Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει για τα καλοκαίρια της πίκρας που έγιναν αισίως 14 και το αβέβαιο μέλλον της εθνικής

Από το 2009 που η εθνική ομάδα κατέκτησε το τελευταίο της μετάλλιο στην Πολωνία συμπληρώθηκαν πια 14 καλοκαίρια άγονα και στείρα για μια ομάδα που μόνο την εποχή της ανυποληψίας της είχε τέτοια (και μεγαλύτερα) σερί. Η καμπύλη συνεχίζει να είναι καθοδική: Αλλαξαν 7 προπονητές σε αυτά τα 14 χρόνια, η ΕΟΚ άλλαξε μετά από….αιώνες διοίκηση και τα γαλανόλευκα φόρεσαν καμιά εκατοστή παίκτες. Προκοπή δεν είδαμε…

Κάπως έτσι το ένα καλοκαίρι διαδέχεται το άλλο αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει το ίδιο. Αλλάζουν οι λόγοι, οι αιτίες, οι δικαιολογίες. Τη μια φταίνε οι ελλείψεις, την άλλη ότι το ελληνικό μπάσκετ δεν έχει σουτέρ, κάποια άλλη ο προπονητής, μερικές φορές οι διαιτητές, οι διασταυρώσεις με λάθος αντιπάλους και πάει λέγοντας. Όλα αυτά δείχνουν κάτι πολύ απλό και συνάμα πιο πικρό από τους αποκλεισμούς μας: Μικρύναμε ως μέγεθος. Μικρύναμε απελπιστικά και αρνούμαστε να το παραδεχτούμε. Τα καλά χρόνια ήρθαν, πέρασαν και δυστυχώς δεν κτίσαμε πάνω σε αυτά. Τυπική μπασκετική αυτοκαστροφική διάθεση. Μάθαμε λοιπόν στα λίγα, μάθαμε να ζούμε με ψεύτικες ελπίδες και τελικά κάθε καλοκαίρι θυμόμαστε με πίκρα τον τίτλο ενός τραγουδιού των Διάφανων Κρίνων: Εγινε η απώλεια συνήθεια μας.

Η αλήθεια είναι ότι χθες βράδυ αυτό με πονούσε μέσα μου πιο πολύ στη Μανίλα. Όχι ο αποκλεισμός. Επειδή τα γραπτά μένουν το είχα καταθέσει εδώ την επαύριο της νίκης επί της Νέας Ζηλανδίας. Μια μέτρια ομάδα στείλαμε στη Μανίλα. Και τώρα προσθέτω: Και είναι άδικο να φορτώσουμε στους παίκτες και στον Ιτούδη παθογένειες του ελληνικού μπάσκετ. Αυτοί ήρθαν εδώ, έπαιξαν, έκαναν το καθήκον τους. Δεν μπόρεσαν όχι δεν ήθελαν. Το κλείνουμε λοιπόν αυτό εδώ.

Εκείνο λοιπόν που πονούσε περισσότερο και από τους 27 πόντους που μας έριξαν στο κεφάλι στο δεύτερο ημίχρονο οι Λιθουανοί ήταν η παραδοχή ότι δεν υπάρχει μέλλον. Ναι μέλλον στην εθνική για ορισμένους από τους σημερινούς παίκτες της υπάρχει. Αλλά όχι ένα λαμπρό συνολικό μέλλον. Η παραγωγή ταλέντων έχει στερέψει και δεν γίνεται καμία ουσιαστικά κίνηση να υπάρξει ένα σοβαρό πλάνο που θα αντικαταστήσει το ανεκδοτολογικό και παρωχημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα. Οι σύλλογοι αρέσκονται με τη μπίζνα των ακαδημιών να παίρνουν τον οβολό των μπαμπάδων αλλά οι περισσότεροι προτιμούν στα αντρικά τους τμήματα να βάζουν 35χρονους και 40χρονους. Στην Α1 τα ίδια και χειρότερα. Οι περισσότεροι έλληνες παίκτες στις μικρομεσαίες ελληνικές ομάδες είναι ένα απλό μαθηματικό. Οι περισσότερες έχουν έξι ξένους για να παίζουν και έξι έλληνες για να συμπληρώνουν τη δωδεκάδα. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι κανείς δεν μιλάει, κανείς δεν αντιδρά, κανείς δεν κάνει την αρχή για να ξεκινήσει ένας σοβαρός διάλογος με τον σύνδεσμο προπονητών και τα σωματεία.  Ισως γιατί τελικά οι φτηνές, έτοιματζίδικες και προκατασκευασμένες δηλώσεις κοστίζουν λιγότερο και απαιτούν σαφώς λιγότερο κόπο. Μήπως τελικά έγινε η απώλεια η αγαπημένη μας καλοκαιρινή συνήθεια;