Στις στιγμές που έζησε κατά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό αναφέρεται ο Τζιοβάνι στην αυτοβιογραφία του, η οποία θα κυκλοφορήσει την Τετάρτη. Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής των «ερυθρολεύκων» αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους αποχώρησε από τον Ολυμπιακό, στις κόντρες του με τον Σωτήρη Κυργιάκο, στην εθνική Βραζιλίας, στον Μπάγεβιτς και στη Μπαρτσελόνα. Η αυτοβιογραφία του Τζιοβάνι θα έχει τίτλο «Τζιοβάνι-Ο θρύλος-Η αυτοβιογραφία μου». Μέρος των όσων αναφέρει ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής προδημοσιεύει η εφημερίδα «Φως». Αναλυτικά:
Τα κωμικοτραγικά σκηνικά με τον Μπάγεβιτς!
«Τα προβλήματα άρχισαν με το «καλημέρα» της σεζόν. Και έφταιγα εγώ, αν και άθελά μου! Πάμε στην Ιταλία για να παίξουμε ένα φιλικό με την Παλέρμο. Κατεβαίνουμε προς την έξοδο του ξενοδοχείου για να πάμε μια βόλτα πριν από το φαγητό. Οι πλάκες μεταξύ των παικτών πάντα έδιναν και έπαιρναν, πόσο μάλλον στην περίοδο της προετοιμασίας, όπου τα πειράγματα σε βοηθούν να αντιμετωπίσεις πιο ανώδυνα την κούραση από τις προπονήσεις και την έλλειψη των δικών σου ανθρώπων. Έχω δύο καραμέλες στο στόμα και παίζω. Φέρνω την μια από εδώ, την άλλη από εκεί. Και πάλι από την αρχή. Δεξιά η μια, αριστερά η άλλη, πάντα με οδηγό την γλώσσα. Όπως κατεβαίνουμε, λοιπόν, μου έρχεται μια ιδέα. Τι θα γινόταν αν μια από τις δύο καραμέλες προσγειώνονταν στο κεφάλι ενός συμπαίκτη που περπατούσε αμέριμνος λίγα μέτρα πιο κάτω από εμένα; Προφανώς το χολ του ξενοδοχείου θα γέμιζε από το τρανταχτό γέλιο μερικών ποδοσφαιριστών που πάντα είχαν διάθεση για αστεία. Αφού έχω βαρεθεί να τις πηγαίνω πέρα δώθε μέσα στο στόμα μου, αφήνω την μια να αρχίσει την ελεύθερη πτώση προς τον κάτω όροφο, αφού εγώ βρισκόμουν ακόμα στον επάνω. Τι το ήθελα; Η καραμέλα προσγειώθηκε επάνω σε κεφάλι, αλλά αυτό ήταν του Μπάγεβιτς»!
Ο Κυργιάκος και η αποβολή εκείνη που στοίχισε ένα πρωτάθλημα
«Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που χρησιμοποιούν χέρια, πόδια και. στόμα για να σε σταματήσουν, να σε εκνευρίσουν, να σε βγάλουν από τον ρυθμό σου. Ο Σωτήρης Κυργιάκος, ο «παρτενέρ χορού» σε εκείνο και σε άλλα ντέρμπι, ήταν τέτοιος ποδοσφαιριστής. Μου μιλούσε συνεχώς, με έσπρωχνε εκτός φάσης, ήξερε πως μέσα στο γήπεδο δεν θα γυρνούσα ποτέ το άλλο μάγουλο… Κινούμαι προς την περιοχή για να περιμένω τη σέντρα ενός συμπαίκτη μου. Με τραβάει, με τραβάει, με ρίχνει κάτω και, σαν να μην έφτανε αυτό, με χτυπάει στο πρόσωπο! Δεν άντεχα άλλο. Είχα απαυδήσει και αντιδρώ ενστικτωδώς, ακαριαία. Όπως κάνει να σηκωθεί, τον κλωτσάω για να ανταποδώσω το δικό του χτύπημα. Το μετάνιωσα αμέσως. Ο διαιτητής βλέπει μόνο αυτή την κίνηση, μου δείχνει κόκκινη κάρτα και τον αφήνει ατιμώρητο. Δεν τον ενδιέφερε ποτέ η μπάλα και πώς θα μου την πάρει, αλλά το πώς θα αποβληθώ! Και τα είχε καταφέρει»…
Η οδύσσεια για να αποκτήσει παιδί στην Ελλάδα, το πρόβλημα που είχε με τη γυναίκα του, ο ρόλος του Ριβάλντο, και η τελική κατάληξη με 2 παιδιά εκ των οποίων το ένα έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας
«Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να δημιουργήσει οικογένεια και τόσο εγώ, όσο και η Άννα Ρόζα, θέλαμε να κάνουμε πολλά παιδιά. Ο Θεός, όμως, δεν μας ευλόγησε με αυτό το δώρο. Η σύζυγός μου δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, αν και το πάλεψε με όλες τις δυνάμεις της, με όλους τους πιθανούς τρόπους. Τέσσερις φορές έκανε θεραπεία με ενέσεις για να καταφέρει να μείνει έγκυος με τεχνητή γονιμοποίηση, αλλά δεν κατέστη δυνατό. Ο άνθρωπός μου, η κολόνα μου, το στήριγμα που ποτέ δεν έλειπε από δίπλα μου, βίωσε πολύ δύσκολες καταστάσεις εξαιτίας αυτής της ιστορίας. Και εγώ όφειλα να της δίνω δύναμη, όπως τόσες φορές είχε κάνει εκείνη για εμένα. Μιλούσα πολύ μαζί της και διαβάζαμε τη Βίβλο, η οποία άλλωστε περιέχει πολλές περιπτώσεις γυναικών που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, γεγονός που δοκίμαζε την πίστη τους. Μετά από τόσο κόπο με τις ενέσεις, η αρνητική εξέλιξη στο τέλος των θεραπειών αποτελούσε σκληρό χτύπημα, τόσο για εκείνη, όσο και για εμένα. Ο Ριβάλντο με έφερε σε επαφή με έναν δικηγόρο που εμπλεκόταν σε τέτοιες υποθέσεις υιοθεσίας. Κάναμε τα απαραίτητα χαρτιά για να ξεκινήσει η διαδικασία, η οποία θα ήταν χρονοβόρα και, από κάποια στιγμή και μετά, θα απαιτούσε τη φυσική μας παρουσία στη Βραζιλία. Όταν θα βρισκόταν το παιδί για την υιοθεσία, οι αρμόδιοι απαιτούσαν να είμαστε κοντά, για να μπορούν να διαπιστώσουν στην πράξη ότι ταίριαζαν τα προφίλ των γονιών και του παιδιού, ότι το περιβάλλον που θα μεγάλωνε αυτό θα ήταν το ιδεατό. Είχα ξεκαθαρίσει στην Άννα Ρόζα πως όταν έρχονταν τα παιδιά στη ζωή μας, θα σταματούσα το ποδόσφαιρο για να αφοσιωθώ σε αυτά. Εν τέλει δεν το έκανα, αλλά η είσοδός τους στη ζωή μας ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο αποφάσισα να φύγω από τον Ολυμπιακό. Τον Ιανουάριο του 2006, δεχθήκαμε το τηλεφώνημα που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή μας. Είχαμε πλέον τον γιο μας. Για την ακρίβεια, τους γιους μας. Όταν ψάχναμε το παιδί στο οποίο θα δίναμε απλόχερα την αγάπη και την απόλυτη αφοσίωσή μας, ο Ζουλιάνο ήταν ιδανικός. Ο μικρός, όμως, μάθαμε πως είχε ένα αδελφάκι. Ο Ζενάρο, ένα χρόνο μεγαλύτερός του, έπασχε από ανοξία όταν γεννήθηκε,. Όπως φροντίσαμε να πληροφορηθούμε, επρόκειτο για έλλειψη οξυγόνου του εγκεφάλου. Αυτή η ασθένεια είχε ως αποτέλεσμα να μην ακούει, να μην μιλάει και να μην μπορεί να περπατήσει! Δεν μπορούσαμε να χωρίσουμε τα αδέλφια και συμφωνήσαμε να υιοθετήσουμε και τον Ζενάρο. Και δεν το μετανιώσαμε ποτέ. Η ζωή μας απέκτησε νόημα με αυτά τα παιδιά. Ο Ζενάρο είναι ένα παράδειγμα για εμάς. Παρά τις δυσκολίες, χαμογελάει πάντα και γεμίζει την καρδιά μας με ελπίδα. Εμείς που είμαστε αρτιμελείς, οφείλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον βοηθήσουμε και αυτό ακριβώς κάνουμε».
«Έκλαιγα σε όλη την πτήση φεύγοντας από τον Ολυμπιακό».
«Χαρακτήρισα τα έξι χρόνια μου στον Ολυμπιακό ως τα καλύτερα της ζωής μου, γιατί έτσι τα ένιωθα. Στη Βραζιλία λέμε πως τα δάκρυα είναι η καλύτερη παρηγοριά. Αυτό, όμως, δεν ισχύει πάντα. Είχε φτάσει η ώρα του αποχωρισμού. Παρ’ ότι επέστρεφα στη χώρα μου, παρ’ ότι θα έπαιζα στην πρώτη μεγάλη μου αγάπη, η καρδιά μου ήταν γεμάτη θλίψη. Έκλαιγα από την ώρα που απογειώθηκε το αεροπλάνο από την Αθήνα μέχρι να φτάσουμε στο Παρίσι, όπου έπρεπε να πάρουμε άλλη πτήση! Ακούγεται υπερβολικό, αλλά έτσι ακριβώς ήταν. Η Άννα Ρόζα δεν έκανε καν τον κόπο να προσπαθήσει να με παρηγορήσει. Και εκείνη βουρκωμένη ήταν. Άφηνα πίσω μου έξι καταπληκτικά χρόνια, όπου δέθηκα με την ομάδα, με τον κόσμο, τη χώρα. Όταν ο Θεός μού έστελνε το σημάδι για να πω το «ναι» στον Ολυμπιακό, ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτή η σχέση θα εξελισσόταν με αυτόν τον μοναδικό, τον μαγευτικό τρόπο».
Το παρασκήνιο για το πώς ήρθε στον Ολυμπιακό στον οποίο δεν ήθελε να έρθει (ήταν παίκτης της Μπαρτσελόνα με 20 ματς στην Εθνική Βραζιλίας), αλλά ήρθε μετά από 2 σημάδια Θεού! Κι έζησε λέει τα καλύτερα 6 χρόνια της ζωής του
«Περνούσαν οι μέρες και ο Ζοσέ Ρομπέρτο επέμενε όλο και περισσότερο. Ο Ολυμπιακός ήταν η ομάδα που είχε δείξει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ο «μάνατζέρ» μου με προέτρεπε να πάμε στην Αθήνα και να μιλήσουμε από κοντά με τον πρόεδρο. «Άκου τι έχει να σου πει και μετά αποφασίζεις» μου έλεγε, αλλά εγώ ήμουν απόλυτος, κατηγορηματικός. Δεν ήθελα καν να το συζητήσω. Δεν πάω στον Ολυμπιακό, τελεία και παύλα. Συζητώ με την Άννα Ρόζα και αποφασίζουμε πως θα κάναμε ό,τι μας έλεγε ο Θεός. Εκείνος πάντα μας έδειχνε τον σωστό δρόμο και ξέραμε ότι και τώρα θα έκανε το ίδιο. Προσευχηθήκαμε και Του ζητήσαμε να μας δείξει σε ποια χώρα θα έπαιζα μπάλα από την επόμενη σεζόν. Περίμενα ένα σημάδι Του, αλλά δεν ήξερα ποιον τρόπο θα επέλεγε να μας το στείλει. Ήξερα, όμως, πως αργά ή γρήγορα θα το έκανε. Με την Άννα Ρόζα πήγαμε κρουαζιέρα στο Φερνάντο ντε Νορόνια, ένα μαγευτικό αρχιπέλαγος που αποτελείται από 21 νησιά. Καταγάλανα νερά, ιδανική θερμοκρασία και τοπία που σου έκοβαν την ανάσα. Ένας επίγειος παράδεισος, ένα καταφύγιο για ξεκούραση και χαλάρωση που σπάνια συναντάς. Κοιτούσαμε μαγεμένοι τις ομορφιές του τόπου και κάναμε γνωριμίες με κόσμο που επίσης συμμετείχε στην κρουαζιέρα και παρακολουθούσε με τον ίδιο θαυμασμό τις εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά μας. Η Άννα Ρόζα έπιασε την κουβέντα με έναν μεσήλικα, εκεί γύρω στα 50, ο οποίος ρωτούσε τη γυναίκα μου αν γενικά της άρεσαν η θάλασσα, οι παραλίες, τοπία σαν και αυτό που είχαμε το προνόμιο να βλέπουμε. «Τώρα τα μαθαίνουμε και εμείς» του απάντησε χαμογελαστή η Άννα Ρόζα και εκείνος της έδωσε μια συμβουλή που αιφνιδίασε εκείνη και εμένα, αλλά μας έδειξε ξεκάθαρα τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε. «Αν έχεις την ευκαιρία, πρέπει οπωσδήποτε να πας στα ελληνικά νησιά»! Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα σαν να μια φλόγα να ανάβει μέσα στην καρδιά μου, ήταν σημάδι από τον Θεό! Μου έλεγε μέσω εκείνου του ανθρώπου ότι έπρεπε να αποδεχθώ την πρόταση του Ολυμπιακού. Ότι σε εκείνη την χώρα με τα πανέμορφα νησιά, τα οποία ήταν διάσημα σε όλο τον κόσμο, θα ήμουν ευτυχισμένος εγώ και η οικογένειά μου. Δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία, αλλά ένα δεύτερο συμβάν, λίγες ώρες αργότερα, ήρθε να επιβεβαιώσει με ακόμα περισσότερη δύναμη αυτό που ήδη ήξερα καλά μέσα μου: Ο Ολυμπιακός θα ήταν ο επόμενος σταθμός στην καριέρα μου. Ούτε Ισπανία, ούτε Πορτογαλία, ούτε Βραζιλία. Πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο στο Σαλβαδόρ ντε Μπαΐα, όπου είχα πετύχει το τελευταίο μου γκολ στο φιλικό της Βραζιλίας με την Ολλανδία. Και εκεί, ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου, μας είπε το ίδιο ακριβώς με τον συνταξιδιώτη στην κρουαζιέρα, χωρίς να έχουμε ανοίξει εμείς σχετική συζήτηση: «Αξίζουν, πρέπει να γνωρίσετε τα ελληνικά νησιά. Αν σας δοθεί η ευκαιρία, μην την αφήσετε να πάει χαμένη». Προσπάθησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με τον Ζοσέ Ρομπέρτο, αλλά εκεί που βρισκόμασταν ήταν δύσκολο, γιατί το σήμα δεν ήταν καλό. Μην ξεχνάτε πως ήμασταν ακόμα στην δεκαετία του ’90 και οι τηλεπικοινωνίες δεν ήταν στο σημερινό επίπεδο. Η αδυναμία να μιλήσω μαζί του, επέτεινε την αγωνία μου. Όταν επιτέλους τα κατάφερα, του εξήγησα τι είχε συμβεί και του είπα να προχωρήσει, εφόσον βεβαίως εξακολουθούσε να υφίσταται το ενδιαφέρον των Ελλήνων. Δεν ήξερα, ίσως η μεγάλη επιθυμία του Ολυμπιακού να με κάνει μέλος της οικογένειάς του να είχε ατονήσει με το πέρασμα των ημερών. Μια φράση προς τον Ζοσέ Ρομπέρτο αρκούσε. «Αν ξαναπάρει ο Ολυμπιακός, άκουσε τι έχει να σου πει».
Το «κλάσικο» Ρεάλ- Μπαρτσελόνα στο οποίο σκόραρε και έκανε χειρονομίες για τις οποίες μετάνιωσε προς τους οπαδούς της Ρεάλ!
«Μπαίνοντας στο τελευταίο δεκάλεπτο η Ρεάλ έχει ανοιχτεί για να κυνηγήσει το τρίτο γκολ, αυτό της ολικής ανατροπής που θα της επέτρεπε να μας πλησιάσει στη βαθμολογία. Ο Σέρτζι βρίσκει τον Φίγκο, αυτός ξεφεύγει από τα αριστερά και εγώ προωθούμαι από την άλλη πλευρά, περιμένοντας τη σέντρα. Συρτή πάσα και εξ επαφής στέλνω την μπάλα στα δίχτυα. Το «Μπερναμπέου» σιωπά, χιλιάδες σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου και, με το αίμα να βράζει μέσα μου, αντιδρώ κάνοντας χειρονομία προς τον κόσμο! Η συγκεκριμένη κίνηση στη Βραζιλία είναι γνωστή ως «μπανάνα» και είναι πολύ συνηθισμένη σε ντέρμπι, έστω και αν γίνεται και εδώ για να πικάρεις τον αντίπαλο. Ξέρω ότι στη Βαρκελώνη ακόμα θυμούνται, και μάλιστα με ευχάριστη προδιάθεση, εκείνη τη χειρονομία. Αργότερα, μάλιστα, έμαθα ότι καθιερώθηκε μέχρι και τουρνουά μεταξύ συνδέσμων φιλάθλων με ονομασία «τα λουκάνικα (σ.σ. η μπανάνα που λέγαμε) του Ζιοβάνι»! Η νίκη ήταν μεγάλη, αφού δεν νικάς κάθε μέρα τη βασική σου αντίπαλο στην έδρα της και την αφήνεις ακόμα πιο πίσω στη μάχη του τίτλου. Εγώ, όμως, μετάνιωσα για την ενέργειά μου. Την έκανα ενστικτωδώς, όπως μου βγήκε εκείνη τη στιγμή και επηρεασμένος από την επιστροφή μου μετά τον τραυματισμό, αλλά προσέβαλα τους φίλους της Ρεάλ Μαδρίτης και δεν ήταν σωστό. Το ίδιο μου είπε και η Άννα Ρόζα, πάντα η πιο αυστηρή μου κριτής, όταν επέστρεψα στη Βαρκελώνη αργά το βράδυ. Το έκανε για το πώς έπαιζα, έστω και αν δεν μου άρεσε πολύ αυτό, δεν θα μπορούσε να μην το κάνει για μια ενέργεια που δεν ταίριαζε με τον χαρακτήρα μου».
Το επεισόδιο εναντίον του προπονητή του στην Εθνική Βραζιλίας στο Μουντιάλ του 1998 όταν τον έκανε αλλαγή στο ημίχρονο- και ο ρόλος του Ρομπέρτο Κάρλος!
«Και φτάνει η μεγάλη μέρα. Αυτό που περίμενα από τότε που αποφάσισα να γίνω ποδοσφαιριστής, έπαιρνε σάρκα και οστά. «Πέτυχα τον στόχο μου, είμαι στην εθνική ομάδα και παίζω στο Μουντιάλ» σκεφτόμουν, καθώς έμπαινα στον αγωνιστικό χώρο του «Σταντ ντε Φρανς» στο Παρίσι. Μια τεράστια ανατριχίλα διαπερνούσε τη σπονδυλική μου στήλη. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια το πώς ένιωθα την ώρα που άρχισε η μελωδία του εθνικού ύμνου και η χορωδία που βρισκόταν από πίσω μας άρχισε να τον τραγουδά. Σκεφτόμουν την Άννα Ρόζα, να με παρακολουθεί από την εξέδρα, αλλά και τους γονείς μου, τους φίλους που με έβλεπαν από τη Βραζιλία. Ό,τι ακολούθησε όμως, θα προτιμούσα να μην το έχουν δει. Με κάποιο τρόπο να είχε διακοπεί το τηλεοπτικό σήμα, να είχαν χαλάσει όλες οι τηλεοράσεις στο Μπελέμ. Και να μην είχε έρθει στο γήπεδο η Άννα Ρόζα, να είχε βρει κίνηση στον δρόμο και να πήγαινε μια βόλτα αντί να δει τον αγώνα. Οι Σκωτσέζοι μάς πιέζουν, κλείνουν τους διαδρόμους, εγώ ακολουθώ τις εντολές του προπονητή μου και κινούμαι σε έναν χώρο που δεν είναι ο δικός μου, σε μια θέση που δεν μου ταιριάζει. Δεν μου βγαίνει ό,τι και αν προσπαθώ, νιώθω και μοιάζω εγκλωβισμένος, χαμένος μέσα στο γήπεδο. Το αποτέλεσμα; Φυσιολογικό. Δεν παίζω καλά και στο ημίχρονο, με το σκορ στο 1-1, ξέρω τι με περιμένει: Αλλαγή. Περιμένω ότι θα δω από τον πάγκο το υπόλοιπο παιχνίδι και ο Ζαγκάλο δεν αργεί να με πλησιάσει για τα καθέκαστα. Μου το ανακοινώνει και ξεσπάω για όλη την ένταση που κουβαλούσα τόσες ημέρες μέσα μου. Έχω βγάλει τα παπούτσια μου και τα πετάω με δύναμη στον τοίχο! Χωρίς ευτυχώς να χτυπήσω κάποιον συμπαίκτη μου. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι έτοιμος να ορμήξω στον προπονητή, να τον «ευχαριστήσω» όπως ένιωθα τότε που διέλυε το όνειρό μου, όταν ο Ρομπέρτο Κάρλος με αγκαλιάζει και με συγκρατεί. «Ήρεμα Ζιο, μην κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις μετά» μου λέει… Η έκφραση στο πρόσωπο του Ζαγκάλο υποδηλώνει έκπληξη και οργή ταυτόχρονα. «Σε αυτά τα αποδυτήρια το αφεντικό είμαι εγώ!» φωνάζει, αλλά πλέον δεν τον ακούω. Είμαι βυθισμένος στις σκέψεις μου, ξέρω ότι είναι η αρχή του τέλους για μένα. Το όνειρο μιας ζωής είχε μετατραπεί σε εφιάλτη, μέσα σε λίγα λεπτά. Ποτέ δεν είχα αντιδράσει έτσι και, ευτυχώς, δεν θυμάμαι τον εαυτό μου σε παρόμοια κατάσταση έκτοτε».