Σε μια δεκαετία θα φανούν στην πρώτη ομάδα, τα αποτελέσματα της δουλειάς που έχει ξεκινήσει φέτος ο Παναθηναϊκός, στις ακαδημίες του, σύμφωνα με τον Στιβ Ρούτερ.

Σε μια δεκαετία θα φανούν στην πρώτη ομάδα, τα αποτελέσματα της δουλειάς που έχει ξεκινήσει φέτος ο Παναθηναϊκός, στις ακαδημίες του, σύμφωνα με τον Στιβ Ρούτερ. Ο βοηθός του Γιάννη Αναστασίου τόνισε πως υπάρχει βελτίωση στις ακαδημίες του «τριφυλλιού» και αναφέρθηκε στους μελλοντικούς στόχους.

Αρχικά, δήλωσε στην εφημερίδα «Goal»: «Χρειάζεται πολύς χρόνος για να καθορίσεις και να περάσεις μία φιλοσοφία σ’ έναν σύλλογο κι ο κ. Σαμαράς δουλεύει πολύ σκληρά για να το καταφέρει. Και τώρα, 3,5 χρόνια μετά, μπορείς να δεις στις ομάδες Κ17 και Κ20 τον ίδιο τρόπο συμπεριφοράς. Όχι μόνο ποδοσφαιρικά, αλλά και στο κοινωνικό κομμάτι. Μπορείς, πλέον, εύκολα να ξεχωρίσεις ένα παιδί του Παναθηναϊκού όταν το βλέπεις να παίζει ποδόσφαιρο. Έχουν γίνει, λοιπόν, πολλά βήματα προς τα εμπρός και χρόνο με τον χρόνο θα υπάρχει μεγάλη βελτίωση. Μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Χρειάζεται τουλάχιστον δέκα χρόνια για να πάρεις όλα τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου πρότζεκτ. Για να φτάσεις ένα 80% της ομάδας σου να αποτελείται από δικούς σου παίκτες και μετά να κάνεις απ’ έξω 3-4 μεταγραφές που χρειάζεσαι ακόμα».

Πόσο εύκολο ήταν για τα παιδιά της ομάδας Νέων να μπουν το περασμένο καλοκαίρι στα… βαθιά της ανδρικής ομάδας;

«Όταν φέρνεις έναν νέο παίκτη απ’ την ακαδημία στην πρώτη ομάδα, συνήθως περιβάλλεται από πολύ πιο έμπειρους. Μετά αυτό που έχει να κάνει είναι να συνηθίσει το περιβάλλον, τον πιο γρήγορο ρυθμό, να παίξει το παιχνίδι του. Δε χρειάζεται να έχει ευθύνες. Εμείς βρεθήκαμε σε μία κατάσταση, όπου τα νέα παιδιά της ακαδημίας θα έπρεπε όχι μόνο να… στρώσουν μόνοι τους το κρεβάτι του, αλλά και να αναλάβουν ευθύνες. Αυτό δημιουργεί από μόνο του ένα μεγάλο κενό για να καλύψεις. Χρειάζεται να είσαι ρεαλιστής ως προς τις προσδοκίες σου απ’ αυτούς τους παίκτες. Εάν ένας 19χρονος παίζει το πρώτο του παιχνίδι, δεν μπορεί να περιμένει να παρουσιαστεί σαν… 34χρονος βετεράνος. Έχουμε λοιπόν ένα σύστημα που για κάθε παιχνίδι οριοθετούμε έναν στόχο-προσδοκία για κάθε παίκτη, είτε είναι νεαρός απ’ την ακαδημία, είτε πιο μεγάλος. Για παράδειγμα: εάν ένα παιδί, ας πούμε κεντρικός αμυντικός, παίζει το πρώτο του ματς κόντρα στον Ολυμπιακό, με αποστολή να μαρκάρει τον Μήτρογλου, δε θα είχαμε φυσικά την απαίτηση να είναι ο καλύτερος παίκτης μέσα στο γήπεδο. Οριοθετείς έναν χαμηλότερο στόχο για την απόδοσή του και τον ”μεγαλώνεις” σιγά-σιγά όπως θέλεις. Κι έτσι έχεις κι εσύ μία καλύτερη και πιο σφαιρική εικόνα για το πώς εξελίσσεται και πού μπορεί να φτάσει. Και είναι πολύ προτιμότερο απ’ το να τον βάλεις απλά σ’ ένα ματς και να πεις ”α, αυτός τελικά δεν είναι πολύ καλός”. Και αγώνα με τον αγώνα ανεβάζεις κι εσύ τον στόχο και τις απαιτήσεις σου. Πολλές φορές όταν βλέπουμε κάποιους απ’ τους ”μικρούς” να είναι λίγο απογοητευμένοι, τους λέμε ”κοίτα, δεν είχαμε υψηλές απαιτήσεις από εσένα σ’ αυτόν τον αγώνα, αλλά τα πήγες καλά γιατί έκανες αυτό κι αυτό, έπιασες τον στόχο που είχαμε για σένα σ’ αυτό το παιχνίδι”. Πιστεύουμε ότι αυτό τους έχει κάνει καλό, τους απομάκρυνε την πίεση και ξέρουν πως κρίνονται αξιοκρατικά και σε βάθος χρόνου».