Ο Μάικλ Εσιέν με συνέντευξή του στον αγγλικό Guardian δηλώνει ανυπόμονος να βοηθήσει τον Παναθηναϊκό.

Ο Μάικλ Εσιέν με συνέντευξή του στον αγγλικό Guardian δηλώνει ανυπόμονος να βοηθήσει τον Παναθηναϊκό.

Ο Γκανέζος μέσος μίλησε στην ιστοσελίδα της αγγλικής εφημερίδας για την επιλογή του να συνεχίσει την καριέρα του στην Ελλάδα, τα χρόνια του στην Τσέλσι αλλά και τις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες. Αναλυτικά:

Για τον Μουρίνιο και τα χρόνια του στην Τσέλσι: «Είχαμε ένα πολύ καλό γκρουπ παικτών με έναν προπονητή που ήταν πάντα δίπλα μας και μας πίεζε συνεχώς. Είχαμε παίκτες με μεγάλο ”εγώ” και ισχυρούς χαρακτήρες, αλλά ταυτόχρονα ήταν καλοί άνθρωποι. Ο Μουρίνιο είχε μεγάλο ”εγώ” επίσης αλλά με την καλή έννοια. Ήταν εύκολο γι’ αυτόν να διαχειριστεί τέτοιους παίκτες. Παραμένει ο ίδιος, είναι πάντα σκληρός».

Για το πώς ο Μουρίνιο θα χειριστεί τον Φαλκάο: «Ξέρει πώς να πάρει το καλύτερο από τους παίκτες του, πώς να πει τα σωστά πράγματα, πώς να τους δώσει κίνητρο. Σίγουρα θα επαναφέρει τον Φαλκάο που όλοι ξέρουμε».

Για την απόφασή του να ακολουθήσει τον Μουρίνιο ως δανεικός από την Τσέλσι στη Ρεάλ: «Όταν έχεις έναν προπονητή που σε ξέρει και είναι σε μία από τις μεγαλύτερες ομάδες του κόσμου, τότε φυσικά λες ναι. Πήγα δανεικός στο μεγαλύτερο κλαμπ στον κόσμο».

Για τη μετακόμιση στον Παναθηναϊκό: «Δεν είμαι δύσκολος άνθρωπος. Το μόνο που θέλω είναι να απολαύσω το ποδόσφαιρο μέχρι να κρεμάσω τα παπούτσια μου. Ήταν καλή κίνηση για μένα να πάω στην Ελλάδα. Ο Παναθηναϊκός είναι μία από τις μεγαλύτερες ομάδες της χώρας και ανυπομονώ πραγματικά. Μετά από αυτό θέλω να πηγαίνω τα παιδιά μου στο σχολείο. Μου λείπουν όταν είμαι μακριά».

Για το φιλανθρωπικό του έργο και τον αγώνα του ενάντια στον ιό Έμπολα, από τον οποίο είχε αναφερθεί λανθασμένα ότι είχε προσβληθεί όταν ήταν στη Μίλαν:
«Αντί να νιώσω αρνητικά γι’ αυτό, αποφάσισα να ξεκινήσω μία καμπάνια. Είναι μία ασθένεια που σκοτώνει, ειδικά στη Δυτική Αφρική. Πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να την σταματήσουμε. Είναι αληθινά επικίνδυνη και σκοτώνει κόσμο κάθε μέρα. Από κάπου πρέπει να αρχίσουμε».

Για την πατρίδα του, Γκάνα: «Πάντα περνάω τα καλοκαίρια μου στη Γκάνα. Δεν πάω πουθενά αλλού. Τα παιδιά μου πρέπει να ξέρουν από που κατάγονται και τον τρόπο ζωής της Αφρικής. Μπορούν να κάνουν τις συγκρίσεις και να εκτιμήσουν αυτά που έχουν».

Για το πώς βοηθά τα παιδιά της Αφρικής μέσω ποδοσφαιρικών σχολών: «Τα παιδιά συγκεντρώνονται στο ποδόσφαιρο, αλλά προσπαθούμε να τους εκπαιδεύσουμε και σε άλλα πράγματα. Η Τσέλσι έγινε πολύ δημοφιλής στη Γκάνα όταν πήγα στην ομάδα».

Για τη δοκιμή του από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ όταν ήταν 17 ετών: «Είχα συναντήσει τον Φέργκιουσον. Ήταν μία καλή εμπειρία. Είχα πάει μαζί με έναν φίλο, ήταν καλά για μας που πήγαμε εκεί και είδαμε εκείνους τους μεγάλους παίκτες. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω στην Ευρώπη. Όταν ήμουν μικρός το όνειρό μου ήταν να παίξω στην Πρέμιερ Λιγκ. Οπότε όταν μου έκανε πρόταση η Τσέλσι είπα ”ναι” αμέσως. Τότε ο σύλλογος προσπαθούσε να ανέβει στην κορυφή. Περάσαμε καλά, τους έδωσα ό, τι μπορούσα και έπαιξα το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Τσέλσι. Είμαι ευτυχισμένος που κέρδισα πολλά τρόπαια και περήφανος που είμαι ένας από τους παίκτες που βοήθησαν την Τσέλσι να ανέβει στην κορυφή».

Για την κατάκτηση του Κυπέλλου Αγγλίας με την Τσέλσι: «Ήμουν ο πρώτος Γκανέζος που το κατακτούσε, μετά το πήρε και ο καλύτερος φίλος μου Σούλεϊ Μουντάρι με την Πόρτσμουθ».

Για την Εθνική: «Στην πατρίδα μου κάθε παιδί θέλει να παίξει στην Ευρώπη ως επαγγελματίας. Είναι καλό για την Ευρώπη να έχει τους καλύτερους παίκτες. Πρέπει να πιστέψουμε ότι μία μέρα μία αφρικανική ομάδα θα κατακτήσει το Μουντιάλ. Πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε. Το να παίζεις με τη χώρα σου είναι μία τιμή. Αγαπάω τη χώρα μου και πάντα θέλω να της προσφέρω. Ήταν απογοήτευση για μένα το ότι δεν έπαιξα στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής, αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Θα ήθελα να κερδίσω το τρόπαιο, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα».

Για το αν οι νέοι ποδοσφαιριστές έχουν κίνητρο να δουλέψουν σκληρά: «Αυτό είναι ένα πρόβλημα. Τώρα τα παιδιά λαμβάνουν πάρα πολλά πολύ γρήγορα και δεν δουλεύουν αρκετά για να παίξουν ποδόσφαιρο. Παίζουν μπάλα για άλλους λόγους, όχι γιατί την αγαπούν. Παλιότερα έπαιζες γιατί το αγαπούσες, αλλά πλέον με μερικά από τα σημερινά παιδιά είναι δύσκολο να το πεις. Για μένα δεν είχαν καμία σημασία τα χρήματα. Αγαπάω το παιχνίδι περισσότερο απ’ ότι αυτά που μου προσφέρει. Το μόνο που θέλω είναι να παίζω ποδόσφαιρο».