερμανικά μουσεία.

Οι μούμιες χρονολογούνταν περίπου μεταξύ του 1400 πΧ και του 400 μΧ, καλύπτοντας έτσι μια μεγάλη χρονική περίοδο: προ-πτολεμαϊκή, πτολεμαϊκή-ελληνιστική και ρωμαϊκή.

Οι ερευνητές συνέκριναν το DNA από τις μούμιες με το γενετικό υλικό των σύγχρονων Αιγύπτιων και άλλων γειτονικών πληθυσμών.

Η ενδιαφέρουσα αποκάλυψη είναι ότι οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι έχουν περισσότερα κοινά γενετικά χαρακτηριστικά με τους κατοίκους της υπο-Σαχάριας Αφρικής από ό,τι είχαν στο παρελθόν. Αντίθετα, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν στενότερη γενετική συγγένεια με αρχαίους λαούς από την Εγγύς Ανατολή (Μέση Ανατολή και Δυτική Ασία) από ό,τι με την Αφρική.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γιοχάνες Κράουζε, διευθυντή του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications». Στην έρευνα συμμετείχε η καθηγήτρια παλαιοανθρωπολογίας Κατερίνα Χαρβάτη του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν (Τυβίγγης) και του Κέντρου Σένκενμπεργκ για την Ανθρώπινη Εξέλιξη και την Παλαιοοικολογία.

Αν και δεν είναι η πρώτη ανάλυση DNA από αιγυπτιακές μούμιες, είναι η πρώτη γενετική μελέτη που θεωρείται αξιόπιστη χάρη στη χρήση των πιο σύγχρονων τεχνικών ανάλυσης παλαιογενετικού υλικού, φωτίζοντας έτσι το πολύπλοκο παρελθόν της Αιγύπτου.

«Η πιθανότητα διατήρησης DNA σε μούμιες πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό» δήλωσε ο Κράουζε, καθώς, όπως είπε, «το ζεστό αιγυπτιακό κλίμα, τα υψηλά επίπεδα υγρασίας σε πολλούς τάφους και ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την μουμιοποίηση, συμβάλλουν στην αποσύνθεση του DNA και θεωρείται ότι καθιστούν απίθανη την επιβίωση του DNA των αιγυπτιακών μουμιών σε βάθος χρόνου».

Γι’ αυτό ακριβώς, στο παρελθόν, η όποια ανάλυση DNA από μούμιες είχε θεωρηθεί προβληματική, όμως αυτή τη φορά τα προβλήματα ξεπεράσθηκαν.

Στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Αφρικής, Ασίας, Ευρώπης), η Αίγυπτος αποτέλεσε τόπο συνάντησης πολλών λαών και κατακτητών, μεταξύ των οποίων και των Ελλήνων.

Όπως είπε η ερευνήτρια Βερένα Σοϊένεμαν του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν, «θέλαμε να ελέγξουμε αν η κατάκτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και άλλων ξένων δυνάμεων έχει αφήσει το γενετικό αποτύπωμά της στον αρχαίο αιγυπτιακό πληθυσμό».

Η γενετική ανάλυση έδειξε ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι σχετίζονταν περισσότερο με λαούς από το Λεβάντε (Συρία-Λίβανο-Ισραήλ), καθώς και με νεολιθικούς πληθυσμούς από την Ανατολία και την Ευρώπη.

Όμως, κατά τα τελευταία 1.500 χρόνια αυξήθηκε η ροή γονιδίων από τον αφρικανικό νότο, καθώς αυξήθηκε το εμπόριο προϊόντων κατά μήκος του Νείλου, αλλά και μαύρων σκλάβων διαμέσου της Σαχάρας, διευρύνθηκε και η παρουσία του αφρικανικού DNA. Έτσι, σύμφωνα με τα ευρήματα, οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι έχουν περίπου 8% περισσότερη γενετική συγγένεια με τους υπο-σαχάριους Αφρικανούς από ό,τι είχαν οι αρχαίοι πρόγονοί τους.

Σύμφωνα με την μελέτη, η περιοχή Αμπουσίρ ελ-Μελέκ γειτνιάζει με την περιοχή του Φαγιούμ, όπου υπήρχε μεγάλη εισροή Ελλήνων και Ρωμαίων αποίκων, γι’ αυτό ήσαν συνηθισμένα τα ελληνικά και λατινικά ονόματα των κατοίκων. Πολλοί ελληνικοί πάπυροι έχουν βρεθεί στην περιοχή και αρκετοί κάτοικοι εκτιμάται ότι μιλούσαν ελληνικά και αργότερα λατινικά.

Η ανάλυση του DNA από τις μούμιες δείχνει μια σχεδόν αδιάσπαστη γενετική συνέχεια μεταξύ των πληθυσμών της προ-πτολεμαϊκής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής στην περιοχή Αμπουσίρ ελ-Μελέκ.

Αυτό, κατά τους ερευνητές, πιθανώς υποδηλώνει ότι ο τοπικός πληθυσμός είχε επηρεασθεί μόνο σε περιορισμένο βαθμό από την «εισβολή» των Ελλήνων και Ρωμαίων.

Οι ερευνητές θεωρούν πιθανό ότι το γενετικό αποτύπωμα της ελληνικής και ρωμαϊκής μετανάστευσης θα είναι πιο αισθητό στη βορειοδυτική περιοχή του Δέλτα του Νείλου και στην περιοχή του Φαγιούμ, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι ελληνικοί και ρωμαϊκοί οικισμοί. Αλλά για να αποδειχθεί αυτό, θα χρειασθεί μια άλλη γενετική έρευνα.