Σε ηλικία 70 χρονών έφυγε από τη ζωή η παλιά δόξα του ΠΑΟΚ, Δημήτρης Παρίδης, που ταλαιπωρούταν από την επάρατη νόσο.

Σε ηλικία 70 χρονών έφυγε από τη ζωή η παλιά δόξα του ΠΑΟΚ, Δημήτρης Παρίδης, που ταλαιπωρούταν από την επάρατη νόσο. 

Ο ΠΑΟΚ τον αποχαιρέτησε με την παρακάτω ανακοίνωση:

«Η ΠΑΕ ΠΑΟΚ θρηνεί τον χαμό ενός δοξασμένου μέλους της οικογένειας του Δικεφάλου, του Δημήτρη Παρίδη, και εκφράζει τα ολόθερμα και ειλικρινή συλλυπητήριά της στην οικογένεια και τους οικείους του εκλιπόντος.

Ο Δημήτρης Παρίδης γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1945 στον Άγιο Ανδρέα Καβάλας και έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην ΑΕ Καβάλας. Το 1965, η συγχώνευση της ΑΕ Καβάλας με τον με τον Ηρακλή και τον Φίλιππο Καβάλας τον έβγαλε εκτός, αφού διάλεξαν μόλις δύο ποδοσφαιριστές από την ομάδα του. Τότε ο ίδιος χτύπησε την πόρτα του Αντώνη Γεωργιάδη και του είπε πως άξιζε μια θέση στο ρόστερ με αποτέλεσμα να τον δοκιμάσει και στη συνέχεια να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή του ΑΟ Καβάλας.

Ο Δημήτρης Παρίδης συνδύαζε ταχύτητα και τεχνική και για αυτή τη χημεία ευθύνεται ο πρώτος του προπονητής στην ΑΕ Καβάλας Δημήτρης Τσάκαλος και η θέληση του να τρέχει κάθε μέρα ενάμισι χιλιόμετρο με ελιγμούς ανάμεσα στις ελιές που υπήρχαν από τον κεντρικό δρόμο προς το χωριό του, τον Άγιο Ανδρέα Καβάλας. Η απόσταση από την Καβάλα παραλίγο να σταθεί εμπόδιο, αλλά ο Δημήτρης Τσάκαλος που είδε το ταλέντο του επενέβη ώστε να του καλύπτει η ομάδα τα εισιτήρια των 10 δραχμών για τις καθημερινές του μετακινήσεις στην προπόνηση.

Ο Άρης βρισκόταν μία ανάσα από το να τον εντάξει στο δυναμικό του, γεγονός που μόλις αντιλήφθηκε ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ, Παντελάκης, και με προσωπικές ενέργειες κατάφερε να τον φέρει στην Τούμπα. Μία κίνηση ιστορικής σημασίας όπως αποδείχθηκε.
Οι εμφανίσεις του στα μπαράζ ανόδου από την Β’ Εθνική της σεζόν 1967-68 ήταν ακόμη ένα βήμα για να αυξήσει το ήδη μεγάλο ενδιαφέρον των ομάδων της πρώτης κατηγορίας.
Ο τότε πρόεδρος του ΠΑΟΚ, Γιώργος Παντελάκης κατάφερε να πάρει τον ποδοσφαιριστή από τον Άρη, όπως περιέγραψε σε μια συνέντευξη του ο ίδιος:

“Οι Αρειανοί έστειλαν έναν Μελισσάρη που ήταν ο έφορος ποδοσφαίρου και με είχαν πάρει με έναν άλλο συμπαίκτη μου, τον Τάσο Ασλανίδη. Μας έβαλαν σε ένα διαμέρισμα στην Θεσσαλονίκη και μετά από κάποιες μέρες πήγαμε στην Καβάλα για να κλείσει η μεταγραφή και μείναμε στο ξενοδοχείο “Πανόραμα”. Το έμαθε ο Παντελάκης και έδωσε μυστικό ραντεβού με την διοίκηση της Καβάλας και έκανε πρόταση 150.000 δραχμών και τρεις ποδοσφαιριστές (Χαραλαμπίδης – Τάτσης – Μαχαιρίδης). Έρχεται ο Παύλος Κούντουρας, που ήταν γενικός αρχηγός στην Καβάλα, στο ξενοδοχείο που μας είχε ο Άρης και μου κάνει νόημα να βγω με τρόπο έξω. Φεύγουμε και με πάει στον Παντελάκη. Μου έταξε 100.000 δραχμές για να υπογράψω επιτόπου. Με την Καβάλα τα είχαν βρει. Υπέγραψα”.

Χαρακτηριστικό περιστατικό για το πόσο μεγάλη δημοσιότητα πήρε η μεταγραφή του ήταν μια τυχαία συνάντηση που είχε με τον ηθοποιό Ντίνο Ηλιόπουλο σε ένα ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης. Ο διάσημος πρωταγωνιστής όταν είδε πως ο Παρίδης δεν ήταν και το πρώτο… μπόι, του είπε: “Τελικά οι εφημερίδες γράφουν ό,τι θέλουν. Πού να καταλάβω ότι είσαι εσύ ο… γίγαντας Παρίδης”;

Ο ταλαντούχος εξτρέμ αποτέλεσε το alter ego του Γιώργου Κούδα και μαζί με τους υπόλοιπους μεγάλους ποδοσφαιριστές της εποχής εκείνης οδήγησαν τον Δικέφαλο στην κατάκτηση τίτλων. Η συμβολή του για το πρώτο Κύπελλο Ελλάδος του ΠΑΟΚ, του 1972, ενώ και για το δεύτερο τρόπαιο του 1974 ήταν σημαντική η συμμετοχή του Παρίδη, ο οποίος ήταν από τους πρωταγωνιστές του τελικού πετυχαίνοντας γκολ και κερδίζοντας το πέναλτι από το οποίο προήλθε το δεύτερο γκολ του Δικέφαλου, ενώ την σεζόν 1975-76 στο πρώτο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ είχε μόλις μια συμμετοχή.

Από το καλοκαίρι του 1975 μετά από αντιπαράθεση με την διοίκηση και τον  προπονητή βρέθηκε εκτός πλάνων και συμμετείχε ελάχιστα στις επίσημες υποχρεώσεις της ομάδας μέχρι το καλοκαίρι του 1977 όταν και κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.

Ολοκληρώνοντας την καριέρα του πρόλαβε να γράψει με την ασπρόμαυρη φανέλα 186 συμμετοχές και 49 τέρματα σε επίπεδο Α’ Εθνικής. Είχε ακόμη 49 αγώνες και 18 γκολ στο Κύπελλο Ελλάδος, ενώ έκανε και 11 συμμετοχές με 3 γκολ στα Κύπελλα Ευρώπης.
Οι εμφανίσεις του με τον ΠΑΟΚ του άνοιξαν την πόρτα της Εθνικής Ελλάδας, στην οποία κλήθηκε αρκετές φορές από το 1972 μέχρι το 1975 συμμετέχοντας σε 6 παιχνίδια. Ντεμπούτο έκανε στις 4 Μαρτίου 1972 στην φιλική νίκη επί της Ιταλίας με 2-1.

Επίσης ασχολήθηκε επαγγελματικά με το λαϊκό τραγούδι και ερμήνευσε τον ύμνο του Δικεφάλου, ο οποίος ακόμα και σήμερα ακούγεται από τα μεγάφωνα του γηπέδου την ώρα των βραβεύσεων των παλαιμάχων ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ.

Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή (23.08) στις 12 μ.μ. στον Άγιο Ανδρέα Καβάλας.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει….».