Ο Φρανσουά Μοντεστό μίλησε στη Γαλλία για τη δραστηριότητά του στον Ολυμπιακό και τη Νότιγχαμ, τον Βαγγέλη Μαρινάκη, την ποδοσφαιρική του καριέρα και τον άνθρωπο που του έδωσε έμπνευση.
Μεταξύ άλλων δήλωσε στην εφημερίδα της Κορσικής Corse Matin:
Για τη δουλειά του σε Ολυμπιακό και Νότιγχαμ: «Μετά το τέλος της καριέρας μου στην Μπαστιά, είχα ήδη προετοιμάσει την επιστροφή μου στον Ολυμπιακό, γιατί έχω προνομιακή σχέση με τον πρόεδρο Βαγγέλη Μαρινάκη. Τα τελευταία πέντε χρόνια, είμαι τεχνικός διευθυντής και για τους δύο συλλόγους. Ο Ολυμπιακός και η Νότιγχαμ έχουν τον ίδιο ιδιοκτήτη, ο οποίος ήθελε να δουλέψει με την ίδια δομή, τους ίδιους ανθρώπους. Γι ‘αυτό ταξιδεύω τακτικά μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας. Δουλεύω σε στενή συνεργασία με τον Κριστιάν Καρεμπέ, ο οποίος είναι ο αθλητικός διευθυντής, καθώς και με τον προπονητή Πέδρο Μαρτίνς, και αυτή είναι η πολύ ισχυρή συνοχή που συμβάλλει στην επιτυχία μας. Εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο και αυτές οι σχέσεις παράγουν καλά αποτελέσματα. Επίσης, αποκτήσαμε πρόσφατα τον Louis Ducruet, ο οποίος πέρασε πέντε χρόνια στη Μονακό και εργάζεται στη Νότιγχαμ για διεθνείς μεταγραφές, μάρκετινγκ και επικοινωνία. Κάνουμε μια δουλειά όπου το πιο σημαντικό πράγμα είναι να κινούμαστε, να συναντούμε τους παίκτες, τους μάνατζερ τους αθλητικούς διευθυντές, τα τεχνικά τιμ. Να διατηρούμε ένα ισχυρό δίκτυο. Γύρω από μια εξαιρετικά ανταγωνιστική ομάδα που αποτελείται από προπονητές, διαιτολόγους, γυμναστές, ο στόχος είναι να πάρουμε έναν παίκτη για να τον κάνουμε να εξελιχθεί, να προχωρήσει. Αυτό μας κάνει δυνατούς. Πολλοί παίκτες έχουν φύγει από τον Ολυμπιακό τα τελευταία χρόνια, φροντίζουμε να είμαστε σημείο αναφοράς. Το οικονομικό μοντέλο του ποδοσφαίρου σήμερα βασίζεται στην πώληση και την προστιθέμενη αξία των παικτών. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε σε καθημερινή βάση».
Για τη μετάβαση από παίκτης σε τεχνικό διευθυντή: «Το καλύτερο πτυχίο είναι αυτό που μου έχει δοθεί από τον πρόεδρό μου, ο οποίος μου δίνει τα κλειδιά για τις μεταγραφές με εμπιστοσύνη. Έχω κάνει μερικά καλά πράγματα, και μερικά λάθη. Έχω συσσωρεύσει εμπειρία. Και καθώς έχουμε μέχρι τώρα καλά αποτελέσματα, δείχνει ότι κάνουμε καλή δουλειά».
Για την επιστροφή του Ολυμπιακού στους τίτλους πέρσι και τη δυναμική του: «Στόχος μας είναι να εξασφαλίσουμε ότι είμαστε ο Νο.1 σύλλογος κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Όταν χάσαμε τον τίτλο, αυτό μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι έπρεπε να αποκτήσουμε διαφορετική δομή, εστιάζοντας τη δουλειά μας στην εκπαίδευση παικτών και τις μεταγραφές. Γρήγορα αυτό απέδωσε. Ο προπονητής Πέδρο Μαρτίνς συμβάλλει σε αυτήν την επιτυχία προωθώντας τους παίκτες και την ομάδα. Φέτος εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στο Europa League μετά την πρόκρισή μας επί της PSV. Ο επόμενος αντίπαλός μας είναι η Άρσεναλ . Ο στόχος είναι να λάμψουμε σε όλη την Ευρώπη, να αναδείξουμε τον σύλλογο. Και τα αποτελέσματα το αποδεικνύουν τα τελευταία χρόνια, κυρίως με νίκες επί μεγάλων συλλόγων όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Μίλαν και η Άρσεναλ. Οι παίκτες και οι προπονητές πρέπει να προβάλλονται και τα ευρωπαϊκά κύπελλα είναι οι καλύτερες βιτρίνες».
Για την απουσία φιλάθλων και τα οικονομικά των ομάδων: «Για να αντιμετωπίσουμε αυτήν την κρίση που μας επηρεάζει, είμαστε τυχεροί που έχουμε έναν πρόεδρο που πληρώνει από την τσέπη του, είτε για τη Νότιγχαμ είτε και για τον Ολυμπιακό. Οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλη δυσκολία και από την πλευρά μας καταφέραμε να διατηρήσουμε μια συγκεκριμένη ισορροπία. Προφανώς ελπίζω ότι αυτή η πανδημία θα περάσει γρήγορα και ότι όλα θα γίνουν ξανά όπως πριν. Το ποδόσφαιρο δημιουργεί μια ολόκληρη οικονομία και όχι μόνο στο γήπεδο. Είναι σημαντικό τα τηλεοπτικά δικαιώματα να γίνονται σεβαστά. Ναι, η ισορροπία είναι λεπτή, όμως το μέλλον του ποδοσφαίρου πρέπει να επικεντρωθεί εκ νέου στους φιλάθλους. Όπως μπορούμε να δούμε σήμερα, το να παίζεις σε άδεια γήπεδα είναι μια μεγάλη θλίψη. Η σχέση μιας ομάδας με τους οπαδούς της πρέπει να γίνει και πάλι η βάση ενός συστήματος που είχε απομακρυνθεί από αυτήν. Το κεφάλαιο του κλαμπ βασίζεται σε αθλητικά αποτελέσματα. Αυτά τα αθλητικά αποτελέσματα επιτυγχάνονται μέσω μίας δομημένης διαχείρισης και ο ενθουσιασμός του κόσμου διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην απόδοση μιας ομάδας!».
Για το αν η μεταγραφή στον Ολυμπιακό του άλλαξε τη ζωή: «Η αποχώρησή μου από τη Μονακό μετά από έξι σεζόν ήταν δύσκολη, γιατί είναι ένα αγαπημένο κλαμπ όπου έκανα πολλούς φίλους. Ήταν τιμή να φορώ αυτή τη φανέλα και το περιβραχιόνιο του αρχηγού, για να τιμήσω την πριγκίπισσα οικογένεια. Όμως κοιτάζοντας πίσω, λέω στον εαυτό μου ότι η μετάβαση στον Ολυμπιακό ήταν η καλύτερη επιλογή της καριέρας μου. Κέρδισα τίτλους εκεί, έπαιξα στο Champions League. Αυτό το κλαμπ μου έδωσε μια δεύτερη νεότητα. Και αν μπόρεσα να συνεχίσω για μερικές σεζόν στην Μπαστιά, το χρωστάω στον Ολυμπιακό γιατί μου επέτρεψε να διατηρήσω τη φόρμα μου σε ένα ορισμένο επίπεδο και να επιμηκύνω την καριέρα μου. Και σήμερα, η περιπέτειά μου συνεχίζεται στην Ελλάδα. Οπότε δεν έκανα λάθος!».
Για το γεγονός ότι δεν ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής αλλά κατάφερε να κάνει καριέρα: «Δουλειά, πάντα δουλειά. Από το προπονητικό κέντρο μέχρι το τελευταίο μου παιχνίδι, ήμουν πάντα σοβαρός. Το να παίζω ποδόσφαιρο ήταν το πάθος μου και η δουλειά μου. Άφησα τα πάντα στην άκρη για να γίνω πιο αποτελεσματικός. Έμαθα να μιλάω πολλές γλώσσες. Στην αποτυχία, δεν έψαξα ποτέ δικαιολογίες ενοχοποιώντας τον προπονητή, τον πρόεδρο ή τον συμπαίκτη μου. Η αυστηρότητα, η σοβαρότητα στη δουλειά μου μου επέτρεψε να αγωνιστώ σε περισσότερους από 600 αγώνες ως επαγγελματίας. Δεν είναι τυχαίο. Πριν από τον παίκτη, υπάρχει ο άνθρωπος άντρας και πάντα είχα εμπλακεί σε όλα τα κλαμπ που αγωνίστηκα».
Για το πόσο του λείπει η οικογένειά του λόγω της πανδημίας: «Έχει περάσει ενάμιση χρόνος από τότε που πήγα τελευταία φορά σπίτι, αρκετά μεγάλο διάστημα! Μου λείπει η οικογένεια, αλλά έχουμε την ευκαιρία να μιλάμε και να βλέπουμε ο ένας τον άλλον μέσω τηλεφώνου. Ανυπομονώ να τελειώσει, ώστε να μπορώ επιτέλους να επιστρέψω σπίτι και να τους ξαναδώ όλους».
Για το αν μετανιώνει για κάτι: «Να μετανιώσω για τι; Δεν πρέπει ποτέ να μετανιώνεις … Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα ζούσα ένα τέτοιο ταξίδι. Αν έκανα την καριέρα που έκανα, είναι επειδή έπαιζα πάντα στο μάξιμουμ. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Ξεκίνησα και τελείωσα στο σπίτι μου, τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; Και υπάρχει και κάτι που δεν έχω αποκαλύψει ποτέ: όλα αυτά τα χρωστάω στον πατέρα μου, ο οποίος έφυγε όταν ήμουν 13 ετών. Με πήρε στην ηλικία των 5 ετών στο Armand-Cesari (σ.σ.: το γήπεδο της Μπαστιά). Ήταν ο προπονητής μου από το ξεκίνημα έως την Κ13, με βοήθησε να γίνω επαγγελματίας. Ήταν το πιο σημαντικό άτομο, είχε μεγάλη σημασία για μένα. Το καλό μου αστέρι. Από εκεί ψηλά πάντα με προστάτευε, είμαι σίγουρος. Κάθε φορά που έμπαινα σε ένα γήπεδο, πάντα έκανα μία σκέψη γι ‘αυτόν. Μου έδωσε αυτή τη δύναμη για να μπορέσω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, το όνειρό του».