Εβδομήντα χρόνια μετά την εκτέλεσή του φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα, ο Νίκος Γόδας, "φωνάζει" για το τι συμβολίζει, το κόκκινο και το άσπρο και τι πρεσβεύει ο Ολυμπιακός και ο Πειραιάς.

Κόκκινο. Το χρώμα της επανάστασης. Της φλόγας και του πάθους. Άσπρο. Το χρώμα της καθαρότητας, της αγνότητας. Πειραιάς. Πόλη πολυπολιτισμική, πόλη με ήχους, με μυρωδιές, πόλη του λαού, των εργατών, των επαναστατών. Πειραιάς, κόκκινο και άσπρο. Επανάσταση, ντομπροσύνη, πάθος, καθαρότητα, ιδεώδη. 

Νίκος Γόδας, αυτός ο ήρωας

Όλα τα παραπάνω καθρεπτίζονται στο πρόσωπο του ήρωα Νίκου Γόδα. Αθλητής, ποδοσφαιριστής στα χωμάτινα γήπεδα της Κοκκινιάς. Εργάτης κι εργατικός, μαχητής της καθημερινότητας, που έδινε τον αγώνα του για να επιβιώσει η οικογένειά του. Όνειρό του να παίξει στην ομάδα της καρδιάς του. Στον Ολυμπιακό του. Να φορέσει την ριγωτή, την ερυθρόλευκη, να την φορέσει και να πετάξει στα ουράνια από ευτυχία.  
Την εποχή που ο Γόδας δραστηριοποιείται στο ποδόσφαιρο, δραστηριοποιείται και στην Εθνική αντίσταση. Μάχεται τον φασισμό και υπερασπίζεται την πατρίδα του. Είναι μέλος του 5ου Επίλεκτου Λόχου του ΕΛΑΣ στην μαρτυρική Κοκκινιά. 
Το 1942 δειλά, δειλά, ο αθλητισμός αποκτά ζωή και ο Νίκος Γόδας βλέπει το μεγάλο του όνειρο να γίνεται πραγματικότητα και με την ερυθρόλευκη φανέλα του Ολυμπιακού στέκεται δίπλα στους Βάζο, Συμεωνίδη, Γραμματικόπουλο και σκοράρει για πρώτη φορά ως ποδοσφαιριστής του Θρύλου με αντίπαλο τον Εθνικό. 
Τον Μάιο του ’43 παίζει αντίπαλος του Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Χριστουγέννων όπου ο Ολυμπιακός σκορπά τους πράσινους με 5-2. 

Οι μάχες με τον εχθρό, η προδοσία και η εκτέλεση με τα ερυθρόλευκα 

Μάχες με την «ερυθρόλευκη», μάχες και στην πρώτη γραμμή. Στην αρχή απέναντι στους Γερμανούς και στη συνέχεια απέναντι στους Βρετανούς. 
Οι μάχες με τον εχθρό στις γύρω περιοχές του Πειραιά με τις συνθήκες να φέρνουν τους Έλληνες στα όριά τους. Ελάχιστα ρούχα, άλλα σκισμένα, άλλα βρώμικα, είχαν ως αποτέλεσμα ο Γόδας, όπως και πολλοί άλλοι, να πάθει πνευμονία και να αποτραβηχτεί από την πρώτη γραμμή. 
Μέσα στους… δικούς του και… προδότες. Ο Γόδας συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές της Αίγινας. Το… έγκλημα του; Ήταν Κομμουνιστής. 
Από το παράθυρο του κελιού του χαζεύει τη θάλασσα, σκέφτεται τον Πειραιά και ονειρεύεται τον Ολυμπιακό του. 
Μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του, δημιουργούν ομάδα ποδοσφαίρου και ξεχνιούνται κλωτσώντας αυτοσχέδιες μπάλες. 
Ο Γόδας ήξερε τι τον περίμενε. Ήξερε, γιατί η πίστη του στην πατρίδα δεν θα του επέτρεπε να υπογράψει τίποτα που θα το χαρακτήριζε προδοσία. 
Μετά από λίγο καιρό ο Γόδας με κάποιους συγκρατούμενούς του μετακινούνται στις φυλακές της Κέρκυρας. Ήξερε ότι μόνο με θαύμα θα έφευγε από εκεί.  
Ο Γόδας μαζί με άλλους μάγκες Πειραιώτες ονειρεύονται τον Ολυμπιακό. Τον κρατούν στην καρδιά τους και τους δίνει δύναμη, κουράγιο. 
Στις 13 Ιουλίου του 1945, ο Νίκος Γόδας και άλλοι 10 συναγωνιστές του, καταδικάζονται σε θάνατο.

Οι μέρες έφευγαν βασανιστικά, με την πατρίδα, την οικογένεια και τον Ολυμπιακό στο μυαλό και στην καρδιά του χαραγμένα. Πέρασαν τρία χρόνια, μέχρι που έφτασε η μέρα της εκτέλεσης. Ήταν μία μέρα σαν σήμερα, 19 Νοεμβρίου του 1948.
Ο Νίκος Γόδας καλείται στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Ξέρει τι θα ακούσει, ξέρει τι θα απαντήσει. 
Ο διευθυντής του δίνει μία τελευταία «ευκαιρία» να προδώσει την πατρίδα του και τα πιστεύω του. 
Η απάντηση ήταν δεδομένη, όσο και η συνέπειά της. 

Ο διευθυντής δίνει την εντολή της εκτέλεσης και ζητά από τον Γόδα να του πει αν έχει κάποια τελευταία επιθυμία. Ο Γόδας είχε πάρει από το κελί του την ερυθρόλευκη φανέλα, τη φανέλα του Ολυμπιακού, του Ολυμπιακού του. Ζήτησε και το λευκό του σορτσάκι για να εκτελεστεί φορώντας την εμφάνιση της ομάδας που λάτρεψε όσο ελάχιστοι. 
Ο Γόδας μεταφέρεται στον τόπο της εκτέλεσης. Ένα μικρό νησάκι απέναντι από τις φυλακές. Το ονόμαζαν Λαζαρέτο. 
Το απόσπασμα βρίσκεται στη θέση του. Ο Γόδας έχει αφήσει δύο σημειώματα, στο ένα έγραφε “Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου. Αν κάνετε γιο, να του δώσετε το όνομά μου”. Ο αδερφός του τιμά τον Νίκο και ονομάζει την κόρη του Νίκη. 
Το δεύτερο σημείωμα είναι πάνω σε μία φωτογραφία του, έγραφε «Για τη μανούλα μου και τον πατέρα μου, εις ένδειξη σεβασμού κι αγάπης».  

Στέκεται απέναντι από το απόσπασμα, αγέρωχος, όρθιος, περήφανος, με τη φανέλα του «δαφνοστεφανομένου έφηβου» στο στήθος, την ριγωτή, την ερυθρόλευκη. Ο Νίκος Γόδας τους κοιτά και τους φωνάζει: “Mε δολοφονείτε με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια, θέλω να την κοιτώ, να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου στην χαριστική βολή”.
Παιδαρέλια οι περισσότεροι από τους στρατιώτες. Αρκετοί τον ήξεραν, είχαν δάκρυα στα μάτια, άλλοι τα είχαν κλειστά, να μην ξέρουν αν βρήκαν στόχο. Κοιτούσαν τον ήρωα με τα ερυθρόλευκα να αψηφά τις σφαίρες. 
«Πυρ», τουφεκισμοί, αίμα, μία ψυχή ταξίδευε στα ουράνια με την φανέλα του Ολυμπιακού, όπως πάντα ονειρευόταν. Ένα ταξίδι στο φως, ένα ταξίδι για τα πιστεύω, για τις ιδέες, για την αγάπη. 
Ο Νίκος Γόδας 70 χρόνια μετά «φωνάζει» για το τι εκπροσωπεί ο Ολυμπιακός, για το τι συμβολίζει το κόκκινο και το άσπρο, για το τι είναι Πειραιάς.